Στα βάθη του ωκεανού η υπερθέρμανση
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι αισθητές στον μεγαλύτερο ωκεανό της Γης, και μάλιστα σε βάθος ενός χιλιομέτρου. Αυτό δείχνει μια νέα χρονολόγηση των θερμοκρασιών του Ειρηνικού Ωκεανού για τις τελευταίες δέκα χιλιετίες. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της τα τελευταία 60 χρόνια ο ωκεανός θερμαίνεται με ρυθμό 15 φορές ταχύτερο από ό,τι τα προηγούμενα 10.000 έτη. Το ότι οι ωκεανοί απορροφούν μέρος της θέρμανσης του πλανήτη είναι θεωρητικά γνωστό στους επιστήμονες, η νέα μελέτη όμως, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Science», αποδεικνύει για πρώτη φορά πόσο «βαθιά» φθάνει αυτή η απορρόφηση. Σύμφωνα με τους επιστήμονες που τη διεξήγαγαν, αναδεικνύει τους ωκεανούς σε έναν σημαντικότερο από ό,τι νομίζαμε ρυθμιστικό παράγοντα του κλίματος. Επίσης υποδηλώνει ότι τα νερά της Γης έχουν λειτουργήσει σαν «ασπίδα» προστατεύοντάς μας από μια μεγαλύτερη άνοδο της θερμοκρασίας. Μόνο που, όπως τονίζουν, δεν γνωρίζουμε αν η ασπίδα αυτή θα «αντέξει» για πολύ καιρό ακόμα.
Μονοκύτταροι οργανισμοί
Εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες μετρούν τη θέρμανση των ωκεανών είτε βυθίζοντας ειδικά όργανα στο νερό είτε διασκορπίζοντας πλωτήρες σε διάφορα σημεία τους. Οι αξιόπιστες μετρήσεις αυτού του είδους όμως δεν πάνε μακριά στο παρελθόν – στην καλύτερη περίπτωση φθάνουν ως τη δεκαετία του 1960. Για να εξετάσουν τι γινόταν παλαιότερα οι ειδικοί χρησιμοποιούν έμμεσες μεθόδους, αναλύοντας τη χημική σύσταση αρχαίων θαλάσσιων οργανισμών προκειμένου να ανασυνθέσουν το κλίμα στο οποίο ζούσαν.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Rutgers στο Νιου Τζέρσεϊ με επικεφαλής τον Γιάιρ Ρόζενταλ χρησιμοποίησαν για τις μετρήσεις τους μονοκύτταρους μικροοργανισμούς που είναι γνωστοί ως Hyalinea balthica. Πρόκειται για τρηματοφόρα τα οποία είχαν διατηρηθεί σε πυρήνες ιζημάτων που συνελέγησαν από διάφορα βάθη (550-900 μ.) στις θάλασσες γύρω από την Ινδονησία – μια περιοχή η οποία θεωρείται εξαιρετικά καλός «δείκτης» για τις μετρήσεις αυτές καθώς, λόγω των ωκεάνιων ρευμάτων, δέχεται νερά από τον Βόρειο και από τον Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, παρέχοντας μια συνολική εικόνα για τη θερμοκρασία του.
Τα τρηματοφόρα αποτελούν επίσης έναν καλό δείκτη της θερμοκρασίας: οι συγκεκριμένοι μικροοργανισμοί περικλείονται μέσα σε ένα σκληρό κέλυφος του οποίου η περιεκτικότητα σε μαγνήσιο ποικίλλει ανάλογα με τη θερμοκρασία του νερού μέσα στο οποίο αναπτύσσεται.
Θέρμανση 15 φορές ταχύτερη
Μετρώντας την ποσότητα του μαγνησίου στα κελύφη των Hyalinea balthica οι ερευνητές από το Rutgers είδαν ότι αφού για μια περίοδο μετά την τελευταία Εποχή των παγετώνων ο Ειρηνικός θερμάνθηκε, στη συνέχεια, πριν από 7.000 χρόνια, άρχισε σταδιακά να ψυχραίνεται – η θερμοκρασία του μειώθηκε κατά περίπου 2 βαθμούς Κελσίου ως το 1600 μ.Χ, στη λεγόμενη «Μικρή εποχή των παγετώνων». Από το 1600 και μετά η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει και πάλι σταδιακά και σε αργό ρυθμό.
Πριν όμως από 200 χρόνια (χρονική στιγμή η οποία συμπίπτει ουσιαστικά με τη Βιομηχανική Επανάσταση) ο ρυθμός της θέρμανσης άρχισε να επιταχύνεται. Μέσα στους δυο τελευταίους αιώνες η θερμοκρασία του Ειρηνικού ανέβηκε κατά 0,21 βαθμούς Κελσίου. Από αυτή τη συνολική αύξηση η άνοδος των 0,18 βαθμών σημειώθηκε μέσα στα τελευταία εξήντα έτη, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι στις έξι τελευταίες δεκαετίες ο ωκεανός θερμάνθηκε 15 φορές ταχύτερα από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή μέσα στα τελευταία 10.000 χρόνια.
Δεξαμενή θερμότητας, αλλά για πόσο ακόμη;
Ανάλογες τάσεις στις θερμοκρασίες έχουν παρατηρηθεί και στην ξηρά, η μελέτη όμως των ερευνητών του Rutgers τις εντοπίζει για πρώτη φορά σε μεγάλα βάθη στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι για να αυξηθεί η θερμοκρασία του νερού κατά 1 βαθμό Κελσίου απαιτείται περισσότερη ενέργεια από αυτή που χρειάζεται για μια αντίστοιχη άνοδο της θερμοκρασίας σε ίση μάζα αέρα, κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι ωκεανοί λειτουργούν σαν μια γιγάντια δεξαμενή θερμότητας η οποία μας προστατεύει από μια ακόμη μεγαλύτερη επίδραση των συνεπειών της θέρμανσης του πλανήτη.
«Αν δεν είχαμε τους ωκεανούς θα είχαμε πολύ μεγαλύτερη θέρμανση» δήλωσε σε δελτίο Τύπου ο δρ Ρόζενταλ. «Εχουμε ίσως υποτιμήσει την αποτελεσματικότητα των ωκεανών ως αποθηκών θερμότητας και ενέργειας. Μπορεί χάρη σε αυτούς να κερδίζουμε λίγο χρόνο – πόσο όμως δεν ξέρω. Δεν πρόκειται πάντως να σταματήσουν την κλιματική αλλαγή».
Πηγή
Μονοκύτταροι οργανισμοί
Εδώ και δεκαετίες οι επιστήμονες μετρούν τη θέρμανση των ωκεανών είτε βυθίζοντας ειδικά όργανα στο νερό είτε διασκορπίζοντας πλωτήρες σε διάφορα σημεία τους. Οι αξιόπιστες μετρήσεις αυτού του είδους όμως δεν πάνε μακριά στο παρελθόν – στην καλύτερη περίπτωση φθάνουν ως τη δεκαετία του 1960. Για να εξετάσουν τι γινόταν παλαιότερα οι ειδικοί χρησιμοποιούν έμμεσες μεθόδους, αναλύοντας τη χημική σύσταση αρχαίων θαλάσσιων οργανισμών προκειμένου να ανασυνθέσουν το κλίμα στο οποίο ζούσαν.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Rutgers στο Νιου Τζέρσεϊ με επικεφαλής τον Γιάιρ Ρόζενταλ χρησιμοποίησαν για τις μετρήσεις τους μονοκύτταρους μικροοργανισμούς που είναι γνωστοί ως Hyalinea balthica. Πρόκειται για τρηματοφόρα τα οποία είχαν διατηρηθεί σε πυρήνες ιζημάτων που συνελέγησαν από διάφορα βάθη (550-900 μ.) στις θάλασσες γύρω από την Ινδονησία – μια περιοχή η οποία θεωρείται εξαιρετικά καλός «δείκτης» για τις μετρήσεις αυτές καθώς, λόγω των ωκεάνιων ρευμάτων, δέχεται νερά από τον Βόρειο και από τον Νότιο Ειρηνικό Ωκεανό, παρέχοντας μια συνολική εικόνα για τη θερμοκρασία του.
Τα τρηματοφόρα αποτελούν επίσης έναν καλό δείκτη της θερμοκρασίας: οι συγκεκριμένοι μικροοργανισμοί περικλείονται μέσα σε ένα σκληρό κέλυφος του οποίου η περιεκτικότητα σε μαγνήσιο ποικίλλει ανάλογα με τη θερμοκρασία του νερού μέσα στο οποίο αναπτύσσεται.
Θέρμανση 15 φορές ταχύτερη
Μετρώντας την ποσότητα του μαγνησίου στα κελύφη των Hyalinea balthica οι ερευνητές από το Rutgers είδαν ότι αφού για μια περίοδο μετά την τελευταία Εποχή των παγετώνων ο Ειρηνικός θερμάνθηκε, στη συνέχεια, πριν από 7.000 χρόνια, άρχισε σταδιακά να ψυχραίνεται – η θερμοκρασία του μειώθηκε κατά περίπου 2 βαθμούς Κελσίου ως το 1600 μ.Χ, στη λεγόμενη «Μικρή εποχή των παγετώνων». Από το 1600 και μετά η θερμοκρασία άρχισε να ανεβαίνει και πάλι σταδιακά και σε αργό ρυθμό.
Πριν όμως από 200 χρόνια (χρονική στιγμή η οποία συμπίπτει ουσιαστικά με τη Βιομηχανική Επανάσταση) ο ρυθμός της θέρμανσης άρχισε να επιταχύνεται. Μέσα στους δυο τελευταίους αιώνες η θερμοκρασία του Ειρηνικού ανέβηκε κατά 0,21 βαθμούς Κελσίου. Από αυτή τη συνολική αύξηση η άνοδος των 0,18 βαθμών σημειώθηκε μέσα στα τελευταία εξήντα έτη, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι στις έξι τελευταίες δεκαετίες ο ωκεανός θερμάνθηκε 15 φορές ταχύτερα από ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή μέσα στα τελευταία 10.000 χρόνια.
Δεξαμενή θερμότητας, αλλά για πόσο ακόμη;
Ανάλογες τάσεις στις θερμοκρασίες έχουν παρατηρηθεί και στην ξηρά, η μελέτη όμως των ερευνητών του Rutgers τις εντοπίζει για πρώτη φορά σε μεγάλα βάθη στον Ειρηνικό Ωκεανό. Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι για να αυξηθεί η θερμοκρασία του νερού κατά 1 βαθμό Κελσίου απαιτείται περισσότερη ενέργεια από αυτή που χρειάζεται για μια αντίστοιχη άνοδο της θερμοκρασίας σε ίση μάζα αέρα, κάτι το οποίο σημαίνει ότι οι ωκεανοί λειτουργούν σαν μια γιγάντια δεξαμενή θερμότητας η οποία μας προστατεύει από μια ακόμη μεγαλύτερη επίδραση των συνεπειών της θέρμανσης του πλανήτη.
«Αν δεν είχαμε τους ωκεανούς θα είχαμε πολύ μεγαλύτερη θέρμανση» δήλωσε σε δελτίο Τύπου ο δρ Ρόζενταλ. «Εχουμε ίσως υποτιμήσει την αποτελεσματικότητα των ωκεανών ως αποθηκών θερμότητας και ενέργειας. Μπορεί χάρη σε αυτούς να κερδίζουμε λίγο χρόνο – πόσο όμως δεν ξέρω. Δεν πρόκειται πάντως να σταματήσουν την κλιματική αλλαγή».
Πηγή