ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Πώς το CO2 απειλεί να μας πνίξει

Πριν από κάποια χρόνια λέγαμε ότι θα πρέπει να κάνουμε κάτι για να μην ανέβει η μέση θερμοκρασία της Γης. 

Σήμερα ελπίζουμε να βρούμε έναν τρόπο για να σταματήσουμε αυτή την άνοδο στους 2 βαθμούς Κελσίου ως το τέλος του αιώνα. Αυτός είναι ο κεντρικός στόχος της 21ης Διάσκεψης για την Κλιματική Αλλαγή (COP21) που διεξάγεται από την περασμένη Δευτέρα στο Παρίσι. Βασική επιδίωξή της είναι μια συμφωνία που θα οδηγήσει σε μια ουσιαστική περικοπή των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και των άλλων αερίων του θερμοκηπίου από το 2020. 

Η επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας δεν είναι εύκολη, προσκρούει σε πολλές αντικρουόμενες απόψεις περί των μέτρων που είναι εφικτό να υιοθετηθούν αλλά και σε αντικρουόμενα συμφέροντα. Κάποιοι ωστόσο είναι συγκρατημένα αισιόδοξοι. Θεωρούν ότι αυτή τη φορά κάτι, έστω και μικρό, μπορεί να γίνει γιατί τα κράτη έχουν πλέον αρχίσει να συνειδητοποιούν τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής. Σε αυτούς ανήκει ο διεθνούς κύρους κλιματολόγος Ντομινίκ Ρενό, ο οποίος μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα» για το πώς φθάσαμε ως εδώ και για το τι μέλλει - και δύναται - γενέσθαι.

Ο Ντομινίκ Ρενό, διεθνούς φήμης κλιματολόγος, είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γκρενόμπλ με ειδίκευση στην παλαιοκλιματολογία και στη μελέτη των πάγων. Ο πολυβραβευμένος επιστήμονας είναι μέλος της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) - ανήκει δηλαδή στον κύκλο των ειδικών που εξετάζουν συνολικά όλες τις μελέτες που γίνονται για το κλίμα και βγάζουν τα τελικά συμπεράσματα σχετικά με το προς τα πού βαδίζουμε. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα όπου ήρθε για να συμμετάσχει σε στρογγυλή τράπεζα που διοργάνωσε το Γαλλικό Ινστιτούτο με αφορμή την 21η Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή (COP21) στο Παρίσι και μίλησε αποκλειστικά στο «Βήμα».

Είστε από τους πρώτους επιστήμονες που απέδειξαν ότι οι συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα παίζουν ρόλο στο κλίμα, στις παγετώδεις και στις θερμές περιόδους του πλανήτη. Πώς έγινε αυτό;

«Αυτό ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960. Ημουν νέος τότε. Ξεκίνησα ένα διδακτορικό προτείνοντας να μελετήσω τις φυσαλίδες του αέρα που είναι παγιδευμένες στον πάγο γιατί ήθελα να πάω στην Ανταρκτική. Οταν το πρότεινα ο υπεύθυνος του διδακτορικού μού είπε "είναι ωραίο θέμα", γιατί τότε δεν είχαμε κάνει τις ανακαλύψεις που όλοι γνωρίζουμε σήμερα και μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε την ατμόσφαιρα του παρελθόντος μέσα στον πάγο, μπορούσαμε να πάμε πίσω μόνο 20.000-30.000 χρόνια. Ηταν δύσκολο, μας βασάνισε για 10-15 χρόνια - δεν ήμουν μόνος, και εκτός από τη δική μας ομάδα ένα εργαστήριο από τη Βέρνη δούλευε πάνω στο ίδιο θέμα, ήμασταν ανταγωνιστές αλλά ανταλλάσσαμε πληροφορίες. Είχαμε αρχίσει να απελπιζόμαστε, όμως τελικά βρήκαμε μια μέθοδο για να εξάγουμε τον αέρα από τον πάγο και είδαμε ότι αν δουλεύαμε καλά, αν είχαμε καλά δείγματα πάγου, μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε τις μεταβολές στο παρελθόν και ιδιαίτερα να δούμε ποιες ήταν οι συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα όταν έκανε περισσότερο κρύο, στις παγετώδεις περιόδους».

Ηταν σπουδαίο εύρημα...

«Ναι, ήταν σημαντικό και την εποχή εκείνη θεωρήθηκε πραγματική ανακάλυψη. Οχι ότι κανείς δεν το είχε σκεφτεί, ένας σοφός Σουηδός, ο Σβάντε Αρένιους, είχε πει το 1896 ότι στις παγετώδεις περιόδους έκανε περισσότερο κρύο επειδή υπήρχε λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Αυτό όμως ήταν μια πρόβλεψη. Και να που, ογδόντα χρόνια μετά, το είδαμε μέσα στον πάγο. Ηταν όντως σημαντική ανακάλυψη, έπαιξε ρόλο ακόμη και στη δημιουργία της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) και, σε ό,τι με αφορά, αυτή ήταν και η αιτία που με έκανε να ενδιαφερθώ για ένα κοινωνικό πρόβλημα, δηλαδή μήπως το διοξείδιο του άνθρακα που βλέπουμε σήμερα στην ατμόσφαιρα επηρεάζει το κλίμα».

Ως τότε δηλαδή, ως τη δεκαετία του 1980, κανείς δεν ανησυχούσε για τα αέρια του θερμοκηπίου;
«Πολύ λίγοι, πάρα πολύ λίγοι. Δύο ήταν τα σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Το πρώτο ήταν η πρόβλεψη του Αρένιους, τον 19ο αιώνα. Και το δεύτερο ήταν η πρωτοβουλία ενός Αμερικανού, του Τσαρλς Κίλινγκ, ο οποίος είχε την ιδέα να πάει στο Μάουνα Λόα, στη Χαβάη, και να στήσει εκεί έναν σταθμό για να μετράει συνεχώς το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Δυσκολεύτηκε να πείσει, όλοι του έλεγαν ότι αυτό είναι άχρηστο, ότι φταίνε τα ηφαίστεια, ότι οι συγκεντρώσεις που φαίνονταν τότε αυξημένες θα μειώνονταν. Και όμως, από το 1958 που άρχισε τις μετρήσεις έδειξε ότι κάθε χρόνο είχαμε ένα ppm (σ.σ.: μέρος ανά εκατομμύριο) περισσότερο: από τα 315 ppm στα 316, 317, 318... και σήμερα είμαστε στα 400 ppm, έχουμε φθάσει σε μια εκπληκτική καμπύλη. Η καμπύλη του Κίλινγκ είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο γιατί έδειχνε αυτό που συμβαίνει σήμερα, όμως παράλληλα αυτό που αποδείξαμε στο παρατηρητήριο του Βοστόκ, με τις μεταβολές του διοξειδίου του άνθρακα τα τελευταία 150.000 χρόνια, είχε επίσης μεγάλη βαρύτητα. Αυτά ήταν τα δύο ορόσημα που έκαναν και τις κυβερνήσεις να σκεφτούν το ίδιο πράγμα: μήπως αυτό ενέχει κάποιον κίνδυνο για την ανθρωπότητα; Και έτσι ίδρυσαν την IPCC».

Τα 400 ppm, στα οποία φθάσαμε εφέτος, είχαν τεθεί σαν ένα όριο-ορόσημο.

«Ναι, ξέρετε μερικές φορές χρειάζεται κάτι θεαματικό. Στην προβιομηχανική εποχή, προτού η βιομηχανία αρχίσει να παράγει διοξείδιο του άνθρακα καίγοντας ορυκτά καύσιμα - και όχι μόνο η βιομηχανία αλλά όλος ο κόσμος, τα αυτοκίνητα, τα πάντα, η βιομηχανία δεν φταίει περισσότερο, πρέπει να το πούμε και αυτό, φταίμε όλοι -, στην προβιομηχανική εποχή λοιπόν το διοξείδιο του άνθρακα ήταν στα 280 ppm, το έδειξε ο πάγος. Το 1958 είχε πάει στα 315, συνέχισε να ανεβαίνει και τώρα πάμε να περάσουμε τα 400. Αν το συγκρίνετε με όλες τις καταγραφές που έχουν γίνει στον πάγο, επί 900.000 χρόνια και τώρα πιστεύουμε επί 1 εκατομμύριο χρόνια, δεν υπήρξε ούτε μία φορά σε όλη αυτή την περίοδο που το διοξείδιο του άνθρακα να ήταν στα 400 ppm. Ενδεχομένως πριν από 3 εκατομμύρια χρόνια, σε μια περίοδο που είχε περισσότερη ζέστη και η στάθμη της θάλασσας ήταν πιο ψηλά, πιστεύουμε - δεν έχουμε άμεσες μετρήσεις, όμως το έχουμε εξετάσει ενδελεχώς - ότι θα πρέπει να ήταν περίπου στα 400 ppm. Ομως τότε δεν υπήρχε σχεδόν κανείς πάνω στη Γη».

Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι ακόμη και αν σταματούσαμε τώρα όλες τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, δεν θα μπορούσαμε να αναστρέψουμε τη θέρμανση του πλανήτη.

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια, φαίνεται στα μοντέλα. Φανταστείτε ότι σήμερα μειώνουμε τις εκπομπές στο ελάχιστο. Για να φθάσουμε ξανά στα 280 ppm, τα επίπεδα δηλαδή που υπήρχαν το 1750, το 1800, προτού ο άνθρωπος αρχίσει να καίει σε αυτόν τον βαθμό ορυκτά καύσιμα, θα χρειαστούν ενδεχομένως χίλια χρόνια. Γιατί οι διαδικασίες εξισορρόπησης ανάμεσα στην ατμόσφαιρα και στον ωκεανό κινούνται πολύ αργά. Για να βρούμε ξανά ένα είδος ισορροπίας λοιπόν μάλλον θα χρειαστούν χίλια χρόνια. Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να μην κάνουμε τίποτε. Η απάντηση είναι ότι αν συνεχίσουμε όπως σήμερα, πιστεύουμε - οι προγνώσεις των μοντέλων αυτό δείχνουν - ότι στο τέλος του αιώνα η θερμοκρασία θα ανέβει κατά περίπου 4 βαθμούς. Ισως μάλιστα και περισσότερο. Αντιθέτως αν αποφασίσουμε από το 2020 να αρχίσουμε να περιορίζουμε σοβαρά τις εκπομπές, ελπίζουμε ότι θα μπορέσουμε να σταματήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς. Και ο κόσμος με 2 βαθμούς παραπάνω σε σχέση με τους 4 βαθμούς είναι καλύτερος».

Η τελευταία έκθεση της IPCC άνοιξε για πρώτη φορά την πόρτα στη γεωμηχανική. Αυτό έγινε γιατί θεωρείται ότι τώρα υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη για τέτοιου είδους διορθωτικές λύσεις;

«Η αλήθεια είναι ότι προηγουμένως δεν τις εξέταζε. Η IPCC έχει αυτή τη φιλοσοφία, λαμβάνει υπόψη μόνο τις εργασίες που έχουν δημοσιευθεί και έχουν περάσει από κρίση, και αυτού του είδους οι προσεγγίσεις δεν είχαν ακόμη δημοσιευθεί. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η IPCC είναι λίγο πίσω, επειδή δεν έχει το δικαίωμα να λαμβάνει υπόψη πρόσφατα αποτελέσματα που δεν έχουν δημοσιευθεί. Εγώ όμως νομίζω ότι αυτό είναι καλό, γιατί πρέπει να εξετάζουμε τα πράγματα πολύ καλά. Η γεωμηχανική ως ιδέα είναι καλή, γιατί πρέπει να κάνουμε κάτι για να διορθώσουμε την κατάσταση. Προς το παρόν όμως δεν υπάρχει καμία λύση που να είναι ρεαλιστική. Ισως μια πρόταση για την αποθήκευση του άνθρακα στην υφαλοκρηπίδα κατά την άντληση πετρελαίου - μελέτες έδειξαν ότι αν εισαχθεί εκεί, μένει παγιδευμένο στο έδαφος και δεν διαρρέει - να είναι εφαρμόσιμη, αφορά όμως ένα πάρα πολύ μικρό μέρος των εκπομπών. Είχε υπάρξει ένα σχέδιο για την ενίσχυση του ωκεανού με σίδηρο ώστε να αυξηθεί η παραγωγικότητα των φυκών οδηγώντας σε μεγαλύτερη απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα. Είδαμε όμως ότι είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικό από όσο φαινόταν ενώ επίσης ενέχει κινδύνους για τα οικοσυστήματα γιατί αυξάνει υπερβολικά την οξίνιση του νερού. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία λύση μεγάλης κλίμακας. Υπάρχουν βεβαίως και διάφορες τρελές ιστορίες, να βάλουμε κάτοπτρα γύρω από τη Γη και άλλα τέτοια, αυτά όμως είναι πράγματα για να τα λέμε στα παιδιά μας και στα εγγόνια μας και να γελάνε».

Οι σκεπτικιστές δεν δέχονται ότι υπάρχει ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή, αποδίδουν τη θέρμανση στους κύκλους της ηλιακής δραστηριότητας. Τι έχετε να πείτε για αυτό;

«Κοιτάξτε, όχι μόνο εγώ αλλά στη συντριπτική τους πλειονότητα οι άνθρωποι που κάνουν τις μελέτες, τόσο αυτοί που κάνουν τις παρατηρήσεις όσο και αυτοί που κάνουν τους υπολογισμούς, καθώς και εκείνοι που κάνουν τις αξιολογήσεις των μελετών συνολικά, λένε ότι οι κύκλοι της ηλιακής δραστηριότητας συμβάλλουν μεν στις μεταβολές του κλίματος, αλλά μόνο κατά περίπου 10%. Και αυτό μπορεί να εξηγήσει μόνο μικρομεταβολές. Δεν μπορεί να εξηγήσει αυτό που βλέπουμε σήμερα. Πιστεύω ότι οι ειδικοί συμφωνούν σε αυτό σχεδόν ομόφωνα, ελάχιστοι είναι εκείνοι που διαφωνούν».

Και η δραστηριότητα των ηφαιστείων;

«Η ηφαιστειακή δραστηριότητα είναι ενδιαφέρουσα, αλλά είναι κάτι διαφορετικό. Η ηλιακή δραστηριότητα έχει κύκλους, η ηφαιστειακή όμως όχι. Από όλες τις σύγχρονες ηφαιστειακές εκρήξεις η μεγαλύτερη ήταν του Πινατούμπο. Και ψύχρανε την επιφάνεια του ωκεανού κατά 0,2-0,3, ίσως και κατά 0,4 βαθμούς, το οποίο δεν είναι λίγο, αλλά αυτό έγινε μόνο για τρία χρόνια. Τα ηφαίστεια έχουν επίδραση στο κλίμα, όμως ύστερα από ένα σύντομο διάστημα η κατάσταση σταθεροποιείται. Γιατί τα ηφαίστεια πριν από εκατομμύρια και εκατομμύρια χρόνια επηρέαζαν πραγματικά το κλίμα; Επειδή υπήρξαν εποχές κατά τις οποίες η Γη κουνιόταν πολύ περισσότερο και δεν υπήρχε μόνο ένα Πινατούμπο σε μία μόνο χρονιά αλλά 100, ίσως 150 Πινατούμπο κάθε χρόνο για συνεχόμενα χρόνια και χρόνια».

Μπορούμε να πούμε ότι τα ακραία φαινόμενα που βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, η ξηρασία στην Καλιφόρνια, οι πλημμύρες στη Γαλλία, οι καύσωνες ή το πολύ κρύο και τα χιόνια, είναι μια πρώτη γεύση αυτού που πρόκειται να έρθει;

«Ως τώρα τα μοντέλα ήταν συνετά. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα αν συνδέονται με τη θέρμανση. Ομως όλο και περισσότερα μοντέλα δείχνουν ότι αν το κλίμα θερμανθεί κατά δύο βαθμούς, θα δείτε αρχικά οι περίοδοι με πλημμύρες ή με καύσωνες να γίνονται όλο και συχνότερες. Τώρα όσον αφορά τις επιπτώσεις στην κοινωνία ειδικά από τις πλημμύρες, δεν φταίει μόνο το κλίμα. Ασφαλτοστρώνουμε παντού, χτίζουμε παντού, κόβουμε τα φυσικά δίκτυα και το θεωρούμε αυτό λογικό. Πάντως φαίνεται ότι όσον αφορά την πιθανή επίδραση που θα έχει η θέρμανση στη συχνότητα των έκτακτων φαινομένων τα πράγματα πηγαίνουν προς αυτή την κατεύθυνση, ότι δηλαδή ως το τέλος του αιώνα θα έχουμε πολύ περισσότερα. Είναι ένας κίνδυνος και αυτό το ζήτημα πρέπει να το εξετάσουμε ακόμη περισσότερο. Γιατί δεν τα ξέρουμε απολύτως όλα. Αυτό είναι το ωραίο με την επιστήμη. Οτι κινείται».

Τι περιμένετε από τη διάσκεψη για την κλιματική αλλαγή που γίνεται στο Παρίσι;

«Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, κατ' αρχάς πιστεύω ότι αποτελεί μια πολύ δύσκολη πρόκληση. Εγώ έχω κάνει τη δουλειά πριν, δεν συμμετέχω στις διαπραγματεύσεις, αλλά για δύο εβδομάδες θα βρίσκονται εκεί 40.000 άτομα για να προσπαθήσουν να έρθουν σε μια συμφωνία. Τώρα πώς θα γίνει αυτό... Βεβαίως όλο και περισσότερο τα κράτη έχουν πειστεί τώρα ότι υπάρχει θέρμανση του κλίματος, και ότι αυτή είναι σε τεράστιο βαθμό ανθρώπινης προέλευσης - αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν φυσικές μεταβολές, όμως συνολικά περίπου από το 1970 δεν μπορούμε να εξηγήσουμε την αύξηση που βλέπουμε σήμερα στις θερμοκρασίες, τις μεταβολές στις βροχοπτώσεις ή στη στάθμη της θάλασσας, χωρίς να πούμε ότι ένα σημαντικό μέρος αυτού που διαταράσσει το κλίμα είναι η ανθρώπινη δραστηριότητα. Παλαιότερα ένα μεγάλο μέρος των μεταβολών στο κλίμα μπορούσε να εξηγηθεί αποκλειστικά από τα φυσικά φαινόμενα, τον ήλιο, τα ηφαίστεια. Τώρα αυτό δεν είναι πλέον δυνατόν. Το δείχνει καθαρά η αξιολόγηση της συνολικής επιστημονικής γνώσης. Ξέρετε, πιστεύω ότι οι επιστήμονες εν γένει πρέπει να είναι ταπεινοί. Γιατί ξέρουμε καλά ότι είναι πολύ δύσκολο να προβλέψουμε το μέλλον. Και ότι δεν είμαστε η Μαντάμ Σολέιγ (σ.σ.: διάσημη γαλλίδα αστρολόγος). Λοιπόν, αν προτιμάτε, μιλάμε για κινδύνους, στην πραγματικότητα για τις μεταβλητές των κινδύνων. Και νομίζω ότι αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος. Να λέμε ότι υπάρχει ένας κίνδυνος, είναι σημαντικός, υπάρχει περίπτωση να κάνουμε και λάθος, όμως ο κίνδυνος είναι εκεί. Τι μπορούμε να κάνουμε για αυτό;».

Μπορείτε όμως να πείσετε έτσι; Οι προηγούμενες διασκέψεις δεν είχαν ουσιαστικά αποτελέσματα.
«Θα έλεγα ωστόσο ότι για τη Διάσκεψη του Παρισιού υπήρξε αρκετή προετοιμασία. Εγιναν πολλές συζητήσεις. Είναι η πρώτη φορά που πραγματικά οι συμμετέχοντες έρχονται αφού έχουν συζητήσει πολύ. Τώρα όσον αφορά τα μέτρα που θα υιοθετηθούν, ας ελπίσουμε... Τελικά, και αυτό είναι το νέο, τα κράτη είναι αυτά που θα κάνουν τις προτάσεις, εμείς δεν προτείνουμε, ξέρουμε ότι δεν έχει αποτέλεσμα το να επιβάλλουμε, να λέμε "υιοθετήστε ρυθμίσεις". Είναι καλύτερα να ρωτάμε τα κράτη, την Ελλάδα, τη Γαλλία, "τι μπορείτε να κάνετε;". Λοιπόν έχουμε ήδη πολλές απαντήσεις, αλλά αυτό δεν αρκεί. Τουλάχιστον όμως είναι ένα βήμα προς τα εμπρός. Εγώ λέω πάντα ότι η Διάσκεψη της Κοπεγχάγης ήταν μεν αποτυχία αλλά ήταν κάτι. Γιατί αν δεν είχε υπάρξει η Κοπεγχάγη, δεν θα υπήρχε το Παρίσι και αν δεν είχε υπάρξει το Κιότο, δεν θα υπήρχε η Κοπεγχάγη. Είμαι λοιπόν σχετικά αισιόδοξος. Δεν είναι όμως δική μας δουλειά, των επιστημόνων, να ασκούμε πίεση. Εμείς κάνουμε την αξιολόγηση της συνολικής επιστημονικής γνώσης και μετά είναι η σειρά των πολιτών να ασκήσουν πίεση, των πολιτών όλου του κόσμου, όπως εσείς και εγώ».