Γεωργοί από Ελλάδα και Ανατολία έμαθαν την Ευρώπη να καλλιεργεί
Μετανάστες από τις δύο πλευρές του βορείου Αιγαίου, την Ελλάδα και την Ανατολία (σημερινή Τουρκία), εισήγαγαν τη γεωργία στην Κεντρική και στη Δυτική Ευρώπη, σύμφωνα με μια νέα ευρωπαϊκή επιστημονική έρευνα με επικεφαλής Έλληνες και Γερμανούς επιστήμονες. Η παλαιογενετική μελέτη βασίσθηκε στην ανάλυση DNA από πέντε σκελετούς που βρέθηκαν σε πρώιμες νεολιθικές τοποθεσίες στη Βόρεια Ελλάδα και στη Βορειοδυτική Τουρκία (περιοχή Θάλασσας Μαρμαρά).
Η εξάπλωση
Η γεωργία πρωτοεμφανίσθηκε στη Νοτιοδυτική Ασία πριν από τουλάχιστον 10.000 χρόνια και σταδιακά εξαπλώθηκε στις γειτονικές περιοχές. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η γεωργία εισήχθη στην Ευρώπη πριν από περίπου 8.500 χρόνια από τα νοτιοανατολικά και εξαπλώθηκε σταδιακά φθάνοντας στην Κεντρική Ευρώπη πριν από 7.500 χρόνια και έως τη Βρετανία πριν από 6.100 χρόνια περίπου.
Αντικείμενο έντονης επιστημονικής διαμάχης, εδώ και τουλάχιστον 100 χρόνια, αποτελεί το κατά πόσο η μεταφορά της γεωργίας έγινε μέσω φυσικής μετανάστευσης των γεωργών που έφεραν μαζί τους τις αγροτικές γνώσεις τους ή αν «μετανάστευσαν» μόνο οι γνώσεις τους μέσω της διαδικασίας της πολιτισμικής διάχυσης στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, οι οποίοι έως τότε, επί 45.000 χρόνια, ήδη από την τελευταία εποχή των πάγων, κατοικούσαν αποκλειστικά την Ευρώπη.
Το σενάριο
Η νέα έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή παλαιογενετικής Γιοαχίμ Μπούργκερ του Πανεπιστημίου Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ του Μάιντς και την επίκουρη καθηγήτρια φυσικής ανθρωπολογίας Χριστίνα Παπαγεωργοπούλου του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «PNAS», ενισχύει το σενάριο της φυσικής μετανάστευσης και όχι της πολιτισμικής.
Η παλαιότερη αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως αγροτικές κοινότητες τόσο την Ελλάδα όσο και στη ΒΔ Ανατολία, οι οποίες χρονολογούνται στο 6000 - 6500 π.Χ., ενώ έχουν εντοπισθεί ίχνη ανταλλαγών ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου ήδη από την Μεσολιθική εποχή.
Η ανάλυση
Οι τοποθεσίες στις δύο πλευρές του Βορείου Αιγαίου, από όπου συλλέχθηκε το αρχαίο DNA (Θεόπετρα, Ρεβένια, Παλιάμπελα, Κλείτος, Μπαρσίν Ανατολίας), χρονολογούνται από την εποχή της πρώτης εξάπλωσης της γεωργίας προς τα δυτικά και βρίσκονται πάνω στην πιθανή διαδρομή που εκτιμάται ότι ακολούθησαν οι μετανάστες προς την Ευρώπη.
Η ανάλυση έδειξε πολύ μεγάλες γενετικές ομοιότητες ανάμεσα στα γονιδιώματα των πέντε ατόμων του Αιγαίου με τα γονιδιώματα από τις αρχαίες γεωργικές κοινωνίες στη Γερμανία και στην Ουγγαρία, πράγμα που ενισχύει την πεποίθηση πως υπήρξαν επιμιξίες μεταξύ των εξ ανατολών μεταναστών και των ντόπιων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το DNA από την Ελλάδα και την Ανατολία συνεισέφερε σε όλους τους σημερινούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και εμφανίζει ιδίως γενετικές ομοιότητες με τους σύγχρονους Μεσογειακούς πληθυσμούς (Σαρδηνίας, Ισπανίας κ.α.), αλλά και με τον διάσημο Έτζι, την μούμια που βρέθηκε στους πάγους των 'Αλπεων του Τιρόλο. Οι ερευνητές θεωρούν πολύ πιθανό ότι ο Έτζι είχε καταγωγή από τους κατοίκους του νεολιθικού Αιγαίου. Από την άλλη, η έρευνα δείχνει ότι οι σημερινοί Τούρκοι έχουν μικρή γενετική συγγένεια με τους νεολιθικούς πληθυσμούς της αρχαίας Ανατολίας.
Τα ευρήματα
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι, όπως δείχνουν τα ευρήματα, υπάρχει μια αδιάσπαστη αλυσίδα καταγωγής από την Ελλάδα και την Ανατολία έως την Ευρώπη, η οποία είναι ενδεικτική για τις μεταναστεύσεις που έγιναν κάποτε από την Ανατολή προς τη Δύση. Οι δύο βασικοί μεταναστευτικοί «διάδρομοι» από το Αιγαίο ήσαν αφενός προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων και αφετέρου προς την Ιβηρική μέσω της Μεσογείου.
Οι μετανάστες έφεραν μαζί τους φυτά προς καλλιέργεια, εξημερωμένα ζώα και την αντίστοιχη «τεχνογνωσία», που χαρακτηρίζει έκτοτε τη ζωή των γεωργών-κτηνοτρόφων. Όπως δήλωσε ο Μπούργκερ, οι μετανάστες αγρότες και οι ντόπιοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες«αρχικά αντάλλαξαν κυρίως γνώσεις, αλλά σπάνια συζύγους. Μετά όμως το πέρασμα αιώνων, ο αριθμός των επιμιξιών αυξήθηκε».
«Οι Αιγαιακοί νεολιθικοί πληθυσμοί μπορούν να θεωρηθούν η ρίζα όλων των πρώιμων Ευρωπαίων γεωργών», αναφέρουν οι ερευνητές. Ενώ προσθέτουν ότι «ένα ερώτημα-κλειδί που μένει αναπάντητο, είναι αν αυτή η αδιάσπαστη αλυσίδα καταγωγής και μετανάστευσης επεκτείνεται προς τα πίσω έως τη νοτιοανατολική Ανατολία και την Εύφορη Ημισέληνο (σ.σ. Τουρκία, Συρία, Ιράν, Ιράκ), όπου έχουν βρεθεί οι πρώτες νεολιθικές εγκαταστάσεις στον κόσμο».
«Οι μετανάστες γεωργοί όχι μόνο έφεραν μαζί τους μια τελείως ξένη κουλτούρα, αλλά έμοιαζαν διαφορετικοί εξωτερικά και μιλούσαν διαφορετική γλώσσα», δήλωσε η Παπαγεωργοπούλου, στενός συνεργάτης του Μπούργκερ.
Σημειωτέον ότι, μετά τους αρχικούς μετανάστες από το Αιγαίο, πριν από περίπου 5.000 χρόνια, ένα άλλο κύμα μεταναστών έφθασε στην Κεντρική Ευρώπη, αυτή τη φορά από τις στέππες στα ανατολικά. Οι περισσότεροι σημερινοί Ευρωπαίοι αποτελούν ένα μίγμα των αρχικών ντόπιων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, των πρώτων μεταναστών αγροτών από την Ανατολή και των κατοπινών μεταναστών από τις στέππες.
Από ελληνικής πλευράς στη μελέτη συμμετείχαν οι Αθανάσιος Κουσάθανας (Τμήμα Βιολογίας Πανεπιστημίου Φράϊμπουργκ και Ελβετικό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής Λωζάννης), Κώστας Κωτσάκης και Σεύη Τριανταφύλλου (Σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων υπουργείου Πολιτισμού), Χριστίνα Ζιώτα (Εφορεία Αρχαιοτήτων Φλώρινας) και Φωτεινή Αδάκτυλου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής).
Η εξάπλωση
Η γεωργία πρωτοεμφανίσθηκε στη Νοτιοδυτική Ασία πριν από τουλάχιστον 10.000 χρόνια και σταδιακά εξαπλώθηκε στις γειτονικές περιοχές. Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι η γεωργία εισήχθη στην Ευρώπη πριν από περίπου 8.500 χρόνια από τα νοτιοανατολικά και εξαπλώθηκε σταδιακά φθάνοντας στην Κεντρική Ευρώπη πριν από 7.500 χρόνια και έως τη Βρετανία πριν από 6.100 χρόνια περίπου.
Αντικείμενο έντονης επιστημονικής διαμάχης, εδώ και τουλάχιστον 100 χρόνια, αποτελεί το κατά πόσο η μεταφορά της γεωργίας έγινε μέσω φυσικής μετανάστευσης των γεωργών που έφεραν μαζί τους τις αγροτικές γνώσεις τους ή αν «μετανάστευσαν» μόνο οι γνώσεις τους μέσω της διαδικασίας της πολιτισμικής διάχυσης στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, οι οποίοι έως τότε, επί 45.000 χρόνια, ήδη από την τελευταία εποχή των πάγων, κατοικούσαν αποκλειστικά την Ευρώπη.
Το σενάριο
Η νέα έρευνα, με επικεφαλής τον καθηγητή παλαιογενετικής Γιοαχίμ Μπούργκερ του Πανεπιστημίου Γιοχάνες Γκούτενμπεργκ του Μάιντς και την επίκουρη καθηγήτρια φυσικής ανθρωπολογίας Χριστίνα Παπαγεωργοπούλου του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στην επιθεώρηση «PNAS», ενισχύει το σενάριο της φυσικής μετανάστευσης και όχι της πολιτισμικής.
Η παλαιότερη αρχαιολογική έρευνα έχει φέρει στο φως αγροτικές κοινότητες τόσο την Ελλάδα όσο και στη ΒΔ Ανατολία, οι οποίες χρονολογούνται στο 6000 - 6500 π.Χ., ενώ έχουν εντοπισθεί ίχνη ανταλλαγών ανάμεσα στις δύο πλευρές του Αιγαίου ήδη από την Μεσολιθική εποχή.
Η ανάλυση
Οι τοποθεσίες στις δύο πλευρές του Βορείου Αιγαίου, από όπου συλλέχθηκε το αρχαίο DNA (Θεόπετρα, Ρεβένια, Παλιάμπελα, Κλείτος, Μπαρσίν Ανατολίας), χρονολογούνται από την εποχή της πρώτης εξάπλωσης της γεωργίας προς τα δυτικά και βρίσκονται πάνω στην πιθανή διαδρομή που εκτιμάται ότι ακολούθησαν οι μετανάστες προς την Ευρώπη.
Η ανάλυση έδειξε πολύ μεγάλες γενετικές ομοιότητες ανάμεσα στα γονιδιώματα των πέντε ατόμων του Αιγαίου με τα γονιδιώματα από τις αρχαίες γεωργικές κοινωνίες στη Γερμανία και στην Ουγγαρία, πράγμα που ενισχύει την πεποίθηση πως υπήρξαν επιμιξίες μεταξύ των εξ ανατολών μεταναστών και των ντόπιων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το DNA από την Ελλάδα και την Ανατολία συνεισέφερε σε όλους τους σημερινούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και εμφανίζει ιδίως γενετικές ομοιότητες με τους σύγχρονους Μεσογειακούς πληθυσμούς (Σαρδηνίας, Ισπανίας κ.α.), αλλά και με τον διάσημο Έτζι, την μούμια που βρέθηκε στους πάγους των 'Αλπεων του Τιρόλο. Οι ερευνητές θεωρούν πολύ πιθανό ότι ο Έτζι είχε καταγωγή από τους κατοίκους του νεολιθικού Αιγαίου. Από την άλλη, η έρευνα δείχνει ότι οι σημερινοί Τούρκοι έχουν μικρή γενετική συγγένεια με τους νεολιθικούς πληθυσμούς της αρχαίας Ανατολίας.
Τα ευρήματα
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι, όπως δείχνουν τα ευρήματα, υπάρχει μια αδιάσπαστη αλυσίδα καταγωγής από την Ελλάδα και την Ανατολία έως την Ευρώπη, η οποία είναι ενδεικτική για τις μεταναστεύσεις που έγιναν κάποτε από την Ανατολή προς τη Δύση. Οι δύο βασικοί μεταναστευτικοί «διάδρομοι» από το Αιγαίο ήσαν αφενός προς την Κεντρική Ευρώπη μέσω των Βαλκανίων και αφετέρου προς την Ιβηρική μέσω της Μεσογείου.
Οι μετανάστες έφεραν μαζί τους φυτά προς καλλιέργεια, εξημερωμένα ζώα και την αντίστοιχη «τεχνογνωσία», που χαρακτηρίζει έκτοτε τη ζωή των γεωργών-κτηνοτρόφων. Όπως δήλωσε ο Μπούργκερ, οι μετανάστες αγρότες και οι ντόπιοι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες«αρχικά αντάλλαξαν κυρίως γνώσεις, αλλά σπάνια συζύγους. Μετά όμως το πέρασμα αιώνων, ο αριθμός των επιμιξιών αυξήθηκε».
«Οι Αιγαιακοί νεολιθικοί πληθυσμοί μπορούν να θεωρηθούν η ρίζα όλων των πρώιμων Ευρωπαίων γεωργών», αναφέρουν οι ερευνητές. Ενώ προσθέτουν ότι «ένα ερώτημα-κλειδί που μένει αναπάντητο, είναι αν αυτή η αδιάσπαστη αλυσίδα καταγωγής και μετανάστευσης επεκτείνεται προς τα πίσω έως τη νοτιοανατολική Ανατολία και την Εύφορη Ημισέληνο (σ.σ. Τουρκία, Συρία, Ιράν, Ιράκ), όπου έχουν βρεθεί οι πρώτες νεολιθικές εγκαταστάσεις στον κόσμο».
«Οι μετανάστες γεωργοί όχι μόνο έφεραν μαζί τους μια τελείως ξένη κουλτούρα, αλλά έμοιαζαν διαφορετικοί εξωτερικά και μιλούσαν διαφορετική γλώσσα», δήλωσε η Παπαγεωργοπούλου, στενός συνεργάτης του Μπούργκερ.
Σημειωτέον ότι, μετά τους αρχικούς μετανάστες από το Αιγαίο, πριν από περίπου 5.000 χρόνια, ένα άλλο κύμα μεταναστών έφθασε στην Κεντρική Ευρώπη, αυτή τη φορά από τις στέππες στα ανατολικά. Οι περισσότεροι σημερινοί Ευρωπαίοι αποτελούν ένα μίγμα των αρχικών ντόπιων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, των πρώτων μεταναστών αγροτών από την Ανατολή και των κατοπινών μεταναστών από τις στέππες.
Από ελληνικής πλευράς στη μελέτη συμμετείχαν οι Αθανάσιος Κουσάθανας (Τμήμα Βιολογίας Πανεπιστημίου Φράϊμπουργκ και Ελβετικό Ινστιτούτο Βιοπληροφορικής Λωζάννης), Κώστας Κωτσάκης και Σεύη Τριανταφύλλου (Σχολή Ιστορίας και Αρχαιολογίας Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης), Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα (επίτιμος έφορος αρχαιοτήτων υπουργείου Πολιτισμού), Χριστίνα Ζιώτα (Εφορεία Αρχαιοτήτων Φλώρινας) και Φωτεινή Αδάκτυλου (Εφορεία Αρχαιοτήτων Χαλκιδικής).