Ο άνθρωπος που κυβέρνησε την Ινδία μετά τον Μέγα Αλέξανδρο
Μετά τον θάνατο του μακεδόνα στρατηλάτη το 323 π.Χ., εξεγέρσεις ξεσπούν σε πολλές περιοχές της αυτοκρατορίας.
Λίγα χρόνια αργότερα (308 π.Χ.), ο επίγονος του Αλεξάνδρου, Σέλευκος Α’, καθίσταται κυρίαρχος του ανατολικού Ιράν, με τη Δυναστεία των Σελευκιδών να απλώνεται στα ασιατικά τμήματα της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας.
Κι ενώ η υπαγωγή της Κεντρικής Ασίας στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών έμελλε να έχει σημαντική χρονική διάρκεια στις περισσότερες περιοχές, σε κάποιες άλλες θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά εφήμερη.
Ο Σέλευκος θα αναγκαστεί γρήγορα να αντιμετωπίσει μια σοβαρή απειλή στις νοτιοανατολικές σατραπείες του. Ξεκινώντας από το βασίλειο της Μαγάδας στην κοιλάδα του Γάγγη, με πρωτεύουσα την Παταλιπούτρα (η σημερινή Πάντα στην ινδική πολιτεία Μπιχάρ), ο Σαντραγκούπτα (Σανδρακόττος στα ελληνικά), πρώτος ηγεμόνας της δυναστείας των Μαουρία, θα ιδρύσει το 322 π.Χ. μια ισχυρή αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο τμήμα της Ινδίας και θα επεκταθεί προς τα βορειοδυτικά.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσχέρειες που παρουσίαζε η προσπάθεια εδραίωσης της εξουσίας του στις παραμεθόριες περιοχές, αλλά και την απειλή ενδεχόμενης αντεπίθεσης του Αντίγονου στα δυτικά του κράτους του, ο Σέλευκος προτίμησε να συνάψει συνθήκη ειρήνης με τον ινδό ηγεμόνα (κατά το 305-303 π.Χ.), προβαίνοντας σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις: η Αραχωσία, μεγάλο τμήμα των Παροπαμισάδων, η περιοχή της Γκαντάρα, η Γεδρωσία και μέρος της Αρίας πέρασαν τώρα στη δικαιοδοσία του Σαντραγκούπτα.
Οι δυο ηγεμόνες διατηρούν ωστόσο αγαστές σχέσεις και ο Σέλευκος στέλνει ακόμα και πρεσβευτή στην αυλή του ινδού βασιλιά (τον Μεγασθένη, που έγραψε τα «Ινδικά»). Ο διάδοχος του Σαντραγκούπτα, ο Μπιντουσάρα, ζητά χρόνια αργότερα από τον σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Β’ να του στείλει «κρασί, σύκα και έναν σοφιστή» (όπως μας παραδίδει ο Αθήναιος), αν και ο Αντίοχος του απαντά ότι θα του στείλει μετά χαράς το κρασί και τα σύκα, αλλά όχι και τον σοφιστή, μιας και το απαγορεύουν ρητά οι ελληνικοί νόμοι («Δειπνοσοφισταί»: ΙΔ, 652-653).
Τα πρώην ελληνικά εδάφη βρίσκονται πια σε ινδική κυριαρχία, αν και το ελληνικό στοιχείο δεν εξαφανίζεται από την περιοχή. Γιατί σύντομα θα έρθει ο τρίτος ηγεμόνας της Δυναστείας των Μαουρία, γιος του Μπιντουσάρα και εγγονός του Σαντραγκούπτα, ο Ασόκα ο Μέγας (και Πιοδάσσης για μας τους Έλληνες), που εντυπωσιασμένος από το ελληνικό πνεύμα θα επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο μεγαλύτερο βασίλειο που θα έβλεπε ποτέ το νότιο τμήμα της ασιατικής ηπείρου!
Αφού πέτυχε τη μέγιστη εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας του μέσω μιας σειράς αιματηρών πολέμων, ο Ασόκα ξαφνικά αλλάζει τόσο πλεύση όσο και χαρακτήρα! Αποκηρύσσει τον πόλεμο, απολογείται για τα δεινά που έφερε στους λαούς και ασπάζεται τον βουδισμό, βάζοντας πλέον σκοπό της ζωής του την ανακούφιση των υπηκόων του και τη διάδοση της ανεκτικής βουδιστικής διδασκαλίας.
Θέλοντας να διατηρήσει την εύθραυστη ειρήνη, στέλνει πρεσβευτές σε όλους τους ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων της εποχής (Αντίοχο Β’, Πτολεμαίο Β’, Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας, Μάγα της Κυρήνης και Αλέξανδρο Β’ της Ηπείρου), και επιδιώκοντας να αλλάξει τη μοίρα του λαού του, γράφει τα περιβόητα διατάγματά του «Έδικτα του Ασόκα», μια σειρά λαξευμένων σε βράχο επιγραφών που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας του.
Τα πρωτοποριακά βουδιστικά διατάγματα του Ασόκα είναι γραμμένα είτε στα ελληνικά είτε είναι δίγλωσσα (ελληνικά και αραμαϊκά), ακολουθώντας πιθανώς το μοντέλο διοίκησης των Αχαιμενιδών. Γιατί τα έγραψε όμως ο φωτισμένος ινδός ηγεμόνας στα ελληνικά; Και μάλιστα σε άπταιστα ελληνικά, κάτι που υποδεικνύει ότι ο Έλληνας που έκανε τη μετάφραση πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως μορφωμένος και καλός γνώστης του λεξιλογικού πλούτου της ελληνικής;
Ήθελε να τιμήσει απλώς την ελληνική παρουσία και ιστορία στην περιοχή ή μήπως διατηρούσε πολύ στενότερες σχέσεις με τα ελληνιστικά βασίλεια απ’ όσο οι σποραδικές ιστορικές και αρχαιολογικές αναφορές υποδεικνύουν;
Ο Ασόκα ο Μέγας άλλαξε το πρόσωπο της Ινδίας, καθιερώνοντας τον βουδισμό στην περιοχή και υιοθετώντας ένα μοντέλο διακυβέρνησης που θα μεταμόρφωνε τα πανάρχαια βασίλεια της νότιας Ασίας, δίνοντας στην Ινδία την εθνοτική ταυτότητά της…
Πρώτα χρόνια
Ο Ασόκα ο Μέγας γεννιέται περί το 304 π.Χ. ως άλλος ένας γιος του αυτοκράτορα Μπιντουσάρα με μια από τις κατώτερης τάξης συζύγους του. Ο Μπιντουσάρα ανέλαβε τα σκήπτρα του βασιλείου του το 298 π.Χ. από τον περίφημο πατέρα του Σαντραγκούπτα Μαουρία (340- 298 π.Χ.), τον Σανδροκόττο (ή ακόμα και Ανδροκόττο) της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Ο παππούς είχε ιδρύσει την ινδική αυτοκρατορία των Μαουρία (Μοριαίων για τους Έλληνες), συνενώνοντας τα βασίλεια της περιοχής σε ένα ενιαίο κράτος, κατά τα πρότυπα του ανθρώπου που τόσο θαύμαζε, του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν ο μακεδόνας βασιλιάς έφτασε στην περιοχή του Ινδού, φαίνεται ότι συναντήθηκε με τον Σαντραγκούπτα Μαουρία, που ήταν τότε γιος ενός μικροηγεμόνα της περιοχής.
Ο Σανδροκόττος επηρεάστηκε από το μεγαλείο των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και θέλησε να τον μιμηθεί, καταλαμβάνοντας τα γειτονικά βασίλεια του Γάγγη και κατόπιν, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η αποχώρηση του Αλεξάνδρου και των ελληνικών δυνάμεων, άρχισε να κατακτά όλα τα εδάφη ανατολικά του Ινδού, πριν περάσει κατόπιν στα νότια της ινδικής χερσονήσου. Ο Ασόκα έμελλε να παραλάβει ένα μεγάλο και δυνατό βασίλειο, αν και εκείνος θα ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που θα κατόρθωνε να ενώσει πολιτικά όλη την Ινδία σε μια αυτοκρατορία.
Επιστρέφοντας στον Ασόκα, η μητέρα του γύρισε κάποια στιγμή στο παλάτι, όταν αποκαλύφθηκε η πλεκτάνη που είχε στηθεί εναντίον της, και έφερε στον κόσμο άλλον έναν γιο του Μπιντουσάρα. «Τώρα δεν έχω θλίψη», είπε η γυναίκα από τη χαρά της, ονομάζοντας τον καρπό της «Ασόκα», «χωρίς θλίψη» δηλαδή στα σανσκριτικά.
Ο μικρός διακρίνεται από τα πρώτα του χρόνια τόσο για τη γενναιότητα όσο και τα αθλητικά του χαρίσματα και μεγαλώνοντας έλαβε την ανώτατη στρατιωτική εκπαίδευση των ινδών πριγκίπων. Τώρα όλοι τον ήξεραν ως ατρόμητο κυνηγό, ιδιαίτερα από το περιστατικό που ο βουδιστικός θρύλος τον θέλει να σκοτώνει ένα λιοντάρι με ένα ξύλινο παλούκι.
Βουδιστικά κείμενα μάς πληροφορούν ότι ο Ασόκα κατέπνιξε στο αίμα διάφορες εξεγέρσεις στα πατρικά εδάφη, αλλά και εσωτερικά πραξικοπήματα που απειλούσαν την ηγεμονία του Μπιντουσάρα. Κάποια στιγμή τιμήθηκε με κυβερνητικά καθήκοντα σε κάποια από τις επαρχίες του βασιλείου, αν και μέχρι την άνοδό του στον θρόνο θα είχε ακόμα μακρύ δρόμο.
Ο Μπιντουσάρα πέθανε το 273 π.Χ., αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της διαδοχής, που οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε εμφύλιες συγκρούσεις. Ο πατέρας ήθελε άλλον γιο να τον διαδεχθεί, ο οποίος ήταν ωστόσο αλαζόνας και μισητός, γι’ αυτό και οι αξιωματούχοι του προτιμούσαν τον γενναίο και πιστό Ασόκα. Τα βουδιστικά έπη λένε ότι ο Ασόκα σκότωσε τα 99 αδέρφια του αφήνοντας στη ζωή μόλις έναν, αν και ενδέχεται να είναι υπερβολικός ο μύθος.
Τον βασικό διεκδικητή του στέμματος τον δολοφόνησε πάντως και ο δρόμος για τον θρόνο ήταν τώρα ανοιχτός: η αυτοκρατορική του στέψη έγινε το 269 π.Χ., κάπου τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη των ύπατων αξιωμάτων του (273 π.Χ.). Πρώτη δουλειά του μοχθηρού αυτοκράτορα, όπως μας λένε οι βουδιστικές γραφές, ήταν να φτιάξει έναν περίτεχνο θάλαμο βασανισμού (Κόλαση του Ασόκα), που θα τον κάνει σύντομα γνωστό ως «Ασόκα ο Άγριος».
Ενδέχεται πάντως τα βουδιστικά κείμενα να υπερτονίζουν το αιμοσταγές του χαρακτήρα του για να φανεί ακόμα πιο χτυπητή η μεταστροφή του στη θρησκεία και το καλοκάγαθο κατόπιν της προσωπικότητάς του. Όπως κι αν έχει, ο Ασόκα συνέχισε την επεκτατική πολιτική των προγόνων του και για τα επόμενα 8 χρόνια ο πόλεμος σταματημό δεν θα είχε.
Η πρώτη μεγάλη γηγενής αυτοκρατορία της αρχαίας Ινδίας που είχε φτιάξει ο παππούς του σύντομα θα μετατρεπόταν σε μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως αυτοκρατορίες του καιρού και αναμφίβολα η μεγαλύτερη που θα έβλεπε ποτέ η ινδική υποήπειρος αλλά και η Νότια Ασία τελικά. Το βασίλειο του Ασόκα του Μεγάλου είχε στο απόγειό του έκταση 5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, καλύπτοντας μια τεράστια έκταση: από τα Ιμαλάια στα βόρεια και το σύγχρονο Άσαμ στα ανατολικά, μέχρι και πέρα από το σημερινό Πακιστάν, το Αφγανιστάν και τα νότια του Ιράν.
Ο Ασόκα εισέβαλε στις κεντρικές και νότιες περιοχές της Ινδίας, διαφεντεύοντας πια περισσότερους από 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Το τέλος της κατακτητικής του μανίας θα άφηνε την αχανή αυτοκρατορία του να καλύπτει την Περσία, τη σημερινή Μιανμάρ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το παλιότερο Βελουχιστάν, αλλά και όλη την κεντρική και βόρεια Ινδία και το Μπαγκλαντές…
Η μεταστροφή και η φωτισμένη διακυβέρνηση
Ο Ασόκα κυβερνούσε τα εδάφη του όπως οι προκάτοχοί του, αποτελεσματικά μεν, σκληρά δε. Οι σαδιστικές τιμωρίες του κατά των αποστατών, των εξεγερμένων και των ποινικών τρόμαζαν τον πληθυσμό, καθώς οι διαβόητες φυλακές του πέρασαν ακόμα και στην ινδουιστική παράδοση ως ορόσημα φρίκης και τρόμου.
Άλλη μια τρανή επίδειξη της αιμοσταγούς φύσης του ήταν όταν επιχείρησε να καταλάβει ένα γειτονικό φέουδο (τη σημερινή Ορίσα της Ινδίας), εκεί που είχε αποτύχει παταγωδώς ο παππούς του. Η εισβολή σημειώθηκε το 261 π.Χ. και κατέληξε σε μια τέτοια σφαγή που λογίζεται ως ένας από τους πιο αιματοβαμμένους πολέμους των παγκόσμιων χρονικών: ο Ασόκα εξόντωσε κάπου 300.000 ανθρώπους, εξαφάνισε την πόλη από τον χάρτη και έδιωξε από τα εδάφη μερικές δεκάδες χιλιάδες που απέμειναν ζωντανοί.
Οι ιστορικοί τοποθετούν εδώ ακριβώς την περιβόητη ανθρωπιστική μεταστροφή του Ασόκα, καθώς μετά τον ανηλεή θρίαμβό του κατά των γειτόνων του εξέδωσε ένα διάταγμα που δήλωσε ευθαρσώς τη λύπη του για τον ανείπωτο πόνο που προκάλεσε, αποκηρύσσοντας ταυτοχρόνως τον πόλεμο ως δεινό!
Ο Ασόκα ξέκοψε με τον πόλεμο και αγκάλιαζε τώρα ολόψυχα ένα νέο μοντέλο ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, υιοθετώντας ένα δόγμα που θα έμενε γνωστό ως «Διάδοση του Ντάρμα» (Ευσέβειας). Παρά το γεγονός ότι ως «Ντάρμα» δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο τι εννοούσε, ο βουδιστικής σύλληψης όρος αποκάλυπτε παράλληλα τη μεταστροφή του στη θρησκεία της Ανατολής.
Ηθικός πια και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ο Ασόκα κήρυττε τη θρησκευτική ανωτερότητα και επιδόθηκε σε ένα ραγδαίο πρόγραμμα κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που απαθανατίστηκε στα περίφημα «33 Έδικτα του Ασόκα». Παρά το γεγονός ότι ήταν παντοδύναμος και θα μπορούσε εύκολα να καταπιεί τα γειτονικά βασίλεια που του στερούσαν την κατάκτηση όλης της Ινδίας, ο αυτοκράτορας ήταν τώρα αναγεννημένος.
Αηδιασμένος από τον πόλεμο και την ανθρώπινη τραγωδία, σταμάτησε την ιμπεριαλιστική του πολιτική και έστρεψε το βλέμμα του στο εσωτερικό του βασιλείου, προκειμένου να φέρει την ειρήνη και την ευημερία στα εδάφη του. Τα πρωτοποριακά διατάγματά του σκαλίζονταν τώρα σε βράχους και στήλες στα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας για να μπορούν όλοι να γίνουν συμμέτοχοι.
Τα Έδικτα κήρυτταν τη θρησκευτική ελευθερία και την ανεκτικότητα σε κάθε πίστη και δόγμα, την ίδια ώρα που οι αξιωματούχοι του διατάσσονταν ευθέως να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους και τους ηλικιωμένους. Μέσω των φωτισμένων διαταγμάτων, ο Ασόκα έφτιαξε κέντρα υγείας και ευεξίας για ανθρώπους και ζώα(!), καλούσε τα παιδιά να σέβονται τους γονείς τους, τους πολίτες να σέβονται τους ηλικιωμένους κ.ο.κ.
Οι στύλοι με τις επιγραφές στα ελληνικά και τα αραμαϊκά καλούσαν τον λαό να είναι γενναιόδωρος, την ίδια ώρα που προέβλεπαν τη φύτευση δέντρων με βρώσιμους καρπούς αλλά και τη διάνοιξη πηγαδιών κατά μήκος των δρόμων, ώστε να βρίσκουν σκιά, φαγητό και πόσιμο νερό οι ταξιδιώτες. Παρά τις καινοτόμες διακηρύξεις του, δεν έγιναν όλα τα διάταγμά του δεκτά με ενθουσιασμό, καθώς πολλοί ξεβολεύτηκαν με το μεταρρυθμιστικό όραμα του αυτοκράτορα.
Όπως οι βραχμάνοι μοναχοί, για παράδειγμα, που έβλεπαν ως απειλή στη θρησκεία τους την απαγόρευση των θυσιών ζώων. Κυνηγοί και ψαράδες ενοχλήθηκαν επίσης με τους όρους που τέθηκαν στο κυνήγι της άγριας ζωής, κάνοντας τον Ασόκα να συνειδητοποιήσει πως ό,τι κι αν έκανε, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλο τον λαό του.
Ο αυτοκράτορας έκανε επίσης ό,τι περνούσε από το χέρι του για να προωθήσει τη διάδοση του βουδισμού στα αχανή του εδάφη, παραμένοντας ένας από τους μεγαλύτερους ιεραπόστολους της θρησκείας. Βουδιστικές αποστολές όργωναν τώρα το βασίλειο, ναοί στήνονταν στα μήκη και τα πλάτη του (κάπου 84.000 ναοί και προσκυνήματα) και οι διδασκαλίες του βουδισμού γίνονταν πράξη στα ανώτατα κλιμάκια.
Ο Ασόκα έκανε κάποια στιγμή τον βουδισμό επίσημη θρησκεία του τεράστιου βασιλείου του, παρά τη μικρή απήχηση που φαινόταν να έχουν οι διδασκαλίες του Βούδα στα πέρατα της Ινδίας. Κανείς δεν ξέρει αν η μεταστροφή του στον βουδισμό ήταν γνήσια ή αν αντιθέτως τον χρησιμοποίησε ως όχημα κοινωνικής αλλαγής και ειρηνικής συνύπαρξης, εγκαθιδρύοντας πάντως ένα ανεκτικό κεντρικό σύστημα που φαινόταν να έχει απήχηση στα τόσα διαφορετικά έθνη που αποτελούσαν το βασίλειό του.
Οι ιστορικοί λένε ότι ο Ασόκα έκανε για τον βουδισμό στην Ινδία ό,τι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος για τον χριστιανισμό στην Ευρώπη και η Δυναστεία των Χαν για τον κομφουκιανισμό στην Κίνα: τον μετέτρεψε σε επίσημη θρησκεία των εδαφών του, βάζοντας τις βάσεις για την παγκόσμια κατόπιν εξάπλωσή του. Παρά το γεγονός ότι μετά το τέλος του (και το τέλος της δυναστείας του) ο βουδισμός πέθανε λίγο πολύ στην Ινδία, οι βάσεις είχαν τεθεί για την εξάπλωσή του έξω από τη χώρα και κυρίως στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία.
Οι εγχάρακτες με τις βουδιστικές γραφές στήλες του υπενθυμίζουν ακόμα και σήμερα τι έκανε ο Ασόκα για το πνευματικό κίνημα που αποτελεί πλέον μια από τις πολυπληθέστερες θρησκείες του κόσμου. Ταυτοχρόνως, ο Ασόκα ο Μέγας πέρασε στα ιστορικά κιτάπια ως ηγεμόνας που κατόρθωσε να ενώσει πολιτισμικά για πρώτη φορά ολόκληρη την Ινδία, δημιουργώντας αυτό που αποκαλούμε σήμερα ινδικό πολιτισμό. Τα πρώτα λίθινα μνημεία τον ινδικού πολιτισμού χρονολογούνται από τη βασιλεία του.
Ο πολυχρονεμένος Ασόκα παραμένει ένας από τους πιο ένδοξους βασιλείς της ιστορίας της Ινδίας, διαδραματίζοντας κεφαλαιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής της ταυτότητας. Πέθανε πιθανότατα το 232 π.Χ., έχοντας κυβερνήσει την αχανή αυτοκρατορία του για 36 χρόνια, περνώντας από το μοχθηρό και το ανηλεές στο φωτισμένο και το καλοκάγαθο!
Ο βουδιστικός μύθος ισχυρίζεται ότι το σώμα του καιγόταν για εφτά μερόνυχτα, καθώς παραμένει η δεύτερη σημαντικότερη προσωπικότητα του βουδισμού, πίσω μόνο από τον ίδιο τον Βούδα. Μετά τον θάνατό του, η Δυναστεία των Μαουρία άντεξε άλλα πενήντα χρόνια, καλύπτοντας πια όλη την ινδική χερσόνησο. Ο Ασόκα ο Μέγας είχε επίσης πολλές γυναίκες και αναρίθμητα παιδιά, αν και τα ονόματά τους χάθηκαν στα βάθη του χρόνου.
O Τροχός του Ασόκα με τις 24 ακτίνες (Ασόκα Τσάκρα), που ο ίδιος ονόμαζε «Τροχό του Ντάρμα» και φιγούραρε τόσο στον περίφημο Στύλο του Ασόκα όσο και το Κιονόκρανο με Λιοντάρια του Ασόκα, υιοθετήθηκε ως σύμβολο από το ινδικό κράτος και φιγουράρει έκτοτε πάνω στη σημαία της χώρας, όντας το επίσημο εθνόσημο της Ινδίας μετά την ανεξαρτησία της…
Λίγα χρόνια αργότερα (308 π.Χ.), ο επίγονος του Αλεξάνδρου, Σέλευκος Α’, καθίσταται κυρίαρχος του ανατολικού Ιράν, με τη Δυναστεία των Σελευκιδών να απλώνεται στα ασιατικά τμήματα της πρώην Περσικής Αυτοκρατορίας.
Κι ενώ η υπαγωγή της Κεντρικής Ασίας στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών έμελλε να έχει σημαντική χρονική διάρκεια στις περισσότερες περιοχές, σε κάποιες άλλες θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά εφήμερη.
Ο Σέλευκος θα αναγκαστεί γρήγορα να αντιμετωπίσει μια σοβαρή απειλή στις νοτιοανατολικές σατραπείες του. Ξεκινώντας από το βασίλειο της Μαγάδας στην κοιλάδα του Γάγγη, με πρωτεύουσα την Παταλιπούτρα (η σημερινή Πάντα στην ινδική πολιτεία Μπιχάρ), ο Σαντραγκούπτα (Σανδρακόττος στα ελληνικά), πρώτος ηγεμόνας της δυναστείας των Μαουρία, θα ιδρύσει το 322 π.Χ. μια ισχυρή αυτοκρατορία που θα κυριαρχήσει στο μεγαλύτερο τμήμα της Ινδίας και θα επεκταθεί προς τα βορειοδυτικά.
Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσχέρειες που παρουσίαζε η προσπάθεια εδραίωσης της εξουσίας του στις παραμεθόριες περιοχές, αλλά και την απειλή ενδεχόμενης αντεπίθεσης του Αντίγονου στα δυτικά του κράτους του, ο Σέλευκος προτίμησε να συνάψει συνθήκη ειρήνης με τον ινδό ηγεμόνα (κατά το 305-303 π.Χ.), προβαίνοντας σε σημαντικές εδαφικές παραχωρήσεις: η Αραχωσία, μεγάλο τμήμα των Παροπαμισάδων, η περιοχή της Γκαντάρα, η Γεδρωσία και μέρος της Αρίας πέρασαν τώρα στη δικαιοδοσία του Σαντραγκούπτα.
Οι δυο ηγεμόνες διατηρούν ωστόσο αγαστές σχέσεις και ο Σέλευκος στέλνει ακόμα και πρεσβευτή στην αυλή του ινδού βασιλιά (τον Μεγασθένη, που έγραψε τα «Ινδικά»). Ο διάδοχος του Σαντραγκούπτα, ο Μπιντουσάρα, ζητά χρόνια αργότερα από τον σελευκίδη βασιλιά Αντίοχο Β’ να του στείλει «κρασί, σύκα και έναν σοφιστή» (όπως μας παραδίδει ο Αθήναιος), αν και ο Αντίοχος του απαντά ότι θα του στείλει μετά χαράς το κρασί και τα σύκα, αλλά όχι και τον σοφιστή, μιας και το απαγορεύουν ρητά οι ελληνικοί νόμοι («Δειπνοσοφισταί»: ΙΔ, 652-653).
Τα πρώην ελληνικά εδάφη βρίσκονται πια σε ινδική κυριαρχία, αν και το ελληνικό στοιχείο δεν εξαφανίζεται από την περιοχή. Γιατί σύντομα θα έρθει ο τρίτος ηγεμόνας της Δυναστείας των Μαουρία, γιος του Μπιντουσάρα και εγγονός του Σαντραγκούπτα, ο Ασόκα ο Μέγας (και Πιοδάσσης για μας τους Έλληνες), που εντυπωσιασμένος από το ελληνικό πνεύμα θα επιφέρει ραγδαίες αλλαγές στο μεγαλύτερο βασίλειο που θα έβλεπε ποτέ το νότιο τμήμα της ασιατικής ηπείρου!
Αφού πέτυχε τη μέγιστη εδαφική επέκταση της αυτοκρατορίας του μέσω μιας σειράς αιματηρών πολέμων, ο Ασόκα ξαφνικά αλλάζει τόσο πλεύση όσο και χαρακτήρα! Αποκηρύσσει τον πόλεμο, απολογείται για τα δεινά που έφερε στους λαούς και ασπάζεται τον βουδισμό, βάζοντας πλέον σκοπό της ζωής του την ανακούφιση των υπηκόων του και τη διάδοση της ανεκτικής βουδιστικής διδασκαλίας.
Θέλοντας να διατηρήσει την εύθραυστη ειρήνη, στέλνει πρεσβευτές σε όλους τους ηγεμόνες των ελληνιστικών βασιλείων της εποχής (Αντίοχο Β’, Πτολεμαίο Β’, Αντίγονο Γονατά της Μακεδονίας, Μάγα της Κυρήνης και Αλέξανδρο Β’ της Ηπείρου), και επιδιώκοντας να αλλάξει τη μοίρα του λαού του, γράφει τα περιβόητα διατάγματά του «Έδικτα του Ασόκα», μια σειρά λαξευμένων σε βράχο επιγραφών που βρέθηκαν σε διάφορα σημεία της αυτοκρατορίας του.
Τα πρωτοποριακά βουδιστικά διατάγματα του Ασόκα είναι γραμμένα είτε στα ελληνικά είτε είναι δίγλωσσα (ελληνικά και αραμαϊκά), ακολουθώντας πιθανώς το μοντέλο διοίκησης των Αχαιμενιδών. Γιατί τα έγραψε όμως ο φωτισμένος ινδός ηγεμόνας στα ελληνικά; Και μάλιστα σε άπταιστα ελληνικά, κάτι που υποδεικνύει ότι ο Έλληνας που έκανε τη μετάφραση πρέπει να ήταν ιδιαιτέρως μορφωμένος και καλός γνώστης του λεξιλογικού πλούτου της ελληνικής;
Ήθελε να τιμήσει απλώς την ελληνική παρουσία και ιστορία στην περιοχή ή μήπως διατηρούσε πολύ στενότερες σχέσεις με τα ελληνιστικά βασίλεια απ’ όσο οι σποραδικές ιστορικές και αρχαιολογικές αναφορές υποδεικνύουν;
Ο Ασόκα ο Μέγας άλλαξε το πρόσωπο της Ινδίας, καθιερώνοντας τον βουδισμό στην περιοχή και υιοθετώντας ένα μοντέλο διακυβέρνησης που θα μεταμόρφωνε τα πανάρχαια βασίλεια της νότιας Ασίας, δίνοντας στην Ινδία την εθνοτική ταυτότητά της…
Πρώτα χρόνια
Ο Ασόκα ο Μέγας γεννιέται περί το 304 π.Χ. ως άλλος ένας γιος του αυτοκράτορα Μπιντουσάρα με μια από τις κατώτερης τάξης συζύγους του. Ο Μπιντουσάρα ανέλαβε τα σκήπτρα του βασιλείου του το 298 π.Χ. από τον περίφημο πατέρα του Σαντραγκούπτα Μαουρία (340- 298 π.Χ.), τον Σανδροκόττο (ή ακόμα και Ανδροκόττο) της αρχαιοελληνικής γραμματείας.
Ο παππούς είχε ιδρύσει την ινδική αυτοκρατορία των Μαουρία (Μοριαίων για τους Έλληνες), συνενώνοντας τα βασίλεια της περιοχής σε ένα ενιαίο κράτος, κατά τα πρότυπα του ανθρώπου που τόσο θαύμαζε, του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όταν ο μακεδόνας βασιλιάς έφτασε στην περιοχή του Ινδού, φαίνεται ότι συναντήθηκε με τον Σαντραγκούπτα Μαουρία, που ήταν τότε γιος ενός μικροηγεμόνα της περιοχής.
Ο Σανδροκόττος επηρεάστηκε από το μεγαλείο των κατακτήσεων του Αλεξάνδρου και θέλησε να τον μιμηθεί, καταλαμβάνοντας τα γειτονικά βασίλεια του Γάγγη και κατόπιν, εκμεταλλευόμενος το κενό εξουσίας που άφησε η αποχώρηση του Αλεξάνδρου και των ελληνικών δυνάμεων, άρχισε να κατακτά όλα τα εδάφη ανατολικά του Ινδού, πριν περάσει κατόπιν στα νότια της ινδικής χερσονήσου. Ο Ασόκα έμελλε να παραλάβει ένα μεγάλο και δυνατό βασίλειο, αν και εκείνος θα ήταν ο πρώτος ηγεμόνας που θα κατόρθωνε να ενώσει πολιτικά όλη την Ινδία σε μια αυτοκρατορία.
Επιστρέφοντας στον Ασόκα, η μητέρα του γύρισε κάποια στιγμή στο παλάτι, όταν αποκαλύφθηκε η πλεκτάνη που είχε στηθεί εναντίον της, και έφερε στον κόσμο άλλον έναν γιο του Μπιντουσάρα. «Τώρα δεν έχω θλίψη», είπε η γυναίκα από τη χαρά της, ονομάζοντας τον καρπό της «Ασόκα», «χωρίς θλίψη» δηλαδή στα σανσκριτικά.
Ο μικρός διακρίνεται από τα πρώτα του χρόνια τόσο για τη γενναιότητα όσο και τα αθλητικά του χαρίσματα και μεγαλώνοντας έλαβε την ανώτατη στρατιωτική εκπαίδευση των ινδών πριγκίπων. Τώρα όλοι τον ήξεραν ως ατρόμητο κυνηγό, ιδιαίτερα από το περιστατικό που ο βουδιστικός θρύλος τον θέλει να σκοτώνει ένα λιοντάρι με ένα ξύλινο παλούκι.
Μεγαλώνοντας ο Ασόκα, έγινε όπως ο πατέρας και ο παππούς του, ικανότατος στρατιώτης και ανηλεής στρατηγός. Γι’ αυτό και ο πατέρας του τον έστελνε να καταστείλει τις εξεγέρσεις στις επαρχίες της Αυτοκρατορίας των Μοριαίων, μιας και ήταν ιδιαιτέρως αποτελεσματικός στα καθήκοντά του…
Άνοδος στην εξουσία
Άνοδος στην εξουσία
Βουδιστικά κείμενα μάς πληροφορούν ότι ο Ασόκα κατέπνιξε στο αίμα διάφορες εξεγέρσεις στα πατρικά εδάφη, αλλά και εσωτερικά πραξικοπήματα που απειλούσαν την ηγεμονία του Μπιντουσάρα. Κάποια στιγμή τιμήθηκε με κυβερνητικά καθήκοντα σε κάποια από τις επαρχίες του βασιλείου, αν και μέχρι την άνοδό του στον θρόνο θα είχε ακόμα μακρύ δρόμο.
Ο Μπιντουσάρα πέθανε το 273 π.Χ., αφήνοντας ανοιχτό το θέμα της διαδοχής, που οδήγησε όπως ήταν φυσικό σε εμφύλιες συγκρούσεις. Ο πατέρας ήθελε άλλον γιο να τον διαδεχθεί, ο οποίος ήταν ωστόσο αλαζόνας και μισητός, γι’ αυτό και οι αξιωματούχοι του προτιμούσαν τον γενναίο και πιστό Ασόκα. Τα βουδιστικά έπη λένε ότι ο Ασόκα σκότωσε τα 99 αδέρφια του αφήνοντας στη ζωή μόλις έναν, αν και ενδέχεται να είναι υπερβολικός ο μύθος.
Τον βασικό διεκδικητή του στέμματος τον δολοφόνησε πάντως και ο δρόμος για τον θρόνο ήταν τώρα ανοιχτός: η αυτοκρατορική του στέψη έγινε το 269 π.Χ., κάπου τέσσερα χρόνια μετά την ανάληψη των ύπατων αξιωμάτων του (273 π.Χ.). Πρώτη δουλειά του μοχθηρού αυτοκράτορα, όπως μας λένε οι βουδιστικές γραφές, ήταν να φτιάξει έναν περίτεχνο θάλαμο βασανισμού (Κόλαση του Ασόκα), που θα τον κάνει σύντομα γνωστό ως «Ασόκα ο Άγριος».
Ενδέχεται πάντως τα βουδιστικά κείμενα να υπερτονίζουν το αιμοσταγές του χαρακτήρα του για να φανεί ακόμα πιο χτυπητή η μεταστροφή του στη θρησκεία και το καλοκάγαθο κατόπιν της προσωπικότητάς του. Όπως κι αν έχει, ο Ασόκα συνέχισε την επεκτατική πολιτική των προγόνων του και για τα επόμενα 8 χρόνια ο πόλεμος σταματημό δεν θα είχε.
Η πρώτη μεγάλη γηγενής αυτοκρατορία της αρχαίας Ινδίας που είχε φτιάξει ο παππούς του σύντομα θα μετατρεπόταν σε μια από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως αυτοκρατορίες του καιρού και αναμφίβολα η μεγαλύτερη που θα έβλεπε ποτέ η ινδική υποήπειρος αλλά και η Νότια Ασία τελικά. Το βασίλειο του Ασόκα του Μεγάλου είχε στο απόγειό του έκταση 5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, καλύπτοντας μια τεράστια έκταση: από τα Ιμαλάια στα βόρεια και το σύγχρονο Άσαμ στα ανατολικά, μέχρι και πέρα από το σημερινό Πακιστάν, το Αφγανιστάν και τα νότια του Ιράν.
Ο Ασόκα εισέβαλε στις κεντρικές και νότιες περιοχές της Ινδίας, διαφεντεύοντας πια περισσότερους από 50 εκατομμύρια ανθρώπους. Το τέλος της κατακτητικής του μανίας θα άφηνε την αχανή αυτοκρατορία του να καλύπτει την Περσία, τη σημερινή Μιανμάρ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, το παλιότερο Βελουχιστάν, αλλά και όλη την κεντρική και βόρεια Ινδία και το Μπαγκλαντές…
Η μεταστροφή και η φωτισμένη διακυβέρνηση
Ο Ασόκα κυβερνούσε τα εδάφη του όπως οι προκάτοχοί του, αποτελεσματικά μεν, σκληρά δε. Οι σαδιστικές τιμωρίες του κατά των αποστατών, των εξεγερμένων και των ποινικών τρόμαζαν τον πληθυσμό, καθώς οι διαβόητες φυλακές του πέρασαν ακόμα και στην ινδουιστική παράδοση ως ορόσημα φρίκης και τρόμου.
Άλλη μια τρανή επίδειξη της αιμοσταγούς φύσης του ήταν όταν επιχείρησε να καταλάβει ένα γειτονικό φέουδο (τη σημερινή Ορίσα της Ινδίας), εκεί που είχε αποτύχει παταγωδώς ο παππούς του. Η εισβολή σημειώθηκε το 261 π.Χ. και κατέληξε σε μια τέτοια σφαγή που λογίζεται ως ένας από τους πιο αιματοβαμμένους πολέμους των παγκόσμιων χρονικών: ο Ασόκα εξόντωσε κάπου 300.000 ανθρώπους, εξαφάνισε την πόλη από τον χάρτη και έδιωξε από τα εδάφη μερικές δεκάδες χιλιάδες που απέμειναν ζωντανοί.
Οι ιστορικοί τοποθετούν εδώ ακριβώς την περιβόητη ανθρωπιστική μεταστροφή του Ασόκα, καθώς μετά τον ανηλεή θρίαμβό του κατά των γειτόνων του εξέδωσε ένα διάταγμα που δήλωσε ευθαρσώς τη λύπη του για τον ανείπωτο πόνο που προκάλεσε, αποκηρύσσοντας ταυτοχρόνως τον πόλεμο ως δεινό!
Ο Ασόκα ξέκοψε με τον πόλεμο και αγκάλιαζε τώρα ολόψυχα ένα νέο μοντέλο ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, υιοθετώντας ένα δόγμα που θα έμενε γνωστό ως «Διάδοση του Ντάρμα» (Ευσέβειας). Παρά το γεγονός ότι ως «Ντάρμα» δεν είναι ακριβώς ξεκάθαρο τι εννοούσε, ο βουδιστικής σύλληψης όρος αποκάλυπτε παράλληλα τη μεταστροφή του στη θρησκεία της Ανατολής.
Ηθικός πια και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, ο Ασόκα κήρυττε τη θρησκευτική ανωτερότητα και επιδόθηκε σε ένα ραγδαίο πρόγραμμα κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής που απαθανατίστηκε στα περίφημα «33 Έδικτα του Ασόκα». Παρά το γεγονός ότι ήταν παντοδύναμος και θα μπορούσε εύκολα να καταπιεί τα γειτονικά βασίλεια που του στερούσαν την κατάκτηση όλης της Ινδίας, ο αυτοκράτορας ήταν τώρα αναγεννημένος.
Αηδιασμένος από τον πόλεμο και την ανθρώπινη τραγωδία, σταμάτησε την ιμπεριαλιστική του πολιτική και έστρεψε το βλέμμα του στο εσωτερικό του βασιλείου, προκειμένου να φέρει την ειρήνη και την ευημερία στα εδάφη του. Τα πρωτοποριακά διατάγματά του σκαλίζονταν τώρα σε βράχους και στήλες στα μήκη και τα πλάτη της αυτοκρατορίας για να μπορούν όλοι να γίνουν συμμέτοχοι.
Τα Έδικτα κήρυτταν τη θρησκευτική ελευθερία και την ανεκτικότητα σε κάθε πίστη και δόγμα, την ίδια ώρα που οι αξιωματούχοι του διατάσσονταν ευθέως να λαμβάνουν ειδική μέριμνα για τους φτωχούς, τους κατατρεγμένους και τους ηλικιωμένους. Μέσω των φωτισμένων διαταγμάτων, ο Ασόκα έφτιαξε κέντρα υγείας και ευεξίας για ανθρώπους και ζώα(!), καλούσε τα παιδιά να σέβονται τους γονείς τους, τους πολίτες να σέβονται τους ηλικιωμένους κ.ο.κ.
Οι στύλοι με τις επιγραφές στα ελληνικά και τα αραμαϊκά καλούσαν τον λαό να είναι γενναιόδωρος, την ίδια ώρα που προέβλεπαν τη φύτευση δέντρων με βρώσιμους καρπούς αλλά και τη διάνοιξη πηγαδιών κατά μήκος των δρόμων, ώστε να βρίσκουν σκιά, φαγητό και πόσιμο νερό οι ταξιδιώτες. Παρά τις καινοτόμες διακηρύξεις του, δεν έγιναν όλα τα διάταγμά του δεκτά με ενθουσιασμό, καθώς πολλοί ξεβολεύτηκαν με το μεταρρυθμιστικό όραμα του αυτοκράτορα.
Όπως οι βραχμάνοι μοναχοί, για παράδειγμα, που έβλεπαν ως απειλή στη θρησκεία τους την απαγόρευση των θυσιών ζώων. Κυνηγοί και ψαράδες ενοχλήθηκαν επίσης με τους όρους που τέθηκαν στο κυνήγι της άγριας ζωής, κάνοντας τον Ασόκα να συνειδητοποιήσει πως ό,τι κι αν έκανε, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει όλο τον λαό του.
Ο αυτοκράτορας έκανε επίσης ό,τι περνούσε από το χέρι του για να προωθήσει τη διάδοση του βουδισμού στα αχανή του εδάφη, παραμένοντας ένας από τους μεγαλύτερους ιεραπόστολους της θρησκείας. Βουδιστικές αποστολές όργωναν τώρα το βασίλειο, ναοί στήνονταν στα μήκη και τα πλάτη του (κάπου 84.000 ναοί και προσκυνήματα) και οι διδασκαλίες του βουδισμού γίνονταν πράξη στα ανώτατα κλιμάκια.
Ο Ασόκα έκανε κάποια στιγμή τον βουδισμό επίσημη θρησκεία του τεράστιου βασιλείου του, παρά τη μικρή απήχηση που φαινόταν να έχουν οι διδασκαλίες του Βούδα στα πέρατα της Ινδίας. Κανείς δεν ξέρει αν η μεταστροφή του στον βουδισμό ήταν γνήσια ή αν αντιθέτως τον χρησιμοποίησε ως όχημα κοινωνικής αλλαγής και ειρηνικής συνύπαρξης, εγκαθιδρύοντας πάντως ένα ανεκτικό κεντρικό σύστημα που φαινόταν να έχει απήχηση στα τόσα διαφορετικά έθνη που αποτελούσαν το βασίλειό του.
Οι ιστορικοί λένε ότι ο Ασόκα έκανε για τον βουδισμό στην Ινδία ό,τι ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος για τον χριστιανισμό στην Ευρώπη και η Δυναστεία των Χαν για τον κομφουκιανισμό στην Κίνα: τον μετέτρεψε σε επίσημη θρησκεία των εδαφών του, βάζοντας τις βάσεις για την παγκόσμια κατόπιν εξάπλωσή του. Παρά το γεγονός ότι μετά το τέλος του (και το τέλος της δυναστείας του) ο βουδισμός πέθανε λίγο πολύ στην Ινδία, οι βάσεις είχαν τεθεί για την εξάπλωσή του έξω από τη χώρα και κυρίως στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ασία.
Οι εγχάρακτες με τις βουδιστικές γραφές στήλες του υπενθυμίζουν ακόμα και σήμερα τι έκανε ο Ασόκα για το πνευματικό κίνημα που αποτελεί πλέον μια από τις πολυπληθέστερες θρησκείες του κόσμου. Ταυτοχρόνως, ο Ασόκα ο Μέγας πέρασε στα ιστορικά κιτάπια ως ηγεμόνας που κατόρθωσε να ενώσει πολιτισμικά για πρώτη φορά ολόκληρη την Ινδία, δημιουργώντας αυτό που αποκαλούμε σήμερα ινδικό πολιτισμό. Τα πρώτα λίθινα μνημεία τον ινδικού πολιτισμού χρονολογούνται από τη βασιλεία του.
Ο πολυχρονεμένος Ασόκα παραμένει ένας από τους πιο ένδοξους βασιλείς της ιστορίας της Ινδίας, διαδραματίζοντας κεφαλαιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής της ταυτότητας. Πέθανε πιθανότατα το 232 π.Χ., έχοντας κυβερνήσει την αχανή αυτοκρατορία του για 36 χρόνια, περνώντας από το μοχθηρό και το ανηλεές στο φωτισμένο και το καλοκάγαθο!
Ο βουδιστικός μύθος ισχυρίζεται ότι το σώμα του καιγόταν για εφτά μερόνυχτα, καθώς παραμένει η δεύτερη σημαντικότερη προσωπικότητα του βουδισμού, πίσω μόνο από τον ίδιο τον Βούδα. Μετά τον θάνατό του, η Δυναστεία των Μαουρία άντεξε άλλα πενήντα χρόνια, καλύπτοντας πια όλη την ινδική χερσόνησο. Ο Ασόκα ο Μέγας είχε επίσης πολλές γυναίκες και αναρίθμητα παιδιά, αν και τα ονόματά τους χάθηκαν στα βάθη του χρόνου.
O Τροχός του Ασόκα με τις 24 ακτίνες (Ασόκα Τσάκρα), που ο ίδιος ονόμαζε «Τροχό του Ντάρμα» και φιγούραρε τόσο στον περίφημο Στύλο του Ασόκα όσο και το Κιονόκρανο με Λιοντάρια του Ασόκα, υιοθετήθηκε ως σύμβολο από το ινδικό κράτος και φιγουράρει έκτοτε πάνω στη σημαία της χώρας, όντας το επίσημο εθνόσημο της Ινδίας μετά την ανεξαρτησία της…