Η Σπηλιά του Δράκου στην Καστοριά που έχει τη φήμη ότι «έκρυβε» έναν.. δράκο! [Βίντεο]
Η Σπηλιά του Δράκου στην Καστοριά είναι ένα από τα πιο σύγχρονα σπήλαια των Βαλκανίων, εξοπλισμένη με τα πιο σύγχρονα συστήματα ανακύκλωσης του αέρα και διατήρησης της ισορροπίας του κλίματος.
Για αιώνες αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο για τους κατοίκους της πόλης, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη πως στην είσοδό του στεκόταν ένας… αγριεμένος δράκος.
Ο λαογράφος Δ. Γιαννούσης ( Ακρόπολη, 11-7-54) περιγράφει:
«Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς.
Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Ή’ ή Ι’ αιώνας) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά.. Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός παρουσιάστηκε.
Επηκολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαριστίαι ανεπέμφθησαν στον Πάνα. Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλειψιν οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους.
Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : Εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανοιώσει. Οι πιο θαρετοί έσκυψαν και επήραν λάσπη και εγέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…»
Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Καστοριάς στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες.
Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά.
Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια.
Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.
Η ύπαρξη του σπηλαίου δεν φαίνεται να ήταν γνωστή έως τα νεώτερα χρόνια. Στις γραπτές μαρτυρίες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και στις παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες.
Πιθανολογείται ότι ή είσοδος του σπηλαίου μέχρι κάποια εποχή δεν ήταν ορατή λόγω προσχώσεων, αλλά και λόγω ότι η παραλίμνια διαδρομή ήταν δύσβατη και προσπελάσιμη μόνο από την λίμνη.
Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, άνθρωποι με περιβαλλοντικές ευαισθησίες στην δεκαετία του ‘40, την εποχή που διανοίχτηκε και ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του.
Την εποχή αυτή καταγράφεται και ο μύθος γύρω από τον «Δράκο» της σπηλιάς απ’ όπου και το όνομά της.
Για αιώνες αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο για τους κατοίκους της πόλης, καθώς κυκλοφορούσε η φήμη πως στην είσοδό του στεκόταν ένας… αγριεμένος δράκος.
Ο λαογράφος Δ. Γιαννούσης ( Ακρόπολη, 11-7-54) περιγράφει:
«Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς.
Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Ή’ ή Ι’ αιώνας) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο. Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά.. Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός παρουσιάστηκε.
Επηκολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης. Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαριστίαι ανεπέμφθησαν στον Πάνα. Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες. Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλειψιν οξυγόνου. Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους.
Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει : Εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανοιώσει. Οι πιο θαρετοί έσκυψαν και επήραν λάσπη και εγέμισαν τους κόρφους τους. Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν. Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…»
Το σπήλαιο βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Καστοριάς στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας. Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι (20) μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο.
Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά (7) υπόγειες λίμνες, δέκα (10) αίθουσες, πέντε (5) διαδρόμους – σήραγγες.
Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες. Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά.
Η θερμοκρασία εντός του Σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18Οc, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.
Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου ή αρκούδας των σπηλαίων (Ursus Speleaus). Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια.
Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης. Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά. Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.
Η ύπαρξη του σπηλαίου δεν φαίνεται να ήταν γνωστή έως τα νεώτερα χρόνια. Στις γραπτές μαρτυρίες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και στις παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες.
Πιθανολογείται ότι ή είσοδος του σπηλαίου μέχρι κάποια εποχή δεν ήταν ορατή λόγω προσχώσεων, αλλά και λόγω ότι η παραλίμνια διαδρομή ήταν δύσβατη και προσπελάσιμη μόνο από την λίμνη.
Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, άνθρωποι με περιβαλλοντικές ευαισθησίες στην δεκαετία του ‘40, την εποχή που διανοίχτηκε και ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του.
Την εποχή αυτή καταγράφεται και ο μύθος γύρω από τον «Δράκο» της σπηλιάς απ’ όπου και το όνομά της.