Οι βιβλιοθήκες της αρχαίας Ελλάδας
Σε μια χώρα που γεννήθηκε το πνεύμα της επιστήμης και η φιλοσοφία, που η τέχνη έφτασε στο αποκορύφωμα της, που το θέατρο αποτέλεσε σχολείο υψηλού επιπέδου για όλες τις ηλικίες, σε μια χώρα που δεν υπήρξε πόλη χωρίς θέατρο – μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία του πολιτισμού – δεν θα ήταν δυνατό να μην έχουν υπάρξει και αγαπηθεί και οι βιβλιοθήκες. Υπήρχαν βιβλιοθήκες στις αρχαίες Ελληνικές πόλεις; Εκτός από σποραδικές περιπτώσεις, οι αρχαίοι συγγραφείς δεν αναφέρονται στο θέμα αυτό. Υπάρχουν όμως, ευτυχώς, επιγραφικές πηγές που έρχονται να συμπληρώσουν το κενό.
Οι αρχαίοι Έλληνες που τόσο καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα, ήταν επόμενο να εκτιμήσουν την επινόηση και τη χρήση του αλφαβήτου σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Σοφοκλής να βάλει στη χαμένη τραγωδία του «Αμφιάραος» ένα ηθοποιό να σχηματίζει με κινήσεις του χορού τα γράμματα, ενώ σε άλλη τραγωδία επίσης χαμένη – του Αθηναίου Καλλία, 24 μέλη χορού υποδύονταν τα ισάριθμα γράμματα του αλφάβητου, χαρακτηριστική άλλωστε της γοητείας που είχε στους αρχαίους Έλληνες η χρήση των γραμμάτων είναι και η ωδή του Πινδάρου στο γράμμα Σ.
Από χρόνους παλαιότατους πρώτοι οι τύραννοι ενδιαφέρθηκαν για τη διάδοση των ομηρικών επών, τα οποία φρόντισαν να περισυλλέξουν και να διασώσουν. Σ’ αυτούς ακριβώς τους χρόνους και μάλιστα στη διάρκεια της τυραννίδας, στην Αθήνα, του Πεισιστράτου, πρέπει να τοποθετηθεί και η ίδρυση των πρώτων βιβλιοθηκών στην Ελλάδα.
Όταν γίνεται λόγος για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα, η σκέψη μας ανατρέχει συνήθως στις γνωστές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και ίσως το πολύ – πολύ στις βιβλιοθήκες του Πανταίνου και του Αδριανού στην Αθήνα.
Αλλά τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες Ελληνικές πόλεις, όχι μόνο του μητροπολιτικού αλλά και του αποικιακού Ελληνισμού, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών, για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε εκτός από την ύπαρξή τους. Την ύπαρξη αυτών των βιβλιοθηκών βεβαιώνουν περισσότερο επιγραφικές και λιγότερο φιλολογικές πηγές.
Την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Αθήνα μαρτυρεί ο ιστορικός Πολύβιος μνημονεύοντας τον επίσης αρχαίο ιστορικό Τίμαιο. Λέει δηλαδή ο Πολύβιος ότι, όταν ο Τίμαιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, για να αποφύγει την πίεση του τυράννου Αγαθοκλή, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε 50 (!) χρόνια ερευνώντας τις βιβλιοθήκες της πόλης του Κέκροπα. Από άλλες σποραδικές πληροφορίες που βρίσκονται σε φιλολογικές πάλι πηγές συμπεραίνεται ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών στον εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας ελληνισμό.
Συγκεκριμένα στην Ασία είχαν βιβλιοθήκες οι Ελληνικές πόλεις Έφεσος, Μίλητος, Αλικαρνασσός, Ηράκλεια του Πόντου, Κνίδος, Μύλασα, Νύσσα, Πέργαμος, Πριήνη, Προύσα, Σινώπη, Σμύρνη, Τέως, Αντιόχεια, Αφροδισιάδα, Καισαρεία, Ταρσός. Μαγνησία του Μαιάνδρου, Μαγνησία Σιπύλου, Ιασός, Θυάτειρα, Άσσος και Λάμψακος.
Ανάλογες βιβλιοθήκες πρέπει να είχαν και οι ελληνικές αποικίες στη Δύση και στα παράλια της Β. Αφρικής. Κατά κάποια περίεργη όμως σύμπτωση δεν μνημονεύεται στις σωζόμενες επιγραφικές και φιλολογικές πηγές βιβλιοθήκη άλλη πλην εκείνης των Συρακουσών.
Στην κυρίως Ελλάδα δεν υπήρχε πόλη χωρίς βιβλιοθήκη ή τουλάχιστον χωρίς δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών πόλεων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας γράφτηκαν από τον Έλληνα Αρτέμωνα, που καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Ο Αρτέμων έγραψε δύο τέτοια συγγράμματα, που είχαν τίτλους «Περί βιβλίων συναγωγής» και «Περί βιβλίων χρήσεως».
ΒIΒΛIΟΘΗΚΕΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Όπως προαναφέρθηκε από τη διήγηση του Πολύβιου για τον Τιμαίο εξάγεται έμμεσα το συμπέρασμα ότι στο «κλεινό άστυ» υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών. Ωστόσο, οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύ λίγες.
Η παλαιότερη βιβλιοθήκη στην Αθήνα ανάγεται στους χρόνους του Πεισιστράτου, ο οποίος εκτός του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την περισυλλογή και για την ταξινόμηση των Ομηρικών Επών, ίδρυσε πρώτος στην Αθήνα και δημόσια βιβλιοθήκη. Οι Αθηναίοι την επαύξησαν αργότερα με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα.
Όταν ο Ξέρξης κυρίευσε την Αθήνα, το 480 π.χ, λεηλάτησε τη βιβλιοθήκη του Πεισιστράτου και μετέφερε τα συγγράμματά της στην Περσία. Αλλά στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου ο Σέλευκος, ο Νικάνωρ, κατόρθωσε να ανεύρει τα συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Πεισιστράτου και να τα ξαναστείλει στην Αθήνα.
Στην πόλη της Παλλάδας υπήρξε ονομαστή βιβλιοθήκη και κατά τους χρόνους του Δημητρίου, του Φαληρέα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο για τα βιβλία. Ο Παυσανίας μνημονεύει την ίδρυση στην Αθήνα βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Στην ίδρυση της βιβλιοθήκης αυτής αναφέρεται και ο Ευσέβιος.
Η βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα ήταν πλούσια, επιβλητική και πολυτελής. Τα ερείπια και το μέγεθός της εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη του χώρου της, που βρίσκεται στο τέλος της οδού Αιόλου.
Από αρχαίες πηγές επιγραφικές, που επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές του χώρου της Αγοράς των κλασικών χρόνων είναι γνωστή η ύπαρξη, στον επίσημο αυτό χώρο, της βιβλιοθήκης του Πανταίνου. Πρόκειται για 2 επιγραφές που αναφέρονται η μία στην ίδρυση και η άλλη στη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης. Η πρώτη επιγραφή αναγράφει:
«Αθηνά Πυλιάδι … Αθηναίων ο ιερεύ Μουσών φιλοσόφων Τ. Φλάβιος Πάνταινος Φλαβίου Μενάνδρου διαδόχου υιός τας έξω στοάς, το περίστυλον, την βιβλιοθήκην μετά των βιβλίων, τον εν αυτοίς πάντα κόσμον, εκ των ιδιων … ανέθηκε.»
Η άλλη επιγραφή. που αποτελούσε μέρος του κανονισμού της βιβλιοθήκης αναγράφει:
«Βιβλίον ουκ εξενεχθησεται επεί ωμόσαμεν ανοιγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».
Η επιγραφή του 1ου αι.π.χ., που έχει δημοσιευτεί στο Inscriptiones Graecae ΙΙ, 1029. μας πληροφορεί για την ύπαρξη και λειτουργία και άλλης βιβλιοθήκης στην Αθήνα, γνωστής ως «εν Πτολεμαίω», ενώ η επιγραφή Ι.G.11.1009 προσφέρει ένδειξη ότι υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοθήκη.
Βιβλιοθήκες άλλων πόλεων στη μητροπολιτική Ελλάδα.
Εκτός από τις βιβλιοθήκες στην Αττική, υπήρχαν βιβλιοθήκες. όπως φαίνεται από σποραδικές πάντα πληροφορίες, τόσο στις φιλολογικές πηγές όσο και στις επιγραφικές και στις εξής πόλεις: Στους Δελφούς, όπως διαπιστώνεται από δελφική επιγραφή, η οποία αναφέρει ίδρυση βιβλιοθήκης από το Κοινό των Αμφικτυόνων (Bulletin de Correspodance Hellenique. 20, 1896, σ. 720), αλλά και στην Επίδαυρο υπήρχε βιβλιοθήκη, η οποία είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό.
Επίσης, έχει βρεθεί επιγραφή στη νήσο Δήλο, η οποία μνημονεύει οίκημα Ανδρίων, όπου υπήρχε συλλογή των έργων του ποιητή Αλκαίου. Εκτός από τη Δήλο είχαν βιβλιοθήκες και τα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος.
Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Ρόδο διαπιστώνεται πάλι επιγραφικά από απόσπασμα καταλόγου που περιείχε γύρω στα 50 συγγράμματα. Μεταξύ τους αναφέρονται και 2 συγγράμματα με τους τίτλους «Προς Ευαγόραν κυπριακών» (αντίγραφα δύο) «Αλεξάνδρω Εγκώμιον» (αντίγραφο ένα) και «περί της Αθήνησι Νομοθεσίας» (αντίγραφα πέντε).
Για βιβλιοθήκη στη Σάμο δεν σώζεται καμία πληροφορία στις επιγραφικές πηγές. Ο συγγραφέας ωστόσο των δειπνοσοφιστών Αθηναίος, ο οποίος συχνότερα από κάθε άλλον αρχαίο συγγραφέα αναφέρεται στις βιβλιοθήκες και σε βιβλιόφιλους, κάνοντας λόγο για τους Έλληνες εκείνους που είχαν γίνει διάσημοι στον αρχαίο κόσμο εξαιτίας των Πλούσιων βιβλιοθηκών τους, αναφέρει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, τον Αθηναίο Ευκλείδη, το γνωστό Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο, τον Νικοκράτη, τον Κύπριο, τους βασιλιάδες της Περγάμου Απάλους και Ευμένηδες, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Θεόφραστο και τον Νηλέα, ο οποίος απέκτησε τα βιβλία που περιείχαν οι βιβλιοθήκες των δύο τελευταίων μεγάλων ανδρών, δηλαδή του περίφημου Σταγειρίτη φιλόσοφου και τον διάδοχό του στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, Θεόφραστον.
Βιβλιοθήκη στην Κω αναφέρει επιγραφή (δημοσιευμένη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, 59. 1935, σ. 421-425) η οποία περιέχει τα ονόματα των δωρητών της βιβλιοθήκης.
Μεταξύ αυτών αναφέρονται και ο Διοκλής και ο γιος του Απολλόδωρος, που από κοινού πρόσφεραν τη δαπάνη για την ανέγερση του κτιρίου της βιβλιοθήκης, καθώς και για την αγορά 100 βιβλίων. Αναφέρονται, επίσης ο Εκαταίος ως δωρητής 200 συγγραμμάτων, ο Αγησίας ως δωρητής 200 δραχμών, ο Ξενοκλής που δώρισε 200 δραχμές και 100 βιβλία και άλλοι δωρητές,
Στην Κρήτη υπήρχε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους βιβλιοθήκη δίπλα στο παλάτι της Κνωσού, όπως διαπιστώνεται από θραύσμα επιγραφής, που μνημονεύει τη βιβλιοθήκη αυτή. Στην Κύπρο αναφέρονται επίσης βιβλιοθήκες, τόσο από τον Αθήναιο όσο και από επιγραφή που μνημονεύει «επιμελητήν βιβλιοφυλακίου».
Με βεβαιότητα διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στη Σπάρτη από φιλολογικές πηγές, ενώ από επιγραφικές πηγές συμπεραίνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μεσσηνία. Από άλλη φιλολογική πηγή είναι γνωστή και η λειτουργία βιβλιοθήκης στην πόλη των Πατρών.
Όσον αφορά στη Β. Ελλάδα, πρέπει να υπήρχε βιβλιοθήκη στην Πέλλα. Από αυτή φαίνεται ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος έφερε στη Ρώμη τον πρώτο μεγάλο αριθμό ελληνικών συγγραμμάτων, μετά τη νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.
Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στην Πέλλα, που πρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούσε και ο Μ. Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, μας θυμίζει το σχετικό ενδιαφέρον που έδειξε ο νεαρός βασιλιάς με τη διαταγή που έδωσε μετά την κατάληψη της Περσίας, να ερευνηθούν τα ιερά περσικά βιβλία και όσα αναφέρονταν στη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωργία και την αστρονομία να μεταφράζονταν στην ελληνική γλώσσα και να αποστέλλονταν στην Αλεξάνδρεια. Από άλλη, τέλος, αναθηματική επιγραφή της Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε στο B.C.H., 57,1933, σ. 316320, διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στην πόλη των Φιλίππων.
Αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες που μπορούμε να επισημάνουμε από ενδείξεις φιλολογικές και επιγραφικές, δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής.
Τα συγγράμματά της μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, περιήλθαν στην ευθύνη του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα συγγράμματα του Θεοφράστου, μαζί με τα βιβλία του Αριστοτέλη, περιήλθαν στους σωκρατικούς φιλοσόφους Έραστο, Κορίσκο και στο γιο του Κορισκου, Νηλέα. Ο Νηλέας, μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, κληρονόμησε τα βιβλία των δύο δασκάλων του και τα μετέφερε στην πόλη Σκήψη της Μ. Ασίας.
Μετά το θάνατο του Νηλέα περιήλθαν σε ιδιώτες που τα είχαν αταξινόμητα και κατάκλειστα. Όταν οι τελευταίοι έμαθαν για το ζήλο, με τον οποίο οι βασιλιάδες της Περγάμου συγκέντρωναν βιβλία, τα έκρυψαν σε υπόγεια κρύπτη, όπου φθάρηκαν από την υγρασία και τα σκουλήκια. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν σ’ αυτή την κατάσταση στον Απελλικώντα την Τηιο, ο οποίος, κατά τον Στράβωνα, ήταν «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος».
Για να αποκαταστήσει αυτός τα καταστραμμένα συγγράμματα, τα αντέγραψε εκ νέου ξαναγράφοντας από την αρχή ολόκληρα μέρη τους κι έτσι τα εξέδωσε γεμάτα λάθη. Κατά τον Αθήναιο, ωστόσο ο Νηλέας πούλησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου στον Πτολεμαιο, τον Φιλάδελφο και έτσι αποτέλεσαν αργότερα το πρότυπο για την οργάνωση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Μετά το θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας μετέφερε τα βιβλία του στη Ρώμη (Πλουτάρχου, Σύλλας 26,1-2).
Εκτός από τις δημόσιες βιβλιοθήκες υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και πολλές ιδιωτικές. Ιδιωτική βιβλιοθήκη αξιόλογη είχε ο Ευριπίδης, καθώς και ο σύγχρονος του Πλάτωνα φιλόσοφος Μενέδημος, από την Ερέτρια. Ο Ισοκράτης (Αιγηνιτικός, 5) αναφέρεται σε κάποιο Θράσυλλο, που είχε σπουδαία συλλογή συγγραμμάτων περί μαντικής. Ο Πλούταρχος, τέλος, στη βιογραφία του Ζήνωνα, περιγράφει κατάστημα πωλητού βιβλίων στην Αθήνα, όπου οι πελάτες ερευνούσαν ή διάβαζαν τα συγγράμματα, όπως γινόταν και στις βιβλιοθήκες.
Γραφικές ύλες.
Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης.
Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη.
Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου (Ι.G.Α.321και322). Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου. Άλλη χάλκινη πινακίδα βρέθηκε στην Ολυμπία με χαραγμένο επάνω τις ένα κείμενο συνθήκης, που έγινε μεταξύ Ηλείων και αντιπάλων τους.
Χαράζονταν ακόμη επιγραφές πάνω σε πήλινες πλάκες (επί κεράμου), σε δέρματα, σε θαλασσινά όστρακα και σε οστά. Αλλά και πάνω σε ελάσματα χρυσού χαράσσονταν κείμενα, όπως π.χ. στα ορφικά χρυσά πλακίδια, τα γνωστά τόσο από την Κρήτη όσο και από την Ιταλία.
Ως καθαρή όμως, Ελληνική επινόηση μπορούν να θεωρηθούν οι ξύλινες πινακίδες, οι επαλειμμένες με κερί. Οι πινακίδες αυτές επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους, γι’αυτό και τις χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαθητές για εξάσκηση.
Όλες αυτές οι πληροφορίες προκύπτουν από τη μελέτη των φιλολογικών και των επιγραφικών πηγών. Από τις επιγραφές έχουμε και την πληροφορία ότι οι βιβλιοθηκάριοι των αρχαίων ελληνικών βιβλιοθηκών ονομάζονταν γραμματείς και επιμελητές των βιβλιοφυλακίων. [Αναδημοσίευση από το περιοδικό Αρχαιολογία
Επ. Βρανόπουλου -Δρα Ιστορικού – Αρχαιολόγου
Οι αρχαίοι Έλληνες που τόσο καλλιέργησαν τις τέχνες και τα γράμματα, ήταν επόμενο να εκτιμήσουν την επινόηση και τη χρήση του αλφαβήτου σε τέτοιο σημείο, ώστε ο Σοφοκλής να βάλει στη χαμένη τραγωδία του «Αμφιάραος» ένα ηθοποιό να σχηματίζει με κινήσεις του χορού τα γράμματα, ενώ σε άλλη τραγωδία επίσης χαμένη – του Αθηναίου Καλλία, 24 μέλη χορού υποδύονταν τα ισάριθμα γράμματα του αλφάβητου, χαρακτηριστική άλλωστε της γοητείας που είχε στους αρχαίους Έλληνες η χρήση των γραμμάτων είναι και η ωδή του Πινδάρου στο γράμμα Σ.
Από χρόνους παλαιότατους πρώτοι οι τύραννοι ενδιαφέρθηκαν για τη διάδοση των ομηρικών επών, τα οποία φρόντισαν να περισυλλέξουν και να διασώσουν. Σ’ αυτούς ακριβώς τους χρόνους και μάλιστα στη διάρκεια της τυραννίδας, στην Αθήνα, του Πεισιστράτου, πρέπει να τοποθετηθεί και η ίδρυση των πρώτων βιβλιοθηκών στην Ελλάδα.
Όταν γίνεται λόγος για βιβλιοθήκες στην αρχαία Ελλάδα, η σκέψη μας ανατρέχει συνήθως στις γνωστές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας, της Περγάμου και ίσως το πολύ – πολύ στις βιβλιοθήκες του Πανταίνου και του Αδριανού στην Αθήνα.
Αλλά τόσο στην Αθήνα όσο και στις άλλες Ελληνικές πόλεις, όχι μόνο του μητροπολιτικού αλλά και του αποικιακού Ελληνισμού, υπήρξε ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών, για τις οποίες δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτε εκτός από την ύπαρξή τους. Την ύπαρξη αυτών των βιβλιοθηκών βεβαιώνουν περισσότερο επιγραφικές και λιγότερο φιλολογικές πηγές.
Την ύπαρξη βιβλιοθηκών στην Αθήνα μαρτυρεί ο ιστορικός Πολύβιος μνημονεύοντας τον επίσης αρχαίο ιστορικό Τίμαιο. Λέει δηλαδή ο Πολύβιος ότι, όταν ο Τίμαιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις Συρακούσες, για να αποφύγει την πίεση του τυράννου Αγαθοκλή, κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε 50 (!) χρόνια ερευνώντας τις βιβλιοθήκες της πόλης του Κέκροπα. Από άλλες σποραδικές πληροφορίες που βρίσκονται σε φιλολογικές πάλι πηγές συμπεραίνεται ότι υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών στον εκτός της μητροπολιτικής Ελλάδας ελληνισμό.
Συγκεκριμένα στην Ασία είχαν βιβλιοθήκες οι Ελληνικές πόλεις Έφεσος, Μίλητος, Αλικαρνασσός, Ηράκλεια του Πόντου, Κνίδος, Μύλασα, Νύσσα, Πέργαμος, Πριήνη, Προύσα, Σινώπη, Σμύρνη, Τέως, Αντιόχεια, Αφροδισιάδα, Καισαρεία, Ταρσός. Μαγνησία του Μαιάνδρου, Μαγνησία Σιπύλου, Ιασός, Θυάτειρα, Άσσος και Λάμψακος.
Ανάλογες βιβλιοθήκες πρέπει να είχαν και οι ελληνικές αποικίες στη Δύση και στα παράλια της Β. Αφρικής. Κατά κάποια περίεργη όμως σύμπτωση δεν μνημονεύεται στις σωζόμενες επιγραφικές και φιλολογικές πηγές βιβλιοθήκη άλλη πλην εκείνης των Συρακουσών.
Στην κυρίως Ελλάδα δεν υπήρχε πόλη χωρίς βιβλιοθήκη ή τουλάχιστον χωρίς δημόσιο αρχείο, συμπεριλαμβανομένων και των πιο μικρών πόλεων. Και είναι χαρακτηριστικό ότι τα πρώτα συγγράμματα βιβλιοθηκονομίας γράφτηκαν από τον Έλληνα Αρτέμωνα, που καταγόταν από την Κασσάνδρεια. Ο Αρτέμων έγραψε δύο τέτοια συγγράμματα, που είχαν τίτλους «Περί βιβλίων συναγωγής» και «Περί βιβλίων χρήσεως».
Όπως προαναφέρθηκε από τη διήγηση του Πολύβιου για τον Τιμαίο εξάγεται έμμεσα το συμπέρασμα ότι στο «κλεινό άστυ» υπήρχε μεγάλος αριθμός βιβλιοθηκών. Ωστόσο, οι σχετικές πληροφορίες είναι πολύ λίγες.
Η παλαιότερη βιβλιοθήκη στην Αθήνα ανάγεται στους χρόνους του Πεισιστράτου, ο οποίος εκτός του ενδιαφέροντος που εκδήλωσε για την περισυλλογή και για την ταξινόμηση των Ομηρικών Επών, ίδρυσε πρώτος στην Αθήνα και δημόσια βιβλιοθήκη. Οι Αθηναίοι την επαύξησαν αργότερα με μεγάλη επιμέλεια και φροντίδα.
Όταν ο Ξέρξης κυρίευσε την Αθήνα, το 480 π.χ, λεηλάτησε τη βιβλιοθήκη του Πεισιστράτου και μετέφερε τα συγγράμματά της στην Περσία. Αλλά στα χρόνια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου ο Σέλευκος, ο Νικάνωρ, κατόρθωσε να ανεύρει τα συγγράμματα της βιβλιοθήκης του Πεισιστράτου και να τα ξαναστείλει στην Αθήνα.
Στην πόλη της Παλλάδας υπήρξε ονομαστή βιβλιοθήκη και κατά τους χρόνους του Δημητρίου, του Φαληρέα, που έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και ζήλο για τα βιβλία. Ο Παυσανίας μνημονεύει την ίδρυση στην Αθήνα βιβλιοθήκης από τον αυτοκράτορα Αδριανό. Στην ίδρυση της βιβλιοθήκης αυτής αναφέρεται και ο Ευσέβιος.
Η βιβλιοθήκη του Αδριανού στην Αθήνα ήταν πλούσια, επιβλητική και πολυτελής. Τα ερείπια και το μέγεθός της εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη του χώρου της, που βρίσκεται στο τέλος της οδού Αιόλου.
Από αρχαίες πηγές επιγραφικές, που επιβεβαιώθηκαν και από τις ανασκαφές του χώρου της Αγοράς των κλασικών χρόνων είναι γνωστή η ύπαρξη, στον επίσημο αυτό χώρο, της βιβλιοθήκης του Πανταίνου. Πρόκειται για 2 επιγραφές που αναφέρονται η μία στην ίδρυση και η άλλη στη λειτουργία αυτής της βιβλιοθήκης. Η πρώτη επιγραφή αναγράφει:
«Αθηνά Πυλιάδι … Αθηναίων ο ιερεύ Μουσών φιλοσόφων Τ. Φλάβιος Πάνταινος Φλαβίου Μενάνδρου διαδόχου υιός τας έξω στοάς, το περίστυλον, την βιβλιοθήκην μετά των βιβλίων, τον εν αυτοίς πάντα κόσμον, εκ των ιδιων … ανέθηκε.»
Η άλλη επιγραφή. που αποτελούσε μέρος του κανονισμού της βιβλιοθήκης αναγράφει:
«Βιβλίον ουκ εξενεχθησεται επεί ωμόσαμεν ανοιγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».
Η επιγραφή του 1ου αι.π.χ., που έχει δημοσιευτεί στο Inscriptiones Graecae ΙΙ, 1029. μας πληροφορεί για την ύπαρξη και λειτουργία και άλλης βιβλιοθήκης στην Αθήνα, γνωστής ως «εν Πτολεμαίω», ενώ η επιγραφή Ι.G.11.1009 προσφέρει ένδειξη ότι υπήρχε και στον Πειραιά βιβλιοθήκη.
Εκτός από τις βιβλιοθήκες στην Αττική, υπήρχαν βιβλιοθήκες. όπως φαίνεται από σποραδικές πάντα πληροφορίες, τόσο στις φιλολογικές πηγές όσο και στις επιγραφικές και στις εξής πόλεις: Στους Δελφούς, όπως διαπιστώνεται από δελφική επιγραφή, η οποία αναφέρει ίδρυση βιβλιοθήκης από το Κοινό των Αμφικτυόνων (Bulletin de Correspodance Hellenique. 20, 1896, σ. 720), αλλά και στην Επίδαυρο υπήρχε βιβλιοθήκη, η οποία είχε αφιερωθεί στο θεό Ασκληπιό.
Επίσης, έχει βρεθεί επιγραφή στη νήσο Δήλο, η οποία μνημονεύει οίκημα Ανδρίων, όπου υπήρχε συλλογή των έργων του ποιητή Αλκαίου. Εκτός από τη Δήλο είχαν βιβλιοθήκες και τα νησιά Σάμος, Ρόδος, Κως, Κρήτη και Κύπρος.
Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Ρόδο διαπιστώνεται πάλι επιγραφικά από απόσπασμα καταλόγου που περιείχε γύρω στα 50 συγγράμματα. Μεταξύ τους αναφέρονται και 2 συγγράμματα με τους τίτλους «Προς Ευαγόραν κυπριακών» (αντίγραφα δύο) «Αλεξάνδρω Εγκώμιον» (αντίγραφο ένα) και «περί της Αθήνησι Νομοθεσίας» (αντίγραφα πέντε).
Για βιβλιοθήκη στη Σάμο δεν σώζεται καμία πληροφορία στις επιγραφικές πηγές. Ο συγγραφέας ωστόσο των δειπνοσοφιστών Αθηναίος, ο οποίος συχνότερα από κάθε άλλον αρχαίο συγγραφέα αναφέρεται στις βιβλιοθήκες και σε βιβλιόφιλους, κάνοντας λόγο για τους Έλληνες εκείνους που είχαν γίνει διάσημοι στον αρχαίο κόσμο εξαιτίας των Πλούσιων βιβλιοθηκών τους, αναφέρει τον τύραννο της Σάμου Πολυκράτη, τον Αθηναίο Ευκλείδη, το γνωστό Αθηναίο τύραννο Πεισίστρατο, τον Νικοκράτη, τον Κύπριο, τους βασιλιάδες της Περγάμου Απάλους και Ευμένηδες, τον Αριστοτέλη, τον Ευριπίδη, τον Θεόφραστο και τον Νηλέα, ο οποίος απέκτησε τα βιβλία που περιείχαν οι βιβλιοθήκες των δύο τελευταίων μεγάλων ανδρών, δηλαδή του περίφημου Σταγειρίτη φιλόσοφου και τον διάδοχό του στη διεύθυνση της Περιπατητικής Σχολής, Θεόφραστον.
Βιβλιοθήκη στην Κω αναφέρει επιγραφή (δημοσιευμένη στο Bulletin de Correspondance Hellenique, 59. 1935, σ. 421-425) η οποία περιέχει τα ονόματα των δωρητών της βιβλιοθήκης.
Μεταξύ αυτών αναφέρονται και ο Διοκλής και ο γιος του Απολλόδωρος, που από κοινού πρόσφεραν τη δαπάνη για την ανέγερση του κτιρίου της βιβλιοθήκης, καθώς και για την αγορά 100 βιβλίων. Αναφέρονται, επίσης ο Εκαταίος ως δωρητής 200 συγγραμμάτων, ο Αγησίας ως δωρητής 200 δραχμών, ο Ξενοκλής που δώρισε 200 δραχμές και 100 βιβλία και άλλοι δωρητές,
Στην Κρήτη υπήρχε κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους βιβλιοθήκη δίπλα στο παλάτι της Κνωσού, όπως διαπιστώνεται από θραύσμα επιγραφής, που μνημονεύει τη βιβλιοθήκη αυτή. Στην Κύπρο αναφέρονται επίσης βιβλιοθήκες, τόσο από τον Αθήναιο όσο και από επιγραφή που μνημονεύει «επιμελητήν βιβλιοφυλακίου».
Με βεβαιότητα διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στη Σπάρτη από φιλολογικές πηγές, ενώ από επιγραφικές πηγές συμπεραίνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης στη Μεσσηνία. Από άλλη φιλολογική πηγή είναι γνωστή και η λειτουργία βιβλιοθήκης στην πόλη των Πατρών.
Όσον αφορά στη Β. Ελλάδα, πρέπει να υπήρχε βιβλιοθήκη στην Πέλλα. Από αυτή φαίνεται ότι ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος έφερε στη Ρώμη τον πρώτο μεγάλο αριθμό ελληνικών συγγραμμάτων, μετά τη νίκη του επί του βασιλιά της Μακεδονίας Περσέα.
Η ύπαρξη βιβλιοθήκης στην Πέλλα, που πρέπει να υποθέσουμε ότι χρησιμοποιούσε και ο Μ. Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, μας θυμίζει το σχετικό ενδιαφέρον που έδειξε ο νεαρός βασιλιάς με τη διαταγή που έδωσε μετά την κατάληψη της Περσίας, να ερευνηθούν τα ιερά περσικά βιβλία και όσα αναφέρονταν στη φιλοσοφία, την ιατρική, τη γεωργία και την αστρονομία να μεταφράζονταν στην ελληνική γλώσσα και να αποστέλλονταν στην Αλεξάνδρεια. Από άλλη, τέλος, αναθηματική επιγραφή της Μακεδονίας, που δημοσιεύτηκε στο B.C.H., 57,1933, σ. 316320, διαπιστώνεται ύπαρξη βιβλιοθήκης και στην πόλη των Φιλίππων.
Αναφερόμενοι στις βιβλιοθήκες που μπορούμε να επισημάνουμε από ενδείξεις φιλολογικές και επιγραφικές, δεν θα έπρεπε να παραλείψουμε και τη βιβλιοθήκη της Περιπατητικής Σχολής.
Τα συγγράμματά της μετά το θάνατο του Αριστοτέλη, περιήλθαν στην ευθύνη του διαδόχου του Θεοφράστου. Τα συγγράμματα του Θεοφράστου, μαζί με τα βιβλία του Αριστοτέλη, περιήλθαν στους σωκρατικούς φιλοσόφους Έραστο, Κορίσκο και στο γιο του Κορισκου, Νηλέα. Ο Νηλέας, μαθητής του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, κληρονόμησε τα βιβλία των δύο δασκάλων του και τα μετέφερε στην πόλη Σκήψη της Μ. Ασίας.
Μετά το θάνατο του Νηλέα περιήλθαν σε ιδιώτες που τα είχαν αταξινόμητα και κατάκλειστα. Όταν οι τελευταίοι έμαθαν για το ζήλο, με τον οποίο οι βασιλιάδες της Περγάμου συγκέντρωναν βιβλία, τα έκρυψαν σε υπόγεια κρύπτη, όπου φθάρηκαν από την υγρασία και τα σκουλήκια. Οι απόγονοί τους τα πούλησαν σ’ αυτή την κατάσταση στον Απελλικώντα την Τηιο, ο οποίος, κατά τον Στράβωνα, ήταν «φιλόβιβλος μάλλον ή φιλόσοφος».
Για να αποκαταστήσει αυτός τα καταστραμμένα συγγράμματα, τα αντέγραψε εκ νέου ξαναγράφοντας από την αρχή ολόκληρα μέρη τους κι έτσι τα εξέδωσε γεμάτα λάθη. Κατά τον Αθήναιο, ωστόσο ο Νηλέας πούλησε τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου στον Πτολεμαιο, τον Φιλάδελφο και έτσι αποτέλεσαν αργότερα το πρότυπο για την οργάνωση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Μετά το θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας μετέφερε τα βιβλία του στη Ρώμη (Πλουτάρχου, Σύλλας 26,1-2).
Εκτός από τις δημόσιες βιβλιοθήκες υπήρχαν στην αρχαία Ελλάδα και πολλές ιδιωτικές. Ιδιωτική βιβλιοθήκη αξιόλογη είχε ο Ευριπίδης, καθώς και ο σύγχρονος του Πλάτωνα φιλόσοφος Μενέδημος, από την Ερέτρια. Ο Ισοκράτης (Αιγηνιτικός, 5) αναφέρεται σε κάποιο Θράσυλλο, που είχε σπουδαία συλλογή συγγραμμάτων περί μαντικής. Ο Πλούταρχος, τέλος, στη βιογραφία του Ζήνωνα, περιγράφει κατάστημα πωλητού βιβλίων στην Αθήνα, όπου οι πελάτες ερευνούσαν ή διάβαζαν τα συγγράμματα, όπως γινόταν και στις βιβλιοθήκες.
Όταν ακούει κανείς για γραπτά κείμενα στην αρχαία Ελλάδα, σκέπτεται συνήθως επιγραφές σε μάρμαρο ή συγγράμματα γραμμένα σε παπύρους ή περγαμηνές. Υπήρχαν όμως και κείμενα γραμμένα επί ποικίλης ύλης.
Οι νόμοι του Σόλωνα π.χ. είχαν γραφεί σε ξύλινους κυλίνδρους, που ονομάζονταν «άξονες», καθώς και σε τριγωνόμορφες πινακίδες, τις «κύρβεις» που είχαν στηθεί πάνω στην Ακρόπολη.
Ο Πλίνιος κάνει λόγο για επιγραφές χαραγμένες σε πλάκες μολύβδου, σώθηκε δε και μια πλάκα ανεπίγραφη χαλκού και άλλη σιδήρου (Ι.G.Α.321και322). Ο Ιώσηπος αναφέρει μολύβδινους χάρτες και ο Πλούταρχος ιστορεί ότι η ποιήτρια Αριστομάχη αφιέρωσε στους Δελφούς σύγγραμμα, που είχε μορφή μεταλλικού ειληταρίου. Άλλη χάλκινη πινακίδα βρέθηκε στην Ολυμπία με χαραγμένο επάνω τις ένα κείμενο συνθήκης, που έγινε μεταξύ Ηλείων και αντιπάλων τους.
Χαράζονταν ακόμη επιγραφές πάνω σε πήλινες πλάκες (επί κεράμου), σε δέρματα, σε θαλασσινά όστρακα και σε οστά. Αλλά και πάνω σε ελάσματα χρυσού χαράσσονταν κείμενα, όπως π.χ. στα ορφικά χρυσά πλακίδια, τα γνωστά τόσο από την Κρήτη όσο και από την Ιταλία.
Ως καθαρή όμως, Ελληνική επινόηση μπορούν να θεωρηθούν οι ξύλινες πινακίδες, οι επαλειμμένες με κερί. Οι πινακίδες αυτές επέτρεπαν τη συνεχή επανεγγραφή κειμένων μετά την απόσβεσή τους, γι’αυτό και τις χρησιμοποιούσαν κυρίως οι μαθητές για εξάσκηση.
Όλες αυτές οι πληροφορίες προκύπτουν από τη μελέτη των φιλολογικών και των επιγραφικών πηγών. Από τις επιγραφές έχουμε και την πληροφορία ότι οι βιβλιοθηκάριοι των αρχαίων ελληνικών βιβλιοθηκών ονομάζονταν γραμματείς και επιμελητές των βιβλιοφυλακίων. [Αναδημοσίευση από το περιοδικό Αρχαιολογία
Επ. Βρανόπουλου -Δρα Ιστορικού – Αρχαιολόγου