Έρχεται μπόρα δυνατή, Ανάσταση όμως ακολουθεί!
Ήταν κάποτε μια κόρη…. Από όλες τις άλλες κόρες ήταν η πιο γλυκιά, η πιο ωραία: ήλιος τα μαλλιά της και θάλασσα τα πόδια της. Κατάλευκα βουνά τα στήθη της και πράσινες πεδιάδες η κοιλιά της. Δεν ήταν πολύ ψηλή, αλλά όσο μπόι της έλλειπε τόσο θράσος και τσαγανό κουβαλούσε. Πρώτη στο γλέντι, στον καυγά και μάστορας στην πονηριά. Μα και την ίδια στιγμή, πονόψυχη πολύ όταν κάποιος ζητούσε τη βοήθειά της και εργάτισσα σκληρή όταν έπρεπε. Έκανε πολλά παιδιά, κι όλα σαν την μάνα: ατίθασα, λίγο πονηρά, ψυχωμένα, φωνακλάδικα, θαρραλέα, λίγο τρελά μα καλόψυχα, πονόψυχα και πάνω από όλα τρυφερά.
Όλα τους αγαπούσανε την μάνα τους πολύ, κι όλα θα πέθαιναν γι’ αυτήν. Ζούσαν για την Δόξα, την Τιμή και την Οικογένειά τους, όλα τ’ άλλα τους αδέλφια, μεγαλύτερα και μικρότερα, πρότερα και μεταγενέστερα.
Η μάνα τους έδωσε διάφορα ονόματα, κάθ’ όνομα και χάρη, ξεχωριστή στην ανθρώπινη την πλάση.
Κάποιον τον είπε Περικλή και έχτισε μια πόλη. Άλλον τον είπε Θεμιστοκλή και ήταν ναυτικός. Άλλον τον έλεγαν Σωκράτη και δίδαξε πολλούς, άλλον Αριστοτέλη και Πλατωνή και φώτισαν λαούς. Άλλον τον είπανε Πραξιτέλη και άλλον Φειδία και ήταν καλλιτέχνες, άλλον Αισχύλο, Σοφοκλή, Αριστοφάνη και Ευριπίδη και ήταν ποιητές. Ο Θαλής, ο Σωσιγένης κι ο Ευκλείδης ήταν μαθηματικοί και βάλαν αριθμούς στη φύση, κατανόησαν τους ουρανούς βάζοντας σχήματα στους αριθμούς.
Πολλά παιδιά λατρέψανε τις νίκες κι οδηγήσανε στον πόλεμο πολλούς: ο Αριστείδης με τον Θεμιστοκλή ταπείνωσαν τους Πέρσες. Ο Μιλτιάδης με τον Θεμιστοκλή, μονίμως στα μαχαίρια ενώ ο Επαμεινώνδας κι ο Πελοπίδας πήρανε την Θήβα ένα χωριό και την κάναν οχυρό!
Ο Λεωνίδας και τρεις εκατοντάδες κράτησαν χιλιάδες μόνο με το δόρυ, και ο Οδυσσέας πιο παλιά, με το μυαλό μονάχα κατέκτησε μια πόλη!
Τον Αλέξανδρο τον είπαν Μέγα γιατί κατέκτησε τα πάντα, ήτανε δεν ήτανε κοντά τριάντα!
Μα και τα νεότερα παιδιά, δόξα λαμπρή στην Πατρίδα, συνέχεια χαρίζαν!
Ο Κωνσταντίνος ήταν Άγιος και Μέγας, την μάνα ένωσε με τον Χριστό και ευλόγησε το σπιτικό.
Ο Ιουστινιανός ο Αυτοκράτωρ πρόσθεσε την αίγλη, ο Βατάτζης αγίασε το στέμμα, κι ο Κωνσταντίνος ο τελευταίος, έγραψε τον θρύλο μ’ αίμα.
Χιλιάδες Αγίασαν, πολλαπλάσιοι Μαρτυρήσανε κι εκατομμύρια άλλοι αίμα, πόνο και νιάτα χαρίσαν, μα Πίστη και Πατρίδα ποτέ δεν παραδώσαν. Ο Αη-Κοσμάς μόρφωσε δύο κράτη και ο Μακρυγιάννης εδίδαξε της πατρίδας την αγάπη!
Ο Καποδίστριας οργάνωσε τα πάντα, μετά από τετρακόσια χρόνια. Ο Θεόδωρος και ο Γιώργης πάνω σ’ ένα άλογο νυχτώνανε για τη Λευτεριά, κι ο Αθανάσιος μια σούβλα επροτίμησε από την σκλαβιά. Ο Κανάρης με την Μπουμπουλίνα πνίξανε πολλούς, Πατρίδα και Πίστη ετιμήσαν αντί για τα αργυρία, ενώ ο Παύλος ο Μελάς πέθανε για τη Μακεδονία.
Ο Ίων ο Δραγούμης λάτρεψε Ελλάδα, κι ο Ελευθέριος την οραματίστηκε μέχρι την Ανκάρα.
Όλα της Ελλάδος τα παιδιά, λέοντες, τίγρεις και αετοί!
Πότε δεν υποχωρήσανε, ποτέ δεν σταματήσαν μήτε και λυγίσαν. Πόλεμο δεν χάσανε, όπλα δεν αφήσαν, πνεύμα δεν λυγίσαν.
Της κόρης τα παιδιά, δεν ήταν γατάκια ούτε σαύρες με ουρά. Λάσπη δεν γνωρίσαν γιατί δεν γλυστρίσανε σε αυτήν. Με δύναμη πατούσαν απάνω στη γη και από ψηλά πετούσανε σαν σταυραετοί.
Άγγελοι συνόδευαν τα φτερά τους, και φωτιά ξερνούσε η ματιά τους.
Δεν είχαν σκύψει σε κανέναν κι ούτε υποχώρηση χαρίσαν, μόνο αίμα. Από παλιά μαθαίνανε Tιμή, Πίστη και Πατρίδα. Αθανασία προτιμούσαν παρά το βόλεμα και τη διπλωματία.
Τα χρόνια όμως περάσανε και οι αετοί προσγειωθήκανε, αφήσαν τις χιονοκορφές και με έτοιμη τροφή αποζημειωθήκανε. Οι τίγρεις μπήκαν στις σπηλιές και με φαγητό πολύ γεμίσαν τις κοιλιές. Οι λέοντες ξαπόστασαν και παραδώσανε τα σκήπτρα, στις επόμενες γενιές με απαράβατη εντολή να σέβονται το «εν τούτω νίκα».
Είπανε πως κάνανε πολλά και πρέπει να αλλάξουν, πως τα παλιά με τόσα που γενήκανε δεν πειράζει να ξεχάσουν.
Τότε τους πείσανε οι οχτροί ότι η μάνα γέρασε πολύ, είναι άρρωστη και θέλει γιατρειά, να πάει σε γιατρούς να την κάνουνε καλά. Πως ξέρουν οι γιατροί τι φάρμακα να δώσουν, ας κάτσουν τα παιδιά στην άκρη να την σώσουν.
Η μάνα είπαν πάσχει από «Τεμπελίαση» και «Ανατολισμό», είναι οπισθοδρομική και πρέπει να αναλάβουν πιο σοφοί, με κύρος και σωστό σχεδιασμό, να την κάνουν πάλι νέα με στυλ Ευρωπαϊκό! Φέρανε πολλούς με «σοβαρότητα» πολύ, ότι είναι, είπαν, ειδικοί στην πρόοδο και στον εκσυγχρονισμό!
Στην αρχή βάλανε άρχοντα που ‘ρθε από την Γαλλία, κι ας μιλούσε είπανε ψευδά και λίγο αστεία.
Μετά δώσανε τη θεραπεία στον Αντρέα που χε επαναστατικό πουλόβερ, μεγάλη ιδέα και μια ροπή στην εξωγαμία, λεφτά θα χάριζε πολλά κι ας ήτανε κλεμμένα και από δανεικά ταμεία. Μετά ανέλαβαν γιατροί που τους λέγαν «Κώστα»: Στην αρχή ένας ψηλός από την Κρήτη, κι ας νομίζαν οι πιο πολλοί πως ήταν από τη .. Ρουμανία. Μετά ένας κοντός από τη Γερμανία, αυτός που πούλησε εδάφη, σημαία και έφερε ένα νέο «φάρμακο» που το λέγανε Ευρώ. Μετά έναν άλλον που έτρωγε σουβλάκια αλλά ήταν από τζάκι, είπανε, παραδοσιακό!
Ήρθε μετά ο Γιώργος ο μωρός που δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά έκανε απροκάλυπτα τα πάντα, να χαρίσει σ’ όλους αιώνια ευθανασία. Μετά απ’ αυτόν ένας συμμαθητής που τον λένε Αντώνη, του πρώτου το σχέδιο εκτελεί και το ονομάζει «ευημερία».
Μαζί με αυτούς, γιατρουδάκια πολλά, μαθητευόμενοι μάγοι που κάνουν πειράματα και τα ονομάζουνε σωτηρία. Αδιαφορούν για την πατρίδα, το μόνο που τους μέλει είναι μια καρέκλα και να χουν κουστωδία. Αρπάζουν ότι μπορούν από την περιουσία της πατρίδας, να βεβηλώσουν ότι μπορούν να πεθάνει γρήγορα η μάνα, για να μην έρθει η τιμωρία.
Άλλοι πάλι σιγοντάρουν, κρατούν μικρόφωνο και τους γιατρούς δοξάζουν. Έχουν κι αυτοί πολύ συμφέρον από το μεδούλι της μάνας της γριάς, κοκκαλάκια να αρπάζουν, με λίγα συμβιβάζονται οι πονηροί!
Αυτά είδαν οι οχτροί και λένε θα πεθάνει, ζωή η μάνα δεν έχει πια πολύ, όπου να’ναι τα μέλη της θα μοιράσουμε και νέα σύνορα θα χαράξουμε. Ας πάρουμε κομμάτια, λένε, ο καθένας ό,τι μπορεί, τα παιδιά δεν είναι όπως παλιά κι αλλού έχουνε τα μάτια. Χαζέψανε οι Έλληνες θαρρούν, δεν είναι όπως παλιά, από αξιοπρέπεια και Τιμή, αρκούνται πια σε ξεροκόμματα και σόου στην Τιβί.
Μαζεύτηκαν οι γύπες, τα πεινασμένα όρνια, ο καθένας δική του γλώσσα ομιλεί κι όλοι μαζί απ’ ένα κομμάτι από την πατρίδα ονειρεύονται οι δειλοί. Θράκη, Ήπειρος, Μακεδονία, Αιγαίο, Κρήτη, Κύπρος και νησιά, αλίμονο Ελλάδα, δεν σου αφήσαν ούτε μια χαρά.
Όπου να’ ναι, νάτη πεθαίνει η πατρίδα, τα παιδιά της δεν υπάρχουν πια, τον Χριστό τον διώξαμε, ζήτω το Ισλάμ. Τουρκία, Αμερική και Γερμανία σκυλεύουν ότι βρουν, έτσι ορίσανε να γίνει τα παιδιά του Αβραάμ.
Κάνουνε ήδη γιορτή στην μνήμη της Ελλάδας, αυτή η ρημάδα μάνα να μην υπάρξει πια, ούτε γλώσσα αν’ είναι δυνατόν σ’ εκείνη τη γωνιά.
Μα κάνουνε ένα λάθος σοβαρό τα όρνια τα πολλά, τους οδηγεί η λαιμαργία και η πολύ αλαζονεία. Υπάρχει ένα μυστικό που δεν ξέρουν πολλοί, ένα στοιχείο μοναδικό στου κάθε Έλληνα το αίμα. Είναι μια δύναμη μυστική που τα μάτια τα φλογίζει και την καρδιά πάντα τη ζεσταίνει, υπάρχει ρίζα δυνατή που έχει ατέρμονη σοδειά και βγάζει συνέχεια λέοντες, τίγρεις και αγέρωχα σκυλιά.
Υπάρχει δέντρο ευλογημένο απ’ ευθείας από το Θεό που όσα σχέδια κι αν κάνουν της μάνας οι εχθροί, πάντα ανάμεσα στους γιους θα υπάρχει δύναμη που άνεμος σηκώνεται με δύναμη σφοδρή.
Τέτοιον Τιτάνα δεν θα ξαναδούν της μάνας οι εχθροί και οι υπάλληλοι ψευτο-γιατροί, αλίμονο στην ώρα εκείνη που ο τυφώνας θα τους βρει. Διότι την ώρα που θα νομίσουνε πως όλα πια τελιώσαν, τότε θα δουν η μήτρα πως ξερνά Λεβέντες και Αητούς, πως γίνονται οι Θερμοπύλες και Ιστορία γράφεται σε πάπυρους χρυσούς.
Ο Έλληνας δεν πεθαίνει, πολλοί το σχεδιάζουνε χιλιάδες χρόνια συνεχώς, προσπαθούν τη φλόγα του να σβήσουν πάντα ανεπιτυχώς.
Σύντομα θα δεις, αγαπητέ μου αδελφέ, αίμα πορφυρό στις φλέβες πως υπάρχει νικητή, πως η πατρίδα από ψηλά βλογλήθηκε και στη Δόξα της Ελλάδος σφραγίδα μπήκε Βασιλική.
Λίγο κουράγιο κάνε και μην σε πολύ-νοιάζει, άσε τα δικά τους οι οχτροί να λένε και με τους ντόπιους τους να τα συμφωνάνε. Μέτρα να βρεις τις ρίζες σου εντός, βάλε τις αξίες τις παλιές στην ψυχή εμπρός, κι άσε τ’ άλλα να τα κανονήσει ο ίδιος ο Θεός.
Πίστη να χεις δυνατή αγαπητέ μου αδελφέ, και σύντομα τελειώνει η δοκιμασία αυτή, έρχεται η Άνοιξη και μαζί γιορτή. Λίγες κακουχίες μείνανε – ίσως και βαριές – μα είναι σύντομες πολύ και γρήγορα περαστικές. Μια μπόρα θα ναι δυνατή, μα αμέσως μετά Ανάσταση ακολουθεί!
Θυμίσου όσα σου’ πα, αξία εσύ πρεσβεύεις, αθάνατες ψυχές μέσα μας κατοικούν για να μας οδηγούν, πως έχουμε όνομα βαρύ και ισχυρή καταγωγή και σύντομα η λάμψη μας θ’ αστράψει σαν την Ανατολή.
Θα δεις Πατρίδα μεγάλη, πλούσια και τρανή, κι εκεί που όλα είχανε τελιώσει, θα δεις πως θ’ ανοίξουνε οι Ουρανοί. Έλληνες και Άγγελοι θα ενωθούν, Πατρίδα και Θεό θα υμνούν κι η Ελλάδα έως τ’ άστρα θ’ ακουστεί.
Κι η Πατρίδα η μικρή, η πολύ ταπεινωμένη, εκείνη που νεκρή την θέλουνε και τα παιδιά της σκλάβους σε παζάρια εμπορικά, θα διδάξει πάλι σε λαούς θρησκεία, πολιτισμό και ανθρωπιά!
Όλα τους αγαπούσανε την μάνα τους πολύ, κι όλα θα πέθαιναν γι’ αυτήν. Ζούσαν για την Δόξα, την Τιμή και την Οικογένειά τους, όλα τ’ άλλα τους αδέλφια, μεγαλύτερα και μικρότερα, πρότερα και μεταγενέστερα.
Η μάνα τους έδωσε διάφορα ονόματα, κάθ’ όνομα και χάρη, ξεχωριστή στην ανθρώπινη την πλάση.
Κάποιον τον είπε Περικλή και έχτισε μια πόλη. Άλλον τον είπε Θεμιστοκλή και ήταν ναυτικός. Άλλον τον έλεγαν Σωκράτη και δίδαξε πολλούς, άλλον Αριστοτέλη και Πλατωνή και φώτισαν λαούς. Άλλον τον είπανε Πραξιτέλη και άλλον Φειδία και ήταν καλλιτέχνες, άλλον Αισχύλο, Σοφοκλή, Αριστοφάνη και Ευριπίδη και ήταν ποιητές. Ο Θαλής, ο Σωσιγένης κι ο Ευκλείδης ήταν μαθηματικοί και βάλαν αριθμούς στη φύση, κατανόησαν τους ουρανούς βάζοντας σχήματα στους αριθμούς.
Πολλά παιδιά λατρέψανε τις νίκες κι οδηγήσανε στον πόλεμο πολλούς: ο Αριστείδης με τον Θεμιστοκλή ταπείνωσαν τους Πέρσες. Ο Μιλτιάδης με τον Θεμιστοκλή, μονίμως στα μαχαίρια ενώ ο Επαμεινώνδας κι ο Πελοπίδας πήρανε την Θήβα ένα χωριό και την κάναν οχυρό!
Ο Λεωνίδας και τρεις εκατοντάδες κράτησαν χιλιάδες μόνο με το δόρυ, και ο Οδυσσέας πιο παλιά, με το μυαλό μονάχα κατέκτησε μια πόλη!
Τον Αλέξανδρο τον είπαν Μέγα γιατί κατέκτησε τα πάντα, ήτανε δεν ήτανε κοντά τριάντα!
Μα και τα νεότερα παιδιά, δόξα λαμπρή στην Πατρίδα, συνέχεια χαρίζαν!
Ο Κωνσταντίνος ήταν Άγιος και Μέγας, την μάνα ένωσε με τον Χριστό και ευλόγησε το σπιτικό.
Ο Ιουστινιανός ο Αυτοκράτωρ πρόσθεσε την αίγλη, ο Βατάτζης αγίασε το στέμμα, κι ο Κωνσταντίνος ο τελευταίος, έγραψε τον θρύλο μ’ αίμα.
Χιλιάδες Αγίασαν, πολλαπλάσιοι Μαρτυρήσανε κι εκατομμύρια άλλοι αίμα, πόνο και νιάτα χαρίσαν, μα Πίστη και Πατρίδα ποτέ δεν παραδώσαν. Ο Αη-Κοσμάς μόρφωσε δύο κράτη και ο Μακρυγιάννης εδίδαξε της πατρίδας την αγάπη!
Ο Καποδίστριας οργάνωσε τα πάντα, μετά από τετρακόσια χρόνια. Ο Θεόδωρος και ο Γιώργης πάνω σ’ ένα άλογο νυχτώνανε για τη Λευτεριά, κι ο Αθανάσιος μια σούβλα επροτίμησε από την σκλαβιά. Ο Κανάρης με την Μπουμπουλίνα πνίξανε πολλούς, Πατρίδα και Πίστη ετιμήσαν αντί για τα αργυρία, ενώ ο Παύλος ο Μελάς πέθανε για τη Μακεδονία.
Ο Ίων ο Δραγούμης λάτρεψε Ελλάδα, κι ο Ελευθέριος την οραματίστηκε μέχρι την Ανκάρα.
Όλα της Ελλάδος τα παιδιά, λέοντες, τίγρεις και αετοί!
Πότε δεν υποχωρήσανε, ποτέ δεν σταματήσαν μήτε και λυγίσαν. Πόλεμο δεν χάσανε, όπλα δεν αφήσαν, πνεύμα δεν λυγίσαν.
Της κόρης τα παιδιά, δεν ήταν γατάκια ούτε σαύρες με ουρά. Λάσπη δεν γνωρίσαν γιατί δεν γλυστρίσανε σε αυτήν. Με δύναμη πατούσαν απάνω στη γη και από ψηλά πετούσανε σαν σταυραετοί.
Άγγελοι συνόδευαν τα φτερά τους, και φωτιά ξερνούσε η ματιά τους.
Δεν είχαν σκύψει σε κανέναν κι ούτε υποχώρηση χαρίσαν, μόνο αίμα. Από παλιά μαθαίνανε Tιμή, Πίστη και Πατρίδα. Αθανασία προτιμούσαν παρά το βόλεμα και τη διπλωματία.
Τα χρόνια όμως περάσανε και οι αετοί προσγειωθήκανε, αφήσαν τις χιονοκορφές και με έτοιμη τροφή αποζημειωθήκανε. Οι τίγρεις μπήκαν στις σπηλιές και με φαγητό πολύ γεμίσαν τις κοιλιές. Οι λέοντες ξαπόστασαν και παραδώσανε τα σκήπτρα, στις επόμενες γενιές με απαράβατη εντολή να σέβονται το «εν τούτω νίκα».
Είπανε πως κάνανε πολλά και πρέπει να αλλάξουν, πως τα παλιά με τόσα που γενήκανε δεν πειράζει να ξεχάσουν.
Τότε τους πείσανε οι οχτροί ότι η μάνα γέρασε πολύ, είναι άρρωστη και θέλει γιατρειά, να πάει σε γιατρούς να την κάνουνε καλά. Πως ξέρουν οι γιατροί τι φάρμακα να δώσουν, ας κάτσουν τα παιδιά στην άκρη να την σώσουν.
Η μάνα είπαν πάσχει από «Τεμπελίαση» και «Ανατολισμό», είναι οπισθοδρομική και πρέπει να αναλάβουν πιο σοφοί, με κύρος και σωστό σχεδιασμό, να την κάνουν πάλι νέα με στυλ Ευρωπαϊκό! Φέρανε πολλούς με «σοβαρότητα» πολύ, ότι είναι, είπαν, ειδικοί στην πρόοδο και στον εκσυγχρονισμό!
Στην αρχή βάλανε άρχοντα που ‘ρθε από την Γαλλία, κι ας μιλούσε είπανε ψευδά και λίγο αστεία.
Μετά δώσανε τη θεραπεία στον Αντρέα που χε επαναστατικό πουλόβερ, μεγάλη ιδέα και μια ροπή στην εξωγαμία, λεφτά θα χάριζε πολλά κι ας ήτανε κλεμμένα και από δανεικά ταμεία. Μετά ανέλαβαν γιατροί που τους λέγαν «Κώστα»: Στην αρχή ένας ψηλός από την Κρήτη, κι ας νομίζαν οι πιο πολλοί πως ήταν από τη .. Ρουμανία. Μετά ένας κοντός από τη Γερμανία, αυτός που πούλησε εδάφη, σημαία και έφερε ένα νέο «φάρμακο» που το λέγανε Ευρώ. Μετά έναν άλλον που έτρωγε σουβλάκια αλλά ήταν από τζάκι, είπανε, παραδοσιακό!
Ήρθε μετά ο Γιώργος ο μωρός που δεν μπορούσε να μιλήσει, αλλά έκανε απροκάλυπτα τα πάντα, να χαρίσει σ’ όλους αιώνια ευθανασία. Μετά απ’ αυτόν ένας συμμαθητής που τον λένε Αντώνη, του πρώτου το σχέδιο εκτελεί και το ονομάζει «ευημερία».
Μαζί με αυτούς, γιατρουδάκια πολλά, μαθητευόμενοι μάγοι που κάνουν πειράματα και τα ονομάζουνε σωτηρία. Αδιαφορούν για την πατρίδα, το μόνο που τους μέλει είναι μια καρέκλα και να χουν κουστωδία. Αρπάζουν ότι μπορούν από την περιουσία της πατρίδας, να βεβηλώσουν ότι μπορούν να πεθάνει γρήγορα η μάνα, για να μην έρθει η τιμωρία.
Άλλοι πάλι σιγοντάρουν, κρατούν μικρόφωνο και τους γιατρούς δοξάζουν. Έχουν κι αυτοί πολύ συμφέρον από το μεδούλι της μάνας της γριάς, κοκκαλάκια να αρπάζουν, με λίγα συμβιβάζονται οι πονηροί!
Αυτά είδαν οι οχτροί και λένε θα πεθάνει, ζωή η μάνα δεν έχει πια πολύ, όπου να’ναι τα μέλη της θα μοιράσουμε και νέα σύνορα θα χαράξουμε. Ας πάρουμε κομμάτια, λένε, ο καθένας ό,τι μπορεί, τα παιδιά δεν είναι όπως παλιά κι αλλού έχουνε τα μάτια. Χαζέψανε οι Έλληνες θαρρούν, δεν είναι όπως παλιά, από αξιοπρέπεια και Τιμή, αρκούνται πια σε ξεροκόμματα και σόου στην Τιβί.
Μαζεύτηκαν οι γύπες, τα πεινασμένα όρνια, ο καθένας δική του γλώσσα ομιλεί κι όλοι μαζί απ’ ένα κομμάτι από την πατρίδα ονειρεύονται οι δειλοί. Θράκη, Ήπειρος, Μακεδονία, Αιγαίο, Κρήτη, Κύπρος και νησιά, αλίμονο Ελλάδα, δεν σου αφήσαν ούτε μια χαρά.
Όπου να’ ναι, νάτη πεθαίνει η πατρίδα, τα παιδιά της δεν υπάρχουν πια, τον Χριστό τον διώξαμε, ζήτω το Ισλάμ. Τουρκία, Αμερική και Γερμανία σκυλεύουν ότι βρουν, έτσι ορίσανε να γίνει τα παιδιά του Αβραάμ.
Κάνουνε ήδη γιορτή στην μνήμη της Ελλάδας, αυτή η ρημάδα μάνα να μην υπάρξει πια, ούτε γλώσσα αν’ είναι δυνατόν σ’ εκείνη τη γωνιά.
Μα κάνουνε ένα λάθος σοβαρό τα όρνια τα πολλά, τους οδηγεί η λαιμαργία και η πολύ αλαζονεία. Υπάρχει ένα μυστικό που δεν ξέρουν πολλοί, ένα στοιχείο μοναδικό στου κάθε Έλληνα το αίμα. Είναι μια δύναμη μυστική που τα μάτια τα φλογίζει και την καρδιά πάντα τη ζεσταίνει, υπάρχει ρίζα δυνατή που έχει ατέρμονη σοδειά και βγάζει συνέχεια λέοντες, τίγρεις και αγέρωχα σκυλιά.
Υπάρχει δέντρο ευλογημένο απ’ ευθείας από το Θεό που όσα σχέδια κι αν κάνουν της μάνας οι εχθροί, πάντα ανάμεσα στους γιους θα υπάρχει δύναμη που άνεμος σηκώνεται με δύναμη σφοδρή.
Τέτοιον Τιτάνα δεν θα ξαναδούν της μάνας οι εχθροί και οι υπάλληλοι ψευτο-γιατροί, αλίμονο στην ώρα εκείνη που ο τυφώνας θα τους βρει. Διότι την ώρα που θα νομίσουνε πως όλα πια τελιώσαν, τότε θα δουν η μήτρα πως ξερνά Λεβέντες και Αητούς, πως γίνονται οι Θερμοπύλες και Ιστορία γράφεται σε πάπυρους χρυσούς.
Ο Έλληνας δεν πεθαίνει, πολλοί το σχεδιάζουνε χιλιάδες χρόνια συνεχώς, προσπαθούν τη φλόγα του να σβήσουν πάντα ανεπιτυχώς.
Σύντομα θα δεις, αγαπητέ μου αδελφέ, αίμα πορφυρό στις φλέβες πως υπάρχει νικητή, πως η πατρίδα από ψηλά βλογλήθηκε και στη Δόξα της Ελλάδος σφραγίδα μπήκε Βασιλική.
Λίγο κουράγιο κάνε και μην σε πολύ-νοιάζει, άσε τα δικά τους οι οχτροί να λένε και με τους ντόπιους τους να τα συμφωνάνε. Μέτρα να βρεις τις ρίζες σου εντός, βάλε τις αξίες τις παλιές στην ψυχή εμπρός, κι άσε τ’ άλλα να τα κανονήσει ο ίδιος ο Θεός.
Πίστη να χεις δυνατή αγαπητέ μου αδελφέ, και σύντομα τελειώνει η δοκιμασία αυτή, έρχεται η Άνοιξη και μαζί γιορτή. Λίγες κακουχίες μείνανε – ίσως και βαριές – μα είναι σύντομες πολύ και γρήγορα περαστικές. Μια μπόρα θα ναι δυνατή, μα αμέσως μετά Ανάσταση ακολουθεί!
Θυμίσου όσα σου’ πα, αξία εσύ πρεσβεύεις, αθάνατες ψυχές μέσα μας κατοικούν για να μας οδηγούν, πως έχουμε όνομα βαρύ και ισχυρή καταγωγή και σύντομα η λάμψη μας θ’ αστράψει σαν την Ανατολή.
Θα δεις Πατρίδα μεγάλη, πλούσια και τρανή, κι εκεί που όλα είχανε τελιώσει, θα δεις πως θ’ ανοίξουνε οι Ουρανοί. Έλληνες και Άγγελοι θα ενωθούν, Πατρίδα και Θεό θα υμνούν κι η Ελλάδα έως τ’ άστρα θ’ ακουστεί.
Κι η Πατρίδα η μικρή, η πολύ ταπεινωμένη, εκείνη που νεκρή την θέλουνε και τα παιδιά της σκλάβους σε παζάρια εμπορικά, θα διδάξει πάλι σε λαούς θρησκεία, πολιτισμό και ανθρωπιά!