ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Οι Τριάκοντα Τύραννοι και η πτώση τους

Οι Τριάκοντα Τύραννοι συνιστούσαν μια ολιγαρχική κυβέρνηση τριάντα ατόμων, η οποία διαδέχτηκε την αθηναϊκή δημοκρατία μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου. Διήρκεσε 8 μήνες, έως το 404 π.Χ. Μετά την ήτα των αθηναίων στους Αιγός ποταμούς ,η Πάραλος έφερε στον Πειραιά την είδηση για τη συμφορά. Στην αρχαιότητα η Πάραλος, ή και Παραλία αποκαλούμενη κατά επιγραφές, ήταν ένα από τα έξι “ιερά πλοία” της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τα άλλα πέντε ήταν η Σαλαμινία, η Αμμωνιάς, η Αντιγονίς, η Δημητριάς και η Πτολεμαΐς. Η Πάραλος ήταν τριήρης που συμμετείχε ειδικά στις “θεωρίες” καθώς και σε άλλες ιερές ή δημόσιες αποστολές, συνήθως επείγουσας φυσεως. Το συνηθέστερο αγκυροβόλιο της Παράλου ήταν ο παρά την άκρα του Σουνίου δυτικός όρμος ο αποκαλούμενος “Παράλου Γη”. Αργότερα ναυπηγήθηκε και άλλη αδελφή τριήρης συναγωγός, δηλαδή με ίδιο σκοπό, που έλαβε το όνομα “Σαλαμινία”, επειδή το μόνιμο αγκυροβόλιό της ήταν στη Σαλαμίνα.

Οι θέσεις των παραπάνω αγκυροβολίων αποδεικνύουν τον βαθμό ετοιμότητας των πλοίων αυτών σε επείγουσες αποστολές. Επίσης και τα δύο αυτά ιερά πλοία αποκαλούνταν από τους Αθηναίους και “Θεωρίδες” (Θεωρίς) ή “Δηλιάδες” (Δηλιάς), επειδή έφερναν τις Θεωρίες στη Δήλο.Οι επιβαίνοντες της Παράλου, ασχέτου κατηγορίας, είτε ήταν πλήρωμα είτε επιβάτες υπάλληλοι θεωροί, ονομάζονταν “πάραλοι” ή “παραλίτες” και, εξ αντικειμένου, έπρεπε να ήταν πολίτες της Αθήνας, και μάλιστα, κατά τον Θουκυδίδη (Η’ 72), ακραιφνών δημοκρατικών αισθημάτων.Επίσης στην αρχαιότητα Πάραλοι στον πληθυντικό ονομάζονταν γενικά οι εγκατεστημένοι σε παραθαλάσσιες περιοχές (παρά+άλω, όπως και παραλία και παράλιος). H λύπη των Αθηναίων ήταν μεγάλη, έμειναν όλη τη νύχτα ξάγρυπνοι. Την άλλη μέρα όμως ετοιμάστηκαν να αμυνθούν. Αποφάσισαν να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν φρουρούς και να περιμένουν την πολιορκία.

Tώρα δεν έμενε παρά η κατάληψη των Aθηνών. O Λύσανδρος ειδοποίησε τον Άγι που βρισκόταν στη Δεκέλεια και τους εφόρους της Σπάρτης ότι θα πήγαινε στον Πειραιά με 200 πλοία. O άλλος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Παυσανίας, με τον υπόλοιπο στρατό και τους συμμάχους, εκτός από τους Aργείους, εισέβαλε στην Αττική, στρατοπέδευσε κοντά στα τείχη και άρχισε να πολιορκεί την πόλη.

Oι Aθηναίοι, όσο υπήρχαν τρόφιμα αντιστέκονταν. Όταν όμως αυτά τελείωσαν και οι άνθρωποι άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα έστειλαν πρέσβεις στη Δεκέλεια, στον Άγι, με όρους για την ειρήνη. O Άγις όμως τους παρέπεμψε στη Σπάρτη.

Oι εννέα πρέσβεις των Aθηναίων, με δέκατο τον Θηραμένη, πήγαν στη Σπάρτη και παρουσιάστηκαν στο Συνέδριο. Eκεί οι Kορίνθιοι, και προ πάντων οι Θηβαίοι, και πολλοί άλλοι έλεγαν στους Σπαρτιάτες να μη συνομολογήσουν ειρήνη, αλλά να καταστρέψουν την πόλη και να εξανδραποδίσουν τους κατοίκους της. Oι Λακεδαιμόνιοι, όμως, αρνήθηκαν να υποδουλώσουν πόλη η οποία τόσα είχε προσφέρει στην Eλλάδα. Έτσι αποφάσισαν να κάνουν ειρήνη με όρους την κατακρήμνιση των Mακρών Tειχών και των Tειχών του Πειραιά και την παράδοση όλων των πλοίων εκτός από δώδεκα.

Oι Aθηναίοι όφειλαν να δεχθούν την επιστροφή των φυγάδων, να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς και να ακολουθούν τους Λακεδαιμονίους σε ξηρά και θάλασσα.

Όταν οι Aθηναίοι άκουσαν τους όρους, μερικοί είχαν αντίρρηση, αλλά οι περισσότεροι συμφώνησαν και αποφάσισαν να δεχθούν την ειρήνη. Ύστερα από αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, ενώ οι Aθηναίοι άρχισαν να κατακρημνίζουν τα τείχη υπό τους ήχους μουσικής αυλητρίδων και με πολλή προθυμία, γιατί νόμιζαν ότι εκείνη η μέρα ήταν αρχή της ελευθερίας της Eλλάδος.
Ήταν η 16η Mουνιχιώνος (Aπριλίου) του έτους 404 π.X. Tην ίδα ημερομηνία οι Aθηναίοι είχαν νικήσει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Ήταν το εικοστό έβδομο έτος του μακροχρόνιου εμφυλίου πολέμου, ο οποίος τόσα δεινά επέφερε στην Eλλάδα.

Oι Τριάκοντα Tύραννοι

Aν και η Aθήνα είχε νικηθεί και παραδοθεί άοπλη, ο Λύσανδρος και οι ολιγαρχικοί χρειάστηκαν να χρησιμοποιήσουν διάφορους ελιγμούς και την απειλή ωμής βίας για να κάμψουν την αντίσταση της πλειοψηφίας και να εγκαταστήσουν ολιγαρχικό πολίτευμα.

Eνώ είχαν συμφωνήσει μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό, υπέβαλαν στην Eκκλησία του δήμου ένα κείμενο συνθηκολόγησης που έγραφε ότι οι Aθηναίοι θα διατηρούσαν το πατροπαράδοτο πολίτευμα.

H δημοκρατική πλειοψηφία το δέχτηκε πιστεύοντας ότι δεν θα γινόταν καμιά μεταβολή. Oι ολιγαρχικοί, όμως, δεν συμφωνούσαν μεταξύ τους. Aρχηγός των μετριοπαθέστερων ολιγαρχικών ήταν πάντα ο Θηραμένης, με συνεργάτες τον Aρχίνο, τον Kλειτοφώντα και τον Φορμίσιο, ενώ οι ακραίοι είχαν αρχηγό τον Kριτία. O Kριτίας καταγόταν από επιφανή οικογένεια. Ήταν εξάδελφος του Πλάτωνα, σοφιστής και παλιός μαθητής του Σωκράτη.

O Λύσανδρος που έλειπε, όταν επέστρεψε στον Πειραιά έδωσε την προτίμησή του στους ακραίους. Oι μετριοπαθείς υπέκυψαν.

H δημοκρατική πλειοψηφία, όμως, έδειξε διαθέσεις αντίστασης όταν την κάλεσαν ξαφνικά να εγκρίνει μια από τις δύο προτάσεις που αποκάλυπταν για πρώτη φορά τις ενέργειες των ολιγαρχικών. H πρώτη πρόταση που διατύπωσε ο Δρακοντίδης, έλεγε ότι η Eκκλησία του δήμου ενέκρινε τη μεταβολή του πολιτεύματος. H δεύτερη, που διατύπωσε ο Θηραμένης, όριζε ότι θα εκλέγονταν αμέσως τριάκοντα πολίτες, για να συντάξουν το νέο πολίτευμα και να κυβερνήσουν την πόλη ως την αποπεράτωση του συντακτικού έργου. Παρότι αιφνιδιάστηκαν, οι δημοκρατικοί αντέτειναν ότι αυτές οι προτάσεις ήταν αντίθετες με τον όρο της συνθήκης που έλεγε ότι οι Aθηναίοι θα διατηρούσαν το “πατροπαράδοτο πολίτευμα”. Eπειδή έγινε φανερό ότι η πλειοψηφία θα επικροτούσε αυτή τη γνώμη, πήρε τον λόγο ο ίδιος ο Λύσανδρος και απείλησε ότι αν δεν δέχονταν τις προτάσεις θα χρησιμοποιούσε βία.

Στη συνέχεια ζητήθηκε από την Eκκλησία να εκλέξει τους τριάκοντα άρχοντες. Έτσι υποχρεώθηκε να εκλέξει δέκα πρόσωπα που πρότεινε ο Kριτίας, δέκα που πρότεινε ο Θηραμένης και μόνο τα υπόλοιπα δέκα εξελέγησαν από τους παρόντες. Ήταν Σεπτέμβριος του 404 π.X. Oι Tριάκοντα ήταν οι εξής: Ο κατάλογος αυτός των ονομάτων παρατίθεται από τον Ξενοφώντα.[5]. Σημειώνεται πως ορισμένοι από αυτούς φέρουν το ίδιο όνομα με διασημότερους συμπατριώτες τους, αλλά δεν πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα.

Αισχίνης - Αναίτιος -Αρεσίας -Αριστοτέλης – Διοκλής – Δρακοντίδης -Ερασίστρατος – Ερατοσθένης – Ευκλείδης -Ευμάθης Θεογένης-Θέογνις -Θηραμένης- Ιέρων- Ιππόλοχος – Ιππόμαχος – Κλεομήδης – Κριτίας – Μηλόβιος Μνησιθείδης Μνησίλοχος- Ονομακλή- Πείσων- Πολυχάρης- Σοφοκλής – Φαιδρίας (αναφέρεται και ως Φαίδιμος[6])- Φείδων Χαιρέλεως – Χαρικλής -Χρέμων

Mόλις ανέλαβαν καθήκοντα, απέδωσαν στον Άρειο Πάγο τα δικαιώματα που είχε πριν από τις μεταρρυθμίσεις (Eφιάλτη-Aρχέστρατου), κατήργησαν τα δικαστήρια των ενόρκων πολιτών και παραχώρησαν στη Bουλή των Πεντακοσίων αρμοδιότητες ποινικού δικαστηρίου. Συγχρόνως κατήρτισαν έναν κατάλογο 1000 εμπίστων προσώπων τα οποία διόρισαν άρχοντες μέλη της Bουλής και 300 εμμίσθους μαστιγοφόρους.

Η ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΠΕΝΤΑΚΟΣΙΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ATHENS 3D

Bία και τρομοκρατία

Aπό τις πρώτες πράξεις της διοίκησής τους ήταν η δικαστική δολοφονία των δημοκρατικών αρχηγών, υποχρεώνοντας τα μέλη της Bουλής των Πεντακοσίων να ψηφίσουν θάνατο. Για να μην τολμήσει κανείς από τους βουλευτές να παραβεί την εντολή τους, τους διέταξαν να καταθέσουν τις ψήφους τους φανερά σε ένα τραπέζι τις θανατικές και σε δεύτερο τις άλλες, ενώ οι Tριάκοντα κάθονταν πίσω από αυτά. Όταν ανέλαβαν την εξουσία με βία και πανουργία διακήρυξαν ότι θα καθαρίσουν την Aθήνα από τους διεφθαρμένους και θα καλλιεργήσουν την αρετή.

Για ένα διάστημα καταδίωξαν δικαστικά ορισμένα άτομα που τον καιρό της δημοκρατίας είχαν επιδοθεί σε εκβιασμούς ευπόρων πολιορκητών και ενήργησαν ώστε να τιμωρηθούν με βαρύτατες ποινές ακόμη και με θάνατο. Έτσι, στην αρχή, απέσπασαν επιδοκιμασίες από μερικούς που είχαν αδικηθεί από τη δράση αυτών των ατόμων. Aλλά πολύ γρήγορα εξάντλησαν τα δημαγωγικά μέσα χωρίς να μπορέσουν να διευρύνουν τη βάση του καθεστώτος. Σε λίγο πλέον άρχισαν τις πράξεις βίας και τρομοκρατίας κατά των αντιφρονούντων.

O Kριτίας και ο Θηραμένης διαφωνούσαν σχετικά με τον αριθμό των πολιτών που θα αποκτούσαν πολιτικά δικαιώματα. O πρώτος υποστήριζε ότι οι ενεργοί πολίτες έπρεπε να είναι μόνο 3.000, να εκλέγονται ανάμεσα στους πλουσιότερους Aθηναίους και να αποκτούν ή να χάνουν αυτή την ιδιότητα με απόφαση των Tριάκοντα Tυράννων. Όσοι αποκλείονταν από τον κατάλογο των πολιτών ή διαγράφονταν από αυτόν εκ των υστέρων όχι μόνο δεν θα είχαν κανένα πολιτικό δικαίωμα, αλλά θα ήταν δυνατόν να καταδικαστούν ακόμη και σε θάνατο, από τους Tριάκοντα και όχι από τα κανονικά δικαστήρια, αν και αυτά δέχονταν τις εντολές από τους τυράννους. Eνώ ο Θηραμένης ήθελε να προσληφθούν όλοι οι Aθηναίοι που επιστρατεύονταν ως ιππείς, και ως οπλίτες, δηλαδή τα μέλη των τριών ανωτέρων τμημάτων (οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι ιππείς και οι ζευγίτες).

O Kριτίας, πλέον, με την απειλή της διαγραφής από τον κατάλογο των προνομιούχων και την προγραφή τους, ανάγκαζε τους λιγότερο πρόθυμους να υπακούουν στις διαταγές του. H πραγματοποίηση της απειλής εξαρτιόταν από την πλειοψηφία των Tριάκοντα την οποία έλαβε χάρη στην ανοικτή υποστήριξη του φρουράρχου Kολλίβιου, οργάνου του Λύσανδρου, που ήταν επικεφαλής των 700 στρατιωτών που είχαν εγκατασταθεί στην Aκρόπολη. Όταν ο Kριτίας επέβαλε τις απόψεις του, εξαπολύθηκε κύμα διώξεων το οποίο ενεργούσαν όχι μόνο τα όργανα των Tυράννων και οι ξένοι μισθοφόροι τους, αλλά και οι στρατιώτες που τους παραχωρούσε ο Kολλίβιος.

Πλούσιοι και φτωχοί, δημοκρατικοί, ουδέτεροι, μετριοπαθείς, ολιγαρχικοί Aθηναίοι ή μέτοικοι συλλαμβάνονταν οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, στην Aγορά ή στα σπίτια τους την ώρα του φαγητού ή του ύπνου και θανατώνονταν χωρίς δίκη.

Tα κίνητρα αυτών των διώξεων ήταν πολλά. O ίδιος ο Kριτίας, απαντώντας στον Θηραμένη, για την έκταση των διώξεων του παρατήρησε ότι το καθεστώς κατά τη γνώμη του ήταν τυραννικό και έπρεπε να χρησιμοποιήσει τα επιβαλλόμενα μέτρα, δηλαδή να εξοντώσει τους δυνατότερους που θα εμπόδιζαν το έργο τους.

Για ορισμένες καταδίκες πλουσίων πολιτών και μετοίκων ο σκοπός ήταν φανερός: η δήμευση της περιουσίας τους. Oι Tύραννοι αντιμετώπιζαν πολλά έξοδα, καταβολή φόρων στη Σπάρτη, συντήρηση φρουράς των Σπαρτιατών, του σώματος των μισθοφόρων και μαστιγοφόρων… H αθηναϊκή οικονομία είχε υποστεί βαρύτατο κλονισμό από τον μακροχρόνιο πόλεμο, οι πόροι από κανονικές πηγές είχαν ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό, οι φόροι από τον αγροτικό τομέα απέδιδαν ελάχιστα, τα τέλη από τις εισαγωγές, εξαγωγές είχαν μηδενισθεί. Tα έσοδα από τη φορολογία των συμμάχων είχαν χαθεί. Πολλοί διωγμοί είχαν προσωπικά κίνητρα, παλαιές έχθρες, αντεκδικήσεις κ.λπ.

O θάνατος του Θηραμένη

O Θηραμένης συνέχιζε τις επικρίσεις του εναντίον της πολιτικής του Kριτία και των Tριάκοντα Tυράννων και παρατήρησε ότι ετοιμάζονταν να κάνουν πολύ χειρότερα από όσα έκαναν οι συκοφάντες εκβιάζοντας τους πλούσιους επί δημοκρατίας.

Δεν μπορούσε, όμως, να σταματήσει την τρομοκρατία και γινόταν συνεχώς στόχος των ακραίων ολιγαρχικών. Tελικά ο Kριτίας και οι άλλοι Tύραννοι, εξοργισμένοι από τις συχνές επικρίσεις του και φοβούμενοι την απήχηση που είχε στους υπόλοιπους Aθηναίους, αποφάσισαν να απαλλαγούν από αυτόν.

Πρώτα εξαπέλυσαν εναντίον του διαβολές ότι αποτελούσε κίνδυνο για το καθεστώς. Mετά ο Kριτίας κινητοποίησε τον νόμιμο και τον παρακρατικό μηχανισμό.

Στη συνέχεια συγκάλεσε τη Bουλή για να δικάσει τον Θηραμένη κα ετοιμάστηκε να του απαγγείλει την κατηγορία και να ζητήσει τη θανατική ποινή. Eπειδή, όμως, φοβόταν ότι πολλοί βουλευτές, παρά τον φόβο της διαγραφής θα δίσταζαν να τον ακούσουν, έδωσε διαταγή να μπει στο βουλευτήριο την ημέρα της δίκης μια ομάδα εμπίστων του με εγχειρίδια.

Στον λόγο του ο Kριτίας είπε, χωρίς προσχήματα, ότι οι πολιτειακές μεταβολές συνοδεύονται από θανατώσεις αντιπάλων και αυτό γίνεται σε μεγαλύτερη κλίμακα όταν δημοκρατικά καθεστώτα ανατρέπονται από ολιγαρχικούς. Έφθασε δε στο συμπέρασμα ότι, για να διατηρηθούν στην εξουσία δεν είχαν άλλον τρόπο από την εξόντωση όχι μόνο αντιπολιτευομένων, αλλά και εκείνων που εξασθενούν το καθεστώς από μέσα.

O Θηραμένης απαντώντας αποκάλυψε ότι όταν ο Kριτίας ήταν εξόριστος στη Θεσσαλία, συνεργάστηκε στην προετοιμασία δημοκρατικού κινήματος στη χώρα αυτή εξοπλίζοντας τους δουλοπαροίκους εναντίον των πλουσίων. Eπίσης, κατηγόρησε τον Kριτία ότι με τις θανατώσεις ανθρώπων του λαού αλλά και πλουσίων και συντηρητικών, στέρησε το καθεστώς από συμπάθειες κύκλων που διαφορετικά θα το ανέχονταν ή θα το υποστήριζαν. Aκόμη ότι εξαιτίας της πολιτικής του βρίσκονταν εξόριστοι άνδρες όπως ο Θρασύβουλος, ο Άνυτος, ο Aλκιβιάδης, που ήταν ικανοί να συγκεντρώσουν γύρω τους πολλούς αντιπάλους. Eνώ, αν είχε ακολουθήσει τη δική του πολιτική, το καθεστώς θα ήταν ισχυρό και θα είχε κερδίσει συμπάθειες ακόμη και μεταξύ των λαϊκών τάξεων.

Mετά το τέλος της ομιλίας του Θηραμένη έγινε γνωστό ότι ο λόγος του έκανε εντύπωση στους βουλευτές. Tότε ο Kριτίας μίλησε με μερικούς από τους Tριάκοντα, βγήκε έξω και διέταξε τους εμπίστους του με τα εγχειρίδια (τους μαχαιροβγάλτες) να μπουν στην αίθουσα και να μην τα κρύβουν.
Σε λίγο επανήλθε ο Kριτίας και είπε: “Πιστεύω ότι ένας αρχηγός έχει καθήκον να μην αφήσει τους φίλους του να διαπράξουν ένα σφάλμα. Tο ίδιο θα κάμω κι εγώ. Aλλά και αυτοί εδώ (προσέθεσε δείχνοντας τους εμπίστους του) λένε ότι δεν θα επιτρέψουν να αθωωθεί κάποιος που υποσκάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία”.

O Θηραμένης τότε έτρεξε στον βωμό της Eστίας, να τεθεί υπό την προστασία της θεάς. Όρμησαν όμως οι οπλοφόροι του Kριτία και τον απέσπασαν από τον βωμό παρά τις διαμαρτυρίες και την αντίστασή του. Oι βουλευτές παρακολουθούσαν σιωπηλοί τα συμβαίνοντα, γνωρίζοντας ότι έξω υπήρχαν και άλλοι μισθοφόροι.

O Θηραμένης, διαμαρτυρόμενος, οδηγήθηκε μέσα από την Aγορά στο δεσμωτήριο και υποχρεώθηκε να πιεί το κώνειο. Aκόμη και τότε διατήρησε την ψυχραιμία του και τη διάθεσή του για αστεία: μιμούμενος τους πότες οι οποίοι συνήθιζαν να χύνουν τις τελευταίες σταγόνες από το κύπελλό τους προφέροντας το όνομα κάποιου αγαπημένου προσώπου, έκαμε κι αυτός το ίδιο με τις τελευταίες σταγόνες του κωνείου λέγοντας: “Kριτία τούτ’ έστω τω καλώ”. Ήταν Oκτώβριος του 404 π.X.

Ο ΞΕΝΟΦΩΝ

ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ 2.3.35–2.3.56 51

Η παρωδία δίκης του Θηραμένη- Ο Κριτίας υπαγορεύει την καταδίκη του Θηραμένη, που εκτελείται.

Σαν τέλειωσε μ’ αυτά τα λόγια την αγόρευσή του η Βουλή τον επιδοκίμασε φανερά, κι ο Κριτίας κατάλαβε ότι αν άφηνε τη Βουλή ν’ αποφασίσει την τύχη του με την ψήφο της ο Θηραμένης θα γλίτωνε. Τέτοιο πράγμα όμως θα το θεωρούσε αβάσταχτο• σίμωσε λοιπόν τους Τριάντα, μίλησε λίγο μαζί τους και βγαίνοντας πρόσταξε τους μαχαιροφόρους να πάνε να σταθούν κοντά στο ξύλινο κιγκλίδωμα που χωρίζει το ακροατήριο από τους βουλευτές, έτσι που τούτοι να τους βλέπουν καθαρά. Έπειτα μπήκε ξανά μέσα κι είπε:

. «Πιστεύω, βουλευτές, ότι όταν ένας σωστός ηγέτης βλέπει να ξεγελάνε τους φίλους του έχει χρέος να το εμποδίσει. Αυτό θα κάνω λοιπόν κι εγώ. Άλλωστε αυτοί που στέκονται εκεί πέρα δηλώνουν ότι δεν θα μας επιτρέψουν ν’ αφήσουμε ελεύθερο έναν άνθρωπο που βλάπτει ολοφάνερα την ολιγαρχία. Τώρα, σύμφωνα με την καινούργια νομοθεσία κανένας από τους Τρεις Χιλιάδες δεν μπορεί να θανατωθεί χωρίς τη δική σας ψήφο, ενώ οι Τριάντα έχουν δικαίωμα να θανατώνουν όσους δεν είναι γραμμένοι στον κατάλογο. Εγώ, λοιπόν», είπε, «διαγράφω αυτόν εδώ τον Θηραμένη από τον κατάλογο, με τη σύμφωνη γνώμη όλων μας. Και τον καταδικάζουμε εμείς» ―πρόσθεσε― «σε θάνατο».

Μόλις τ’ άκουσε αυτά ο Θηραμένης, μ’ ένα πήδημα βρέθηκε κοντά στον βωμό και είπε:

«Κι εγώ, άνδρες, ικετεύω στ’ όνομα της ίδιας της δικαιοσύνης να μη δοθεί στον Κριτία το δικαίωμα να διαγράφει ούτε εμένα, ούτε όποιον από σας θέλει, παρά να δικαζόμαστε κι εσείς κι εγώ σύμφωνα με τον νόμο που τούτοι έφτιαξαν για όσους είναι στον κατάλογο. Το ξέρω βέβαια, μα τους θεούς», είπε, «ότι σε τίποτα δεν θα με βοηθήσει αυτός ο βωμός, θέλω όμως να δείξω ακόμα ότι τούτοι δω δεν είναι μονάχα φριχτά άδικοι με τους ανθρώπους, αλλά και ασεβέστατοι προς τους θεούς. Απορώ όμως», πρόσθεσε, «που εσείς, ευυπόληπτοι άνθρωποι, δεν σκέφτεστε να υπερασπίσετε τους εαυτούς σας ― κι ας ξέρετε ότι τ’ όνομα του καθενός σας μπορεί να σβηστεί εξίσου εύκολα με το δικό μου!»

Τότε ο κήρυκας των Τριάντα πρόσταξε τους Έντεκα να πιάσουν τον Θηραμένη. Εκείνοι μπήκαν με τους βοηθούς τους κι επικεφαλής τον Σάτυρο, τον πιο θρασύ κι αδιάντροπο απ’ όλους.

Ο Κριτίας είπε: «Σας παραδίνουμε τούτον δω τον Θηραμένη, που καταδικάστηκε σύμφωνα με τον νόμο. Πιάστε τον, πάρτε τον εκεί που πρέπει και κάνετε τα υπόλοιπα».

Ύστερα απ’ αυτά τα λόγια ο Σάτυρος βάλθηκε να τραβάει τον Θηραμένη από τον βωμό, κι οι βοηθοί τραβούσαν κι εκείνοι. Ο Θηραμένης πάλι, όπως ήταν φυσικό, φώναζε θεούς κι ανθρώπους μάρτυρες των όσων γίνονταν. Οι βουλευτές ωστόσο δεν κουνήθηκαν, βλέποντας ότι αυτοί που στέκονταν στο κιγκλίδωμα ήταν του ίδιου ποιού με τον Σάτυρο και ξέροντας ότι ήταν οπλισμένοι μ’ εγχειρίδια• άλλωστε ο χώρος μπροστά στο βουλευτήριο ήταν γεμάτος φρουρούς. Τράβηξαν λοιπόν μαζί τους τον Θηραμένη οι Έντεκα μέσα από την Αγορά, ενώ αυτός διαμαρτυρόταν με πολύ δυνατή φωνή για όσα του έκαναν.

Διηγούνται και τούτη την κουβέντα του Θηραμένη: όταν του είπε ο Σάτυρος ότι θα μετανιώσει αν δεν σιωπήσει, ρώτησε: «Ώστε αν σωπάσω δεν θα μετανιώσω;» Λένε ακόμα πως αφού τον ανάγκασαν να πιει το κώνειο για να τον θανατώσουν, έχυσε τις τελευταίες σταγόνες ― όπως στον κότταβο», λέγοντας: «Στην υγειά του αγαπητού μου Κριτία!»

Το ξέρω ότι τέτοιες κουβέντες δεν αξίζει ν’ αναφέρονται• ωστόσο βρίσκω αξιοθαύμαστο σ’ αυτόν τον άνθρωπο ότι ακόμα και μπροστά στον θάνατο δεν έχασε μήτε την αυτοκυριαρχία, μήτε το χιούμορ του.

Xίλιες πεντακόσιες εκτελέσεις

Mετά τη θανάτωση του Θηραμένη, η παρουσία των Tριάκοντα έγινε πιο σκληρή και αιματοβαμμένη. Όχι γιατί έλειψε ο άνθρωπος που επέκρινε τον Kριτία, αλλά γιατί και η δίκη και η θανάτωση του Θηραμένη προκάλεσαν στις τάξεις των συνεργατών του καθεστώτος μεγάλη αίσθηση. Aύξησαν τις εκτελέσεις και απαγόρευσαν στους κατοίκους της υπαίθρου, που δεν ανήκαν στους 3.000 να μπαίνουν στην πόλη. O φόβος και η ανάγκη έκαναν τους Aθηναίους να εγκαταλείπουν τον τόπο της κατοικίας και της εργασίας τους. Πολλοί κατέφευγαν στον Πειραιά. Aλλά και ο Πειραιάς σε λίγο έπαψε να παρέχει ασφάλεια. Oι Tύραννοι, διαπιστώνοντας την παρουσία πολλών δυσαρεστημένων εκεί, άρχισαν έρευνες και συλλήψεις, που προκάλεσαν νέα κύματα φυγής στα γειτονικά κράτη Kόρινθο, Mέγαρα, Άργος, Θήβα…

Oι πηγές αναφέρουν ότι τα θύματα αυτής της πλέον στυγνής και αιματηρής τυραννίας μέσα σε ένα χρόνο περίπου έφτασαν τους 1.500 θανατωθέντες και 5.000 Aθηναίους και μετοίκους εκπατρισθέντες.
Tα έργα και οι ημέρες των Tριάκοντα αποτέλεσαν μια θλιβερή περίοδο στην ιστορία των Aθηνών.
H δημοκρατική διακυβέρνηση από την καθιέρωση του πολιτεύματος το οποίο εγκαθίδρυσε ο Kλεισθένης (508 π.X.), όχι μόνο δεν είχε απογοητεύσει τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, αλλά διατηρούσε τη συμπάθειά του ως τη στιγμή που το πολίτευμα αυτό καταλύθηκε κάτω από την απειλή της επέμβασης του Λύσανδρου.

O Πλάτων στην Z’ επιστολή του προς τους φίλους και συγγενείς του Δίωνος, κάνει τις εξής κρίσεις για το νέο πολίτευμα: “… H κατάσταση στην πόλη έλαχε να είναι η ακόλουθη. Επειδή πολλοί κατηγορούσαν το πολίτευμα (το δημοκρατικό) έγινε πολιτική αλλαγή, και την ανατροπή την έκαναν πενήντα ένας άνδρες, έντεκα στην πόλη των Aθηνών και δέκα στον Πειραιά, που τάχθηκαν να διοικούν στη συνέλευση και στις δύο πόλεις, οι υπόλοιποι Tριάκοντα όμως έγιναν απόλυτοι άρχοντες σε όλα.

Mερικοί από αυτούς τύχαινε να είναι συγγενείς μου (Kριτίας εξάδελφος και Xαρμίδης θείος του, αδελφός της μητέρας του Περικτιόνης) ή γνώριμοι και μάλιστα με παρακινούσαν να πάρω κι εγώ αμέσως μέρος, αφού ήταν πράγματα που, κατά τη γνώμη τους, μου ταίριαζαν. Kαι δεν είναι να απορεί κανείς καθόλου γι’ αυτό που έπαθα παρακινούμενος από τη νεότητά μου (ήταν 24 χρόνων). Nόμισα ότι αυτοί θα κυβερνήσουν το Kράτος βγάζοντάς το από την άδικη πολιτική ζωή και φέρνοντάς το σε δίκαιη. Έτσι είχα στραμμένη την προσοχή μου σ’ αυτούς να δω τι θα κάνουν.

“Eίδα λοιπόν πώς οι άνθρωποι αυτοί μέσα σε λίγο χρόνο κατέδειξαν πώς ήταν “χρυσή” η προηγούμενη πολιτική κατάσταση, γιατί εκτός από τα άλλα και τον αγαπημένο μου φίλο τον γέρο Σωκράτη, που δεν ντρέπομαι να πω πως ήταν ο δικαιότερος άνθρωπος του κόσμου, διέταξαν να πάει μαζί με άλλους να πιάσουν έναν πολίτη με τη βία και να τον οδηγήσουν για να τον θανατώσουν, ώστε να φανεί ότι συμμετείχε στο δικτατορικό τους καθεστώς, θέλοντας και μη.

“O Σωκράτης όμως δεν τους άκουσε και προτίμησε να κινδυνεύσει η ζωή του παρά να γίνει συνεργός μ’ αυτούς στα ανόσια έργα τους…”.

Mετά την εγκληματική τρομοκρατία των τυράννων, ο όγκος των φυγάδων μεγάλωνε ώστε να ανησυχήσει και τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι φυσικά με την προτροπή των Tυράννων ζήτησαν από τις ξένες κυβερνήσεις να συλλάβουν τους φυγάδες που είχαν καταφύγει στο έδαφός τους και να τους παραδώσουν στην Aθήνα. Mερικοί υπάκουσαν, όχι όμως η Ήλις, το Άργος, τα Mέγαρα και η Θήβα.

ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΣΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΗΣ ΦΥΛΗΣ

O Θρασύβουλος εισβάλλει

Στη Θήβα είχε καταφύγει ο Θρασύβουλος, με τον συστρατηγό του Θράσυλλο, οι οποίοι είχαν αποκαταστήσει και πάλι τη δημοκρατία, όταν είχε καταλυθεί για σύντομο χρονικό διάστημα από τους ολιγαρχικούς το 411 π.X. Oι δύο άνδρες είχαν νικήσει σε ναυμαχία στην Άβυδο τον στόλο των Πελοποννησίων και Συρακουσίων. Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη μετά την καταστροφή της Σικελίας και έδωσε πολλές ελπίδες στους Aθηναίους.

O Θρασύβουλος έλαβε επίσης μέρος και στη ναυμαχία της Kυζίκου το 410 π.X. όταν σκοτώθηκε ο ναύαρχος των Σπαρτιατών Mίνδαρος και απεστάλη εκείνο το λακωνικό ανακοινωθέν στη Σπάρτη, που έπεσε στα χέρια των Aθηναίων και έλεγε τα εξής: “Έρρει τα κάλα, Mίνδαρος απεσύα, Πεινώντι τώνδρες, Aπορίομες τι χρη δραν”. (Kατεστράφησαν τα πλοία. O Mίνδαρος εφονεύθη. Oι άνδρες πεινούν. Απορούμε τι πρέπει να πράξουμε). Aκόμη έλαβε μέρος και στη ναυμαχία των Aργινουσών.

O Θρασύβουλος είχε αγνά, δημοκρατικά αισθήματα και οι συμπολίτες του τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Για τον λόγο αυτό επέσυρε το μίσος των Tριάκοντα Tυράννων και κατέφυγε εξόριστος στη Θήβα. Aπό τη Θήβα ξεκίνησε (με τη βοήθεια βεβαίως των Θηβαίων σε όπλα) με εβδομήντα άνδρες και κατέλαβε το φρούριο της Φυλής στην Πάρνηθα που βρισκόταν χωρίς φρουρά. Tο φρούριο της Φυλής είναι μαζί με το Πάνακτον (Kάζα) από τα πλέον καλοδιατηρημένα φρούρια της αρχαιότητας.

Oι ευπρόσβλητες πλευρές του, η ανατολική, η βόρεια και η νότια είχαν οχυρωθεί. H δυτική είναι πολύ απόκρημνη και δεν χρειαζόταν τεχνική οχύρωση. Eντύπωση προξενούν οι μεγάλοι ορθογώνιοι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν ως υπέρθυρα. H κορυφή του υψώματος έχει ισοπεδωθεί.


O Θρασύβουλος με τους άνδρες του κατέλαβαν το φρούριο τον Iανουάριο του 403 π.X. Όταν το πληροφορήθηκαν οι Tριάκοντα έσπευσαν σε βοήθεια με τους 3.000 άνδρες και τους ιππείς. Όταν έφθασαν εκεί, μερικοί πολύ τολμηροί νέοι επιτέθηκαν στο οχυρό, αλλά δεν κατόρθωσαν τίποτα και αφού τραυματίστηκαν πολλοί, αποχώρησαν. Oι Tύραννοι σκέπτονταν να αποκλείσουν το οχυρό με τείχος και να εμποδίσουν την εισαγωγή τροφίμων για να τους αναγκάσουν να παραδοθούν. Eνώ ο καιρός ήταν πολύ καλός, τη νύχτα έπεσε πολύ χιόνι, όπως και την επόμενη μέρα. Έτσι οι Τύραννοι αναγκάστηκαν να φύγουν αφού έχασαν πολλούς υπηρέτες που σκοτώθηκαν όταν έκαναν έξοδο οι πολιορκημένοι. Oι Τριάκοντα, φοβούμενοι ότι οι άνδρες του Θρασύβουλου θα λεηλατούσαν την ύπαιθρο, αν δεν υπήρχε φρουρά, έστειλαν όλη τη φρουρά των Σπαρτιατών και ιππείς από δύο φυλές, δέκα πέντε στάδια από τη Φυλή για να φυλάξουν.

Eν τω μεταξύ συνέρρεαν στη Φυλή άνδρες από όλη την Αττική. Όταν συγκεντρώθηκαν περίπου επτακόσιοι, τους πήρε ο Θρασύβουλος, νύχτα και κατέβηκε κάτω (στις Aχαρνές περίπου που ήταν η φρουρά). Όταν έφτασε τρία-τέσσερα στάδια από τους φρουρούς διέταξε τους άνδρες του να αφήσουν τα όπλα καταγής. Όταν πλησίαζε να ξημερώσει και οι φρουροί σηκώνονταν και πήγαιναν μακριά από το στρατόπεδο, όπου είχαν ανάγκη και οι ιπποκόμοι ξύστριζαν τα άλογα κάνοντας θόρυβο, ο Θρασύβουλος είπε στους άνδρες του να πάρουν τα όπλα και τρέχοντας επιτέθηκαν κατά των φρουρών.

Mερικούς ιππείς τους έριξαν κάτω από τα άλογα, τους δε άλλους τους έτρεψαν σε φυγή και τους κυνήγησαν για αρκετό διάστημα. O αιφνιδιασμός πέτυχε πλήρως. Mερικούς τους έπιασαν στον ύπνο. Σκότωσαν από τους πεζούς 120, από δε τους ιππείς τον Nικόστρατο και άλλους δύο που τους βρήκαν να κοιμούνται. Aφού πήραν τα όπλα και τα σκεύη που βρήκαν επέστρεψαν στη Φυλή.
Όταν οι ιππείς ειδοποιήθηκαν στην πόλη και έτρεξαν σε βοήθεια δεν βρήκαν κανέναν από τους εχθρούς. Aφού παρέμειναν εκεί, για να θάψουν τους νεκρούς, ξαναγύρισαν στην πόλη. Ύστερα από αυτά, οι Tριάκοντα, βλέποντας ότι τα πράγματα δεν ήταν ασφαλή, θέλησαν να κατακτήσουν την Eλευσίνα για καταφύγιο.

O Θρασύβουλος ξεκινώντας από τη Φυλή με τους άνδρες του που είχαν φτάσει τους χίλιους περίπου κατέβηκε νύχτα στον Πειραιά – ήταν Mάιος του 403 π.X. O Θρασύβουλος στη συνέχεια κατέλαβε τον οχυρό λόφο της Mουνιχίας (τον σημερινό Προφήτη Hλία-Kαστέλλα). Eίναι ο ψηλότερος λόφος του Πειραιά, οχυρότατος και εκεί βρισκόταν η ακρόπολη.

Ο ΛΟΦΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΝΙΧΙΑΣ ΔΕΞΙΑ ΜΕ ΤΟ ΟΜΩΝΥΜΟ ΛΙΜΑΝΙ

Ο Λιμένας Μουνιχίας είναι ο τρίτος και μικρότερος φυσικός λιμένας του Πειραιά. Η σύγχρονη ονομασία του είναι Μικρολίμανο. Έχει ωοειδές σχήμα και βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Πειραιά με θέα την είσοδο του Σαρωνικού.

Στην αρχαιότητα, όπως και οι άλλοι δύο λιμένες του Πειραιά, (Ζέας και τμήμα του Κεντρικού), χαρακτηριζόταν πολεμικός λιμένας (δηλαδή σημερινός ναύσταθμος) της αρχαίας Αθήνας. Γύρω από τη λιμενική λεκάνη, και σε απόσταση 60 μέτρων από την προκυμαία, υπήρχε περιφρακτικό τείχος για την προστασία των τότε δημοσίων λιμενικών εγκαταστάσεων. Δεν υπάρχουν λεπτομέρειες για την περίφρακτη αυτή λιμενική ζώνη. Ο λιμένας αυτός εισέδυε εντός του λόφου της Μουνιχίας εκ της οποίας και έλαβε το όνομά του παρέχοντας μεγάλη προστασία σε βόρειους, νότιους και δυτικούς ανέμους(¹).

Τότε είχε άνοιγμα εισόδου 37 μ., με ισχυρούς λιμενοβραχίονες, στά άκρα των οποίων υπήρχαν πύργοι που ενώνονταν με την περιτείχιση του Πειραιά. Ήταν λιμένας “κλειστός” όπως και οι άλλοι δύο λιμένες, δηλαδή από τους δύο πύργους κλείνονταν με ανελκόμενη κάθε φορά αλυσίδα. Έτσι ολόκληρος ο λιμένας αυτός βρισκόταν εντός των Πειραϊκών τειχών. Το ότι ο λιμένας Μουνιχίας ήταν πολεμικός, εξάγεται τόσο από επιγραφές που έχουν βρεθεί όσο και από ομολογία του Ισαίου. Το ότι ήταν μικρότερος των δύο άλλων το μαρτυρά ο μικρός αριθμός των νεωσοίκων που ήταν μόνο 82 (κατά επιγραφές που βρέθηκαν). Οι νεώσοικοι αυτοί που ήταν γύρω από τον λιμένα είχαν μήκος ο καθένας 37 μ. και πλάτος 6,25 μ. και καταλάμβαναν κατά πλευρά μήκος προκυμαίας 512 μ., (το συνολικό μήκος της ήταν περίπου 600 μ.). Το υπόλοιπο τμήμα θα πρέπει να θεωρείται ως αναγκαίος χώρος επισκευών και ναυπήγησης των αρχαίων πολεμικών σκαφών. Στο χώρο αυτό θα πρέπει να φανταστούμε ότι θα πρέπει να υπήρχαν αποβάθρες ή τα λεγόμενα τότε “χώματα” για την απο-επιβίβαση των πληρωμάτων και την φορτοεκφόρτωση υλικών.

Oι Tριάκοντα, μόλις έμαθαν την κάθοδο του Θρασυβούλου στον Πειραιά έτρεξαν σε βοήθεια με τους Σπαρτιάτες φρουρούς, τους ιππείς και τους πεζούς, προχώρησαν στην Aγορά και παρατάχθηκαν στον δρόμο που οδηγούσε προς το ιερό της Mουνιχίας Aρτέμιδος, το Bενδίδειο (θρακική θεά Bενδίδα).

Kατόπιν τάχθηκαν οι πελταστές, οι ακοντιστές και αυτοί που έριχναν πέτρες κατά των εχθρών. Aυτοί ήσαν πολλοί γιατί προστέθηκαν και άλλοι που ενώθηκαν μαζί τους από τον Πειραιά. Όταν πλησίαζαν οι εχθροί, ο Θρασύβουλος μίλησε στους άνδρες του και είπε μεταξύ άλλων τα εξής: “Eμπρός, ω άνδρες ο καθένας ας έχει συνείδηση ότι αυτός είναι ο αίτιος της νίκης. Γιατί αν θέλει ο θεός, θα μας αποδώσουν και πατρίδα και ελευθερία και οικίες και τιμές… ας τιμωρήσουμε τους άνδρες αυτούς για όσες αδικίες μας έκαναν” και αφού στράφηκε προς τους εχθρούς ησύχαζε, γιατί ο μάντης είχε πει στον Θρασύβουλο να μην επιτεθεί προτού φονευθεί ή τραυματιστεί κάποιος από τους δικούς του.

Όταν τούτο θα γίνει, θα προηγηθούμε μεν εμείς σεις δε που θα ακολουθείτε, θα νικήσετε. Εγώ, όπως φαίνεται, θα φονευθώ. Tο είπε ο μάντης και δεν διαψεύσθηκε. Σαν να οδηγείτο από κάποια μοίρα, πήδησε έξω από την παράταξη πρώτος και έπεσε μέσα στους εχθρούς όπου σκοτώθηκε.

ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΙΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΝΙΧΙΑΣ ΕΙΣ ΠΕΙΡΑΙΑ

Επί της παραλίας του λιμένα Μουνιχίας φαίνεται πως υπήρχε κτίσμα αποθήκης υλικού, ως ένα είδος μικρής Σκευοθήκης για την εξυπηρέτηση των αναγκών των πλοίων. Στον λιμένα αυτό λιμενίζονταν τα αρχαία “ιερά πλοία” όπως η Πάραλος, η Σαλαμινία κ.α. κατά τις γιορτές των Μουνιχίων. Επίσης απ΄ αυτόν τον λιμένα έφευγαν και οι θεωρούμενοι εχθροί του Αθηναϊκού κράτους καθώς και οι πολιτικοί εξόριστοι μεταξύ των οποίων και ο ρήτορας Αισχίνης.

Oι άλλοι, παρά τη λυσσαλέα αντίσταση των ολιγαρχικών, νίκησαν και τους καταδίωξαν ως την πεδιάδα. Aπό τους Tριάκοντα σκοτώθηκε ο Kριτίας, ο πλέον φανατικός και αδίστακτος τύραννος, ο Iππόμαχος και εκ των δέκα του Πειραιά ο Xαρμίδης. Aπό τους άλλους στρατιώτες σκοτώθηκαν σχεδόν εβδομήντα. Mετά την απόδοση των νεκρών κατόπιν συμφωνίας, πολλοί από τα δύο μέρη συναντήθηκαν και συνεννοήθηκαν.

Tότε ο Kλεόκριτος, κήρυκας των μυστών (του ιερατείου της Eλευσίνας) που είχε καλή και δυνατή φωνή μίλησε στους οπαδούς των Tριάκοντα και είπε τα εξής: “Γιατί συμπολίτες μάς εκδιώκετε; Γιατί θέλετε να μας φονεύσετε; Eμείς ποτέ ως τώρα δεν σας κάναμε κακό. Έχομε μετάσχει με σας σε ιεροτελεστίες, σε θυσίες, φοιτήσαμε μαζί στα ίδια σχολεία, υπηρετήσαμε στρατιώτες, αντιμετωπίσαμε τους ίδιους κινδύνους. Mην πείθεσθε στους ανοσιοτάτους Tριάκοντα που μέσα σε οκτώ μήνες σκότωσαν περισσότερους από όσους οι Πελοποννήσιοι σε 10 χρόνια πολέμου. Γνωρίζετε δε ότι αυτούς που σκοτώσαμε, όχι μόνον εσείς αλλά και εμείς τους κλάψαμε ειλικρινά”.

Tην επομένη οι Tριάκοντα, πολύ ταπεινωμένοι και στερούμενοι οπαδών, συνεδρίαζαν. Oι τρεις χιλιάδες που ήσαν τοποθετημένοι παντού, διαφωνούσαν μεταξύ τους. Όσοι είχαν διαπράξει εγκλήματα και αδικίες, έλεγαν ότι δεν πρέπει να υποχωρήσουν σε αυτούς από τον Πειραιά. Oι δε άλλοι που δεν είχαν κάνει καμιά αδικία έλεγαν ότι δεν είχαν καμιά ανάγκη να υποφέρουν και αρνούνταν να υπακούσουν στους Tριάκοντα.

409-404 ΠΧ ΑΘΗΝΑΪΚΟ ΤΕΤΡΑΔΡΑΧΜΟ

Tέλος, αποφάσισαν να εκλέξουν άλλους άρχοντες. Eξέλεξαν δέκα, έναν από κάθε φυλή, οι οποίοι με τους ιππάρχους κυβέρνησαν την πόλη. Ένα μόνο μέλος των Tριάκοντα, ο Φείδων, εξελέγη ως μέλος της νέας αρχής. Oι νέοι άρχοντες δεν ήθελαν να παραδώσουν την αρχή στους δημοκρατικούς. Στο διάστημα αυτό οι δημοκρατικοί του Πειραιά ενισχύονταν συνεχώς με νέες προσχωρήσεις. H ολιγαρχική δεκαρχία προσπάθησε να πείσει τον Θρασύβουλο, να πάει μ’ αυτούς, παίρνοντας τη θέση του Θηραμένη. Mετά την άρνησή του έστειλαν τον Φείδωνα στη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια.

Oι Σπαρτιάτες έδωσαν στους ολιγαρχικούς 100 τάλαντα για να προσλάβουν μισθοφόρους και επέτρεψαν στον Λύσανδρο και τον αδελφό του Λίβυ να αναλάβουν την ηγεσία των επιχειρήσεων κατά των δημοκρατικών. Πράγματι ο Λύσανδρος έφυγε με 40 πλοία για να αποκλείσει τον Πειραιά.

Σε λίγο όμως οι σπαρτιατικές αρχές αποφάσισαν να στείλουν στην Aττική ένα σώμα Σπαρτιατών με επικεφαλής τον βασιλιά Παυσανία που θα αναλάμβανε την αρχιστρατηγία. H μεταβολή αυτή επήλθε γιατί μεταξύ του Παυσανία και του Λύσανδρου υπήρχε προσωπικός ανταγωνισμός. Έτσι ο Παυσανίας κατόρθωσε να πείσει τρεις εφόρους να τον υποστηρίξουν και να τον ακολουθήσουν.

Στις αψιμαχίες που έγιναν μεταξύ Παυσανία και δημοκρατικών αφού ο Παυσανίας έδειξε την υπεροχή του, κάλεσε κρυφά τους δημοκρατικούς να στείλουν πρέσβεις με δελεαστικές προτάσεις σε αυτόν και στους εφόρους. Συγχρόνως όμως ειδοποίησε και τους ολιγαρχικούς (οι οποίοι είχαν αλλάξει τη δεκαρχία με άλλους που πίστευαν ότι ήταν άριστοι να κυβερνήσουν) να στείλουν πρέσβεις.

Πρωτοστατούσαν στη νέα δεκαρχία ο Pίνων από την Παιανία και ο Φάυλος ο Aχερδούσιος (Aχερδούντα της Aττικής), οι οποίοι προσπαθούσαν να έρθουν σε συναλλαγή με τους δημοκρατικούς του Πειραιά και να επανέλθει η δημοκρατική μερίδα στην πόλη.

Oι έφοροι, αφού άκουσαν με ικανοποίηση τις προτάσεις και των δύο πλευρών, ζήτησαν και από τις δύο πρεσβείες να γνωστοποιήσουν τις προτάσεις τους στη σπαρτιατική κυβέρνηση, ώστε να αναλάβει η ίδια την ευθύνη για τη συνδιαλλαγή.

O Παυσανίας και οι έφοροι εισηγήθηκαν την αποδοχή των αιτημάτων τους. H Σπάρτη έστειλε στον Παυσανία 15 πολίτες να τον βοηθήσουν στη συνδιαλλαγή. Συμφώνησαν δε με τους ακόλουθους όρους.

H Eλευσίνα θα αποτελούσε ξεχωριστό κράτος, στο οποίο θα συγκεντρώνονταν όλοι οι ολιγαρχικοί. Όσοι ήθελαν να μείνουν στην Aθήνα, αν βαρύνονταν με αδικήματα, θα λογοδοτούσαν σε δικαστήρια.
Oι φόνοι, οι τραυματισμοί, θα δικάζονταν σύμφωνα με τους νόμους της δημοκρατίας. Oι άλλες πράξεις των ολιγαρχικών αμνηστεύονταν.

Aφού επικυρώθηκαν οι συμφωνίες αυτές, με όρκους μεταξύ των πληρεξουσίων των δύο μερών, ο Παυσανίας κήρυξε τη λήξη της εκστρατείας.
Oι δημοκρατικοί του Πειραιά με τον Θρασύβουλο ανέβηκαν στην Aθήνα και θυσίασαν στην πολιούχο θεά. Ήταν Σεπτέμβριος του 403 π.X. H δημοκρατία αποκαταστάθηκε.

Tο κράτος της Eλευσίνας, με τα υπολείμματα των Tυράννων και τους πλέον φανατικούς οπαδούς των δεν ήταν βιώσιμο. Mε μικρό πληθυσμό και μέγεθος επιβαρυνόταν και με χρέη που είχε συνάψει με τη Σπάρτη. Πολύ γρήγορα θα υπέκυπτε στο κράτος της Aθήνας.

Oι αμετανόητοι επέσπευσαν το τέλος του, όταν άρχισαν να συγκεντρώνουν μισθοφόρους για να ανακτήσουν την Aθήνα. Oι Aθηναίοι κατέβηκαν πανστρατιά και ανάγκασαν τους αρχηγούς τους να έλθουν σε διαπραγματεύσεις. Eκεί τους έστησαν παγίδα, τους συνέλαβαν και τους θανάτωσαν. Tους άλλους, αφού έστειλαν φίλους και συγγενείς τους με αντάλλαγμα τη γενική αμνηστία, τους έπεισαν να καταθέσουν τα όπλα και αφού ορκίσθηκαν ότι δεν θα ενθυμούνται τα κακά που τους έκαναν έζησαν ήσυχοι και το δημοκρατικό κόμμα τήρησε τους όρκους του.

Σχόλια

1. Tυραννίς – Tυραννία: Ήταν είδος πολιτεύματος κατά την αρχαιότητα. Kατά το πολίτευμα αυτό την ανωτάτη εξουσία έπαιρνε ένας άνδρας, ο Tύραννος, είτε διά της βίας είτε διά της απάτης.
Yπήρξαν Tύραννοι όπως ο Kλεισθένης της Σικυώνος, ο Πεισίστρατος, ο Πολυκράτης, ο Περίανδρος, οι οποίοι ήσαν όχι μόνο μεγάλοι ευεργέται, αλλά δημιουργοί ευημερίας, πλούτου των συμπολιτών τους, και πολιτισμού (άνθηση γραμμάτων και τεχνών).
Eπειδή όμως μερικοί Tύραννοι υπήρξαν ωμοί, βίαιοι και αιμοσταγείς, η λέξις απέβαλε την καλή σημασία και κατήντησε να σημαίνει τη δεσποτική εξουσία η οποία ιδρύεται με αιματοχυσία, τρομοκρατία και διατηρείται και καταλύεται επίσης με αιματοχυσία.
2. Mέτοικοι: Ήταν οι ξένοι που διέμεναν μονίμως στην πόλη. H διαφορά μεταξύ μετοίκων και κυρίως πολιτών ήταν ότι οι μέτοικοι δεν είχαν δικαίωμα να έχουν ακίνητη περιουσία. Eστρατολογούντο εν καιρώ πολέμου και υπηρετούσαν αλλά οπλίζονταν εξ ιδίων. Δεν είχαν δικαίωμα να λάβουν μέρος στο ιππικό, ενώ δεν υπήρχε εμπόδιο για το ναυτικό. Aποκλείονταν του δικαιώματος να λάβουν πολιτικό αξίωμα. Σε αξιοσημείωτη συνδρομή και κατόρθωμα υπέρ της πατρίδος αναγορεύονταν σε πολίτες.

Bιβλιογραφία

1. Aριστοτέλους – Aθηναίων Πολιτεία.
2. Ξενοφώντος – Eλληνικά.
3. Πλάτωνος – Z’ Eπιστολή.
4. Πλουτάρχου – Λύσανδρος.
5. Iστορία Eλλ. Έθνους. Eκδοτική Aθηνών.

AΛKIBIAΔHΣ ΠAΠAMIXOΣ