Οι απαρχές της μαύρης αγοράς
Η ιστορία του όρου που υπάρχει στον κόσμο όσο και οι οργανωμένες κοινωνίες. Αν δούμε τη μαύρη αγορά ως παράνομη αγοραπωλησία που γίνεται είτε κάτω από το τραπέζι σε φυσιολογικές συνθήκες είτε σε έκτακτες περιστάσεις και με τιμή πολύ διαφορετική από τη νόμιμη, τότε δεν είναι υπερβολή να θεωρήσουμε ότι η πρακτική υπάρχει στον κόσμο από τις ίδιες τις απαρχές της ανθρωπότητας! Η διάθεση και αγορά απαγορευμένων ή αποκλεισμένων από την κοινότητα αγαθών δεν μπορεί παρά να έχει συμβεί αρκετά νωρίς στην ανθρώπινη ιστορία, με τον όρο να έλκει την καταγωγή του από παράνομες εμπορικές δραστηριότητες παρελθουσών εποχών.
Ο ίδιος όρος εμφανίζεται μάλιστα σε πολλές γλώσσες της Δύσης (Scharzmarkt στα γερμανικά, marché noir στα γαλλικά, mercato nero στα ιταλικά, mercado negra στα ισπανικά, black market στα αγγλικά), γεγονός που υποδηλώνει την «ουκουμενικότητα» της πρακτικής.
Για κάτι ωστόσο τόσο παλιό -και διαισθητικό;- όσο και το ίδιο το εμπόριο, η αναζήτηση των πηγών του όρου παραμένει προβληματική, με τις αναφορές να μη συμφωνούν και να δημιουργούν σύγχυση γύρω από την ιστορία της μαύρης αγοράς...
Προβληματική του όρου
Οι περισσότερες έγκριτες πηγές συμφωνούν ότι η «μαύρη αγορά» μπαίνει στον δημόσιο λόγο και τους φορείς της γλωσσικής κληρονομιάς, τα λεξικά δηλαδή, όχι πριν από το 1931. Η προϊστορία (ή μυθιστορία!) της φράσης είναι ωστόσο πλούσια και θα τη δούμε συνοπτικά, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για αναφορές που στερούνται βάσης ή δεν επιβεβαιώνονται από την ιστορική έρευνα.
Πρώτος σταθμός φέρεται λοιπόν να είναι η μεσαιωνική Αγγλία, με τους νομάδες μισθοφόρους που περιπλανιούνται στη χώρα προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στον εκάστοτε πλειοδότη. Οι σκληροτράχηλοι αυτοί μαχητές, που ζούσαν απομονωμένοι στις ερημιές, δεν είχαν την πολυτέλεια ειδικευμένου υπηρετικού προσωπικού να τους γυαλίζει καθημερινά τις πανοπλίες: οι σιδερένιες φορεσιές τους οξειδώνονταν λοιπόν αποκτώντας μια μαύρη απόχρωση, κάνοντάς τους γνωστούς ως «μαύρους ιππότες».
Στις γιορτές και τις δημόσιες εκδηλώσεις των πόλεων λάμβαναν ανέκαθεν χώρα πολεμικές επιδείξεις, με το έθιμο να θέλει τον νικητή μαχητή να κερδίζει τα όπλα και τις πανοπλίες του ηττημένου. Και βέβαια οι τοπικοί ευγενείς, «μαλακωμένοι» από την τρυφηλότητα της καλής ζωής, έχαναν συνήθως από τους περιπλανώμενους και ετοιμοπόλεμους «μαύρους ιππότες», οι οποίοι ωστόσο μην έχοντας τι να κάνουν τη νέα πανοπλία την πουλούσαν αμέσως μετά τη μάχη. Ο ηττημένος ευγενής εξαναγκαζόταν λοιπόν να αγοράσει πίσω την πανοπλία του, με την πρακτική να δανείζεται το όνομα από τους νομάδες «μαύρους ιππότες» και να μένει γνωστή ως «μαύρη αγορά»!
Παρά το συναρπαστικό της ιστορίας, δυστυχώς δεν επιβεβαιώνεται η χρήση του όρου. Επόμενη στάση στη μυθιστορία της μαύρης αγοράς είναι η ιδιαίτερα ελκυστική πρόταση ότι η φράση έλκει την καταγωγή της από το παράνομο εμπόριο κλεμμένου -από βρετανικά ορυχεία- γραφίτη στην Αγγλία (και μέσω των Στενών της Μάγχης στη Γαλλία και τη Φλάνδρα) κατά την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α' (1533-1603).
Είναι αλήθεια ότι άφθονα κοιτάσματα γραφίτη ανακαλύφθηκαν την εποχή αυτή στη Βρετανία και εξορύσσονταν από τα ορυχεία του Borrowdale, όπως αλήθεια είναι και ότι εγκαινιάστηκε ένα αξιοσημείωτο παράνομο εμπόριο του ορυκτού, καθώς η ζήτησή του τον 16ο αιώνα παραήταν αυξημένη (ο γραφίτης χρησιμοποιούταν ως καλούπι για τα βλήματα των κανονιών). Το ορυχείο του Borrowdale ήταν μάλιστα ένα από τα ελάχιστα της Ευρώπης που παρείχαν καθαρό γραφίτη, με τη στρατιωτική του σημαντικότητα και την αξία του να είναι τέτοιες που να αναγκάζουν το βρετανικό στέμμα να αναλαμβάνει προσωπικά τη λειτουργία του. Το ίδιο το ορυχείο όσο και το εμπόριο του γραφίτη έγιναν λοιπόν το επίκεντρο του οργανωμένου εγκλήματος της εποχής, γεγονός που σύμφωνα με την τοπική ιστορία γέννησε τον όρο «μαύρη αγορά». Δυστυχώς βέβαια για τον λαϊκό θρύλο, οι πηγές ισχυρίζονται ότι ο όρος δεν μπήκε στα στόματα του κόσμου...
Επόμενος πιθανός «ονοματοδότης» της μαύρης αγοράς θεωρήθηκε το ατλαντικό δουλεμπόριο των αφρικανών σκλάβων στο Τσάρλεστον το 1700.
Ακόμη όμως κι αν χρησιμοποιούταν πράγματι ο όρος «μαύρη αγορά» για να περιγράψει την αγοραπωλησία των μαύρων δούλων, ο όρος παρέμεινε περιχαρακωμένος στους δουλεμπόρους και δεν γενικεύτηκε στην κοινωνία, περνώντας στην καθομιλουμένη και βρίσκοντας τη θέση του στον Τύπο. Η μαύρη αγορά ήταν απλώς ο εμπορικός τόπος για να αποκτήσει κάποιος έναν σκλάβο από τη μαύρη φυλή...
Πού συναντάμε λοιπόν για πρώτη φορά τον όρο «μαύρη αγορά» με τη σημασία που τον ξέρουμε σήμερα; Κι όμως, είναι σε έναν χώρο που δεν θα περίμενε κανείς με την πρώτη: ήταν λοιπόν τον Αύγουστο του 1787 όταν ανέβηκε για πρώτη φορά η όπερα «Inkle and Yarico» του Samuel Arnold, με το λιμπρέτο του George Colman να κάνει ξεκάθαρα λόγο για μαύρη αγορά!
Στους στίχους του Coleman, ο λευκός ήρωας Trudge έχει μια μαύρη γυναίκα, την οποία αρνείται να πουλήσει σε ιδιοκτήτη φυτείας στα Μπαρμπέιντος. Το βασικότερο όμως χαρακτηριστικό είναι ότι ο όρος δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δουλεμπορική πρακτική, όπως παλιότερα, αλλά για να την καυτηριάσει ως κοινωνική μάστιγα, αποκαλώντας τη «μαύρη» με τον ίδιο τρόπο που μια σειρά από δεινά βαφτίζονται «μαύρα» στη γλώσσα. Στο λεξιλόγιο του Coleman, ο όρος αποκτά δυσφημιστικό χαρακτήρα και δεν έχει την ίδια χροιά που απέκτησε στη λογοτεχνία στα χρόνια του Ατλαντικού Δουλεμπορίου, όταν και χρησιμοποιήθηκε όπως είπαμε για να περιγράψει απλώς το γεγονός της αγοραπωλησίας μαύρων ανθρώπων.
Σύγχρονες χρήσεις
Η ανθρωπότητα έπρεπε ωστόσο να περιμένει μέχρι τον 20ό αιώνα για να αποκτήσει ο όρος την πλήρη σημερινή του σημασία. Η πρώτη του χρήση αλλά και η γενίκευση του όρου στην καθομιλουμένη αντικατοπτρίζει την πρώτη φορά ίσως στη δυτική ιστορία που οι καταναλωτικές αγορές ρυθμίστηκαν επακριβώς, υπονομεύοντας την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, στα χρόνια της λιτότητας που γνώρισε ο δυτικός κόσμος στη στροφή του 20ού αιώνα και κυρίως στην περίοδο του Α' Παγκοσμίου και του Μεσοπολέμου.
Η ταυτόχρονη μάλιστα εφαρμογή της φράσης «μαύρη αγορά» σε μια σειρά από ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά κ.ά.) υποδεικνύει ότι ο όρος χρησιμοποιούταν πλέον ευρέως.
Το Ετυμολογικό Λεξικό του Chambers, το Merriam-Webster και μια σειρά ακόμα από έγκριτα λεξικά παραθέτουν ως πηγή της «μαύρης αγοράς» την Παγκόσμια Οικονομική Έρευνα του 1931 (The World Economic Survey 1931/32), η οποία χρησιμοποιεί τον όρο 12 ολόκληρες φορές για να περιγράψει τις παράνομες εμπορικές δραστηριότητες σε αποθέματα καταναλωτικών αγαθών στο περιθώριο του «επίσημου» συστήματος.
Αν μάλιστα κάνουμε λόγο για το είδος της μαύρης αγοράς όπου αγαθά και υπηρεσίες γίνονται αντικείμενο αγοραπωλησίας σε τιμές χαμηλότερες από τις νόμιμες, τότε ο όρος ενδέχεται να έλκει την καταγωγή του από την πρακτική της πώλησης των «καμένων» αγαθών, προϊόντων δηλαδή που θεωρήθηκε ότι καταστράφηκαν από πυρκαγιά αλλά στην πραγματικότητα «σώθηκαν» (ή κλάπηκαν) και διοχετεύτηκαν και πάλι στην αγορά μέσω παράνομων κυκλωμάτων. Η ακρίβεια της περιγραφής ελέγχεται ακόμη.
Αυτό που γνωρίζουμε όμως με σχετική βεβαιότητα είναι ότι ο αγγλικός όρος «black market» προήλθε ως πιστή μετάφραση από τον γερμανικό «Schwarzmarkt» και υιοθετήθηκε από τους βρετανούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου για να περιγράψει το εμπόριο κλεμμένων στρατιωτικών προμηθειών (ρουχισμός, κουβέρτες, φαγητό, ελαστικά κ.λπ.). Η έκφραση καθιερώθηκε στα ζοφερά χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και επεκτάθηκε για να μπορεί πλέον να χωρέσει στην επικράτειά της κάθε παράνομη δοσοληψία εκτός νόμιμου συστήματος.
Από το 1945 μάλιστα και μετά η μαύρη αγορά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει και τις αγορές των κλεμμένων αγαθών, ενώ λίγο αργότερα θα περιλάμβανε πλέον τα πάντα, ακόμα και τα προϊόντα του οργανωμένου εγκλήματος.
Στον 20ό αιώνα λοιπόν, οι σταθμοί της «μαύρης αγοράς» (και η ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία της) έχουν ως εξής, όπως καταγράφονται τουλάχιστον από τις πηγές και τον Τύπο της εποχής:
1920-1935: η μαύρη αγορά είναι ο τόπος διακίνησης παράνομων και κάποιες φορές καταδικαστέων αγαθών (όπως τα ναρκωτικά), όχι όμως και κλεμμένων προϊόντων.
1931-1932: η μαύρη αγορά είναι η πρακτική της διακίνησης αγαθών που παραβιάζουν τον κυβερνητικό έλεγχο των τιμών, συνήθως πάνω από το νόμιμο «ταβάνι» τιμής.
1941: η μαύρη αγορά αποκτά τον χαρακτήρα του οργανωμένου εγκλήματος.
1945: στη μαύρη αγορά βρίσκει πλέον κανείς κλεμμένα αγαθά, τα οποία αποκτά σε τιμές χαμηλότερες από της αγοράς.
Από το 1931 δηλαδή που «μαύρη αγορά» σήμαινε παράνομη πώληση απαγορευμένων αγαθών περάσαμε στην εποχή μετά τον Β' Παγκόσμιο, που η μαύρη αγορά αφορά πλέον σε κάθε διακίνηση, είτε νόμιμων είτε παράνομων αγαθών, που γίνεται στο περιθώριο του οργανωμένου συστήματος...
Ο ίδιος όρος εμφανίζεται μάλιστα σε πολλές γλώσσες της Δύσης (Scharzmarkt στα γερμανικά, marché noir στα γαλλικά, mercato nero στα ιταλικά, mercado negra στα ισπανικά, black market στα αγγλικά), γεγονός που υποδηλώνει την «ουκουμενικότητα» της πρακτικής.
Για κάτι ωστόσο τόσο παλιό -και διαισθητικό;- όσο και το ίδιο το εμπόριο, η αναζήτηση των πηγών του όρου παραμένει προβληματική, με τις αναφορές να μη συμφωνούν και να δημιουργούν σύγχυση γύρω από την ιστορία της μαύρης αγοράς...
Προβληματική του όρου
Πρώτος σταθμός φέρεται λοιπόν να είναι η μεσαιωνική Αγγλία, με τους νομάδες μισθοφόρους που περιπλανιούνται στη χώρα προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στον εκάστοτε πλειοδότη. Οι σκληροτράχηλοι αυτοί μαχητές, που ζούσαν απομονωμένοι στις ερημιές, δεν είχαν την πολυτέλεια ειδικευμένου υπηρετικού προσωπικού να τους γυαλίζει καθημερινά τις πανοπλίες: οι σιδερένιες φορεσιές τους οξειδώνονταν λοιπόν αποκτώντας μια μαύρη απόχρωση, κάνοντάς τους γνωστούς ως «μαύρους ιππότες».
Παρά το συναρπαστικό της ιστορίας, δυστυχώς δεν επιβεβαιώνεται η χρήση του όρου. Επόμενη στάση στη μυθιστορία της μαύρης αγοράς είναι η ιδιαίτερα ελκυστική πρόταση ότι η φράση έλκει την καταγωγή της από το παράνομο εμπόριο κλεμμένου -από βρετανικά ορυχεία- γραφίτη στην Αγγλία (και μέσω των Στενών της Μάγχης στη Γαλλία και τη Φλάνδρα) κατά την εποχή της βασίλισσας Ελισάβετ Α' (1533-1603).
Επόμενος πιθανός «ονοματοδότης» της μαύρης αγοράς θεωρήθηκε το ατλαντικό δουλεμπόριο των αφρικανών σκλάβων στο Τσάρλεστον το 1700.
Πού συναντάμε λοιπόν για πρώτη φορά τον όρο «μαύρη αγορά» με τη σημασία που τον ξέρουμε σήμερα; Κι όμως, είναι σε έναν χώρο που δεν θα περίμενε κανείς με την πρώτη: ήταν λοιπόν τον Αύγουστο του 1787 όταν ανέβηκε για πρώτη φορά η όπερα «Inkle and Yarico» του Samuel Arnold, με το λιμπρέτο του George Colman να κάνει ξεκάθαρα λόγο για μαύρη αγορά!
Σύγχρονες χρήσεις
Η ταυτόχρονη μάλιστα εφαρμογή της φράσης «μαύρη αγορά» σε μια σειρά από ευρωπαϊκές γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά, ιταλικά κ.ά.) υποδεικνύει ότι ο όρος χρησιμοποιούταν πλέον ευρέως.
Το Ετυμολογικό Λεξικό του Chambers, το Merriam-Webster και μια σειρά ακόμα από έγκριτα λεξικά παραθέτουν ως πηγή της «μαύρης αγοράς» την Παγκόσμια Οικονομική Έρευνα του 1931 (The World Economic Survey 1931/32), η οποία χρησιμοποιεί τον όρο 12 ολόκληρες φορές για να περιγράψει τις παράνομες εμπορικές δραστηριότητες σε αποθέματα καταναλωτικών αγαθών στο περιθώριο του «επίσημου» συστήματος.
Αυτό που γνωρίζουμε όμως με σχετική βεβαιότητα είναι ότι ο αγγλικός όρος «black market» προήλθε ως πιστή μετάφραση από τον γερμανικό «Schwarzmarkt» και υιοθετήθηκε από τους βρετανούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου για να περιγράψει το εμπόριο κλεμμένων στρατιωτικών προμηθειών (ρουχισμός, κουβέρτες, φαγητό, ελαστικά κ.λπ.). Η έκφραση καθιερώθηκε στα ζοφερά χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και επεκτάθηκε για να μπορεί πλέον να χωρέσει στην επικράτειά της κάθε παράνομη δοσοληψία εκτός νόμιμου συστήματος.
Στον 20ό αιώνα λοιπόν, οι σταθμοί της «μαύρης αγοράς» (και η ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία της) έχουν ως εξής, όπως καταγράφονται τουλάχιστον από τις πηγές και τον Τύπο της εποχής:
1920-1935: η μαύρη αγορά είναι ο τόπος διακίνησης παράνομων και κάποιες φορές καταδικαστέων αγαθών (όπως τα ναρκωτικά), όχι όμως και κλεμμένων προϊόντων.
1931-1932: η μαύρη αγορά είναι η πρακτική της διακίνησης αγαθών που παραβιάζουν τον κυβερνητικό έλεγχο των τιμών, συνήθως πάνω από το νόμιμο «ταβάνι» τιμής.
1941: η μαύρη αγορά αποκτά τον χαρακτήρα του οργανωμένου εγκλήματος.
1945: στη μαύρη αγορά βρίσκει πλέον κανείς κλεμμένα αγαθά, τα οποία αποκτά σε τιμές χαμηλότερες από της αγοράς.