ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Ἀπειλές τῆς «Νέας Ἐποχῆς» στήν εὐαίσθητη ψυχή τῶν παιδιῶν μας

"Απειλές της "Νέας Εποχής" στην ευαίσθητη ψυχή των παιδιών μας" τοῦ κ. Ἰωάννου Μηλιώνη, μέλους τῆς Π.Ε.Γ. Τό παι­χνί­δι ἦ­ταν πάν­τα ἀ­να­πό­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νο μέ τό παι­δί· συ­χνά καί μέ τούς ἐ­νή­λι­κες. Δέ νο­εῖ­ται ἀν­θρώ­πι­νη δρα­στη­ρι­ό­τη­τα πού νά μήν ἔ­χει ἀνάγ­κη τῆς ψυ­χα­γω­γί­ας· προ­σο­χή ὅ­μως, ὄ­χι τῆς δι­α­σκέ­δα­σης, ἀλ­λά τῆς ψυχα­γω­γί­ας, τῆς ἀ­γω­γῆς τῆς ψυ­χῆς. Δι­α­σκέ­δα­ση εἶ­ναι ἡ δρα­στη­ρι­ό­τη­τα[1] πού δί­νει τόν μη­χα­νι­σμό στούς ἀνθρώ­πους νά ἁ­πα­λύ­νον­ται ἀ­πό τίς στρε­σο­γό­νες κα­τα­στά­σεις τῆς καθημερι­νό­τη­τας καί νά χα­λα­ρώ­νουν. Εἶ­ναι, ὅ­πως λέ­γε­ται, πο­λύ ση­μαν­τι­κή δι­α­δι­κα­σί­α στή ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που, πού τόν βο­η­θᾶ νά ἐ­κτο­νώ­νε­ται, νά δρα­πε­τεύ­ει ἀ­πό τήν ρου­τί­να τῆς κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας καί ἔ­τσι ἔ­χει, δῆ­θεν, εὐερ­γε­τι­κή ἐ­πί­δρα­ση, κα­θώς ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ζω­ῆς κου­ρά­ζει σωματικά καί ψυ­χι­κά τόν ἄν­θρω­πο, πού ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται στίς εὐ­θύ­νες της. Δι­α­φέ­ρει ση­μαν­τι­κά ἀ­πό τήν ψυ­χα­γω­γί­α κα­θώς ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὄ­χι μέ τόν στο­χα­σμό καί τήν σκέ­ψη πού ἀ­παν­τᾶ­ται κα­τά τήν πα­ρα­κο­λού­θη­ση π.χ. μιᾶς θε­α­τρι­κῆς πα­ρά­στα­σης, ἀλ­λά μέ θο­ρυ­βώ­δη γέ­λια, χα­μό­γε­λα καί ἐμ­φα­νῆ συμ­με­το­χή τοῦ σώ­μα­τος κα­τά τή δι­α­δι­κα­σί­α αὐ­τή.

Ἄν ἐ­ξε­τά­σου­με ἐ­τυ­μο­λο­γι­κά τή λέ­ξη δι­α­πι­στώ­νου­με ὅ­τι ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό τά «διά» καί «σκε­δά­ζω» ση­μαί­νον­τας «διά-σκορ­πί­ζω» (ἀ­πό τό ἀρ­χαῖ­ο διασκεδάν­νυ­μι, τό ὁ­ποῖ­ο ση­μαί­νει καί δι­α­λύ­ω, ἐ­ξα­νε­μί­ζω ἤ, ἐ­ναλ­λα­κτι­κά, «σχί­ζω»). Ση­μαί­νει κομ­μα­τιά­ζω κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά καί πε­τῶ μα­κριά τά θρύμ­μα­τα τοῦ ἄγ­χους, τῆς στε­να­χώ­ριας, τῆς ἀ­νί­ας κ.λπ.

Τά παι­διά, λοι­πόν, ἀ­πό ἀρ­χαι­ο­τά­των χρό­νων ἀλ­λά καί οἱ ἐ­νή­λι­κες προσπαθοῦ­σαν νά «δι­α­σκε­δά­σουν» δη­λα­δή νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τίς δυ­σκο­λί­ες τους, ἀλ­λά κά­πο­τε καί νά «ψυ­χα­γω­γη­θοῦν».

Παι­δι­κά παι­χνί­δια (ἀν­τι­κεί­με­να) ἦλ­θαν στό φῶς ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κή σκαπά­νη σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις καί σέ ὅ­λα τα μή­κη καί πλά­τη τοῦ πλα­νή­τη. Ἀξί­ζει νά ἀ­να­φερ­θεῖ τό πή­λι­νο πλοιά­ριο μέ τίς ρό­δες -γιά νά κυ­λά­ει-, τό πρῶ­το καί μο­να­δι­κό μέ­χρι στιγ­μῆς δεῖγ­μα παι­δι­κοῦ παι­χνι­διοῦ στή Μυκηνα­ϊ­κή Ἑλ­λά­δα, πού βρέ­θη­κε στή θέ­ση Ρού­στια­να, βο­ρει­ο­δυ­τι­κά τοῦ σημε­ρι­νοῦ οἰ­κι­σμοῦ τῶν Λι­βα­να­τῶν, τή γνω­στή πα­ρα­λια­κή κω­μό­πο­λη τῆς Φθι­ώ­τι­δας[2], ἀλ­λά καί οἱ δε­κά­δες πλαγ­γό­νες, οἱ κοῦ­κλες τῆς ἀρ­χαι­ό­τη­τος μέ τά ὁ­ποῖ­α ἔ­παι­ζαν τά παι­διά μας.
Ἀλ­λά, ἄς προ­χω­ρή­σου­με στά σύγ­χρο­να μέ­σα παι­δι­κῆς δι­α­σκέ­δα­σης ἤ ψυχαγω­γί­ας ἀ­φή­νον­τας τούς ἀ­κρο­α­τές νά βγά­λουν τό τε­λι­κό συμ­πέ­ρα­σμα γιά ποι­ά ἀ­πό τίς δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις πρό­κει­ται· δι­α­σκέ­δα­ση ἤ ψυ­χα­γω­γί­α;

Τό παι­δι­κό βι­βλί­ο.

Πολ­λά λέ­γον­ται στίς μέ­ρες μας γιά τήν ἀ­κα­τάλ­λη­λη ἕ­ως βλα­πτι­κή γιά τά παι­διά μας «παι­δι­κή» μυ­θι­στο­ρι­ο­γρα­φί­α, πού μέ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τή γνω­στή J. K. Rowling -συγ­γρα­φέ­α τῶν βι­βλί­ων τοῦ νε­α­ροῦ μά­γου Χά­ρι Πό­τερ-, ἀλ­λά καί ὅ­σων ἄλ­λων ἀ­κο­λού­θη­σαν τήν «ἐκ­πλη­κτι­κή συν­τα­γή ἐ­πι­τυ­χί­ας» της, δεί­χνει νά ἐ­ξε­λίσ­σε­ται σέ μορ­φή ἐ­πι­δη­μι­κή.

Ἤ­δη ἀ­πό τόν 19 αἰ­ώ­να, μέ τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς «Θε­ο­σο­φι­κῆς Ἑ­ται­ρί­ας», πολλοί χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τό παι­δι­κό βι­βλί­ο γιά νά πε­ρά­σουν τά θε­ο­σο­φι­κά μηνύμα­τα τῆς Μπλα­βά­τσκυ στό εὐ­ρύ κοι­νό καί εἰ­δι­κά νά «ψυ­χα­γω­γή­σουν» τά παι­διά στά δόγ­μα­τα τοῦ ἀ­πο­κρυ­φι­σμοῦ.

Μέ τή δι­α­πί­στω­ση αὐ­τή ὑ­π’ ὄ­ψιν καί μέ τό προ­η­γού­με­νο τῆς κλα­σι­κῆς πλέον ἐ­ρώ­τη­σης: «Μά καί στά πα­ρα­μύ­θια τῆς ἐ­πο­χῆς μας δέν ὑ­πῆρ­χαν μάγοι καί μα­γι­κά;», πού οἱ γο­νεῖς συ­νή­θως σή­με­ρα ὑ­πο­βάλ­λουν ὅ­ταν γί­νε­ται ἀ­να­φο­ρά στήν κα­τα­στρο­φι­κή πα­ρου­σί­α τῆς μα­γεί­ας στό παι­δι­κό θέ­α­μα καί ἀ­νά­γνω­σμα, προ­χω­ρή­σα­με στήν ἔ­ρευ­να σχε­τι­κά μέ τό παι­δι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα καί τούς συγ­γρα­φεῖς του, τόν πε­ρα­σμέ­νο καί προ­πε­ρα­σμέ­νο αἰ­ώ­να. Ἀ­πό τήν ἔ­ρευ­νά μας αὐ­τή, με­τα­φέ­ρου­με ἕ­να μι­κρό, ἀλ­λά ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό δεῖγ­μα τῆς ζω­ῆς καί τῆς πο­λι­τεί­ας κά­ποι­ων ἀ­πό τούς θε­ω­ρού­με­νους «κλασ­σι­κούς» συγ­γρα­φεῖς παι­δι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας, πού τά ἔρ­γα τους εἶ­δαν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ἐπιτυχί­α, ἀλ­λε­πάλ­λη­λες ἐκ­δό­σεις καί, στίς μέ­ρες μας, με­τα­φορά στόν κινηματογρά­φο καί στήν τη­λε­ό­ρα­ση. Ἀ­πό τό δεῖγ­μα αὐ­τό προ­κύ­πτει ὅ­τι ἡ μα­γεί­α καί ὁ ἀ­πο­κρυ­φι­σμός ἐ­πη­ρέ­α­σαν βα­θύ­τα­τα τούς συγ­γρα­φείς κι ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς.

Ἀ­να­φέ­ρου­με ἐ­πι­λε­κτι­κά μέ χρο­νο­λο­γι­κή σει­ρά τούς: Λού­ϊς Κά­ρολ, Ἴν­τιθ Νέσμπιτ, Λεί­μαν Φράνκ Μπά­ουμ καί Ρό­αλντ Ντάλ, συγ­γρα­φεῖς πού «ψυ­χα­γώ­γη­σαν» τούς παπ­ποῦ­δες μας, τούς γο­νεῖς μας καί ἐ­μᾶς καί σή­με­ρα «ψυχα­γω­γοῦν» τά παι­διά μας[3].

α) Ὁ Λού­ϊς Κά­ρολ (Lewis Carroll, 1832 – 1898), φι­λο­λο­γι­κό ψευ­δώ­νυ­μο τοῦ Charles Lutwidge Dodgson, ὑ­πῆρ­ξε Ἄγ­γλος μα­θη­μα­τι­κός, κλη­ρι­κός (Ἀγγλικανός), φω­το­γρά­φος, ἐ­πι­στή­μων τῆς λο­γι­κῆς, μυ­στι­κι­στής, θε­ο­σο­φι­στής, ὀ­πα­δός τοῦ πνευ­μα­τι­σμοῦ καί συγ­γρα­φέ­ας, ἰ­δι­αί­τε­ρα γνω­στός ἀ­πό τό κλα­σι­κό παι­δι­κό ἀ­νά­γνω­σμα: «Ἡ Ἀ­λί­κη στή Χώ­ρα τῶν Θαυ­μά­των» (Alice's Adventures in Wonderland) καί τή λι­γό­τε­ρο γνω­στή συ­νέ­χειά του: «Τί βρῆ­κε ἡ Ἀ­λί­κη μέ­σα στόν κα­θρέ­φτη» (Through the Looking-Glass And What Alice Found There).

Πα­ρό­λο πού οἱ πλη­ρο­φο­ρί­ες ἀ­πό μέ­ρους τοῦ Dodgson εἶ­ναι ἀ­νε­παρ­κεῖς, για­τί ἀ­πό τά 13 ἡ­με­ρο­λό­γιά του ἔ­χουν ἀ­φαι­ρε­θεῖ οἱ σε­λί­δες γιά τήν πε­ρί­ο­δο 1858-1862. Εἶ­ναι σα­φές ὅ­τι ἡ φι­λί­α του μέ τήν οἰ­κο­γέ­νεια τῆς Alice Liddell ἦ­ταν ἕ­να ση­μαν­τι­κό μέ­ρος τῆς ζω­ῆς του.
Ὁ Dodgson ἀ­νέ­πτυ­ξε ἰ­δι­αί­τε­ρη φι­λί­α μέ τήν 10χρονη Ἀ­λί­κη στήν ὁ­ποί­α ἀ­φι­έ­ρω­σε τίς φαν­τα­στι­κές –γε­μά­τες ὅ­μως μέ θε­ο­σο­φι­κούς καί ρο­δο­σταυ­ρι­κούς συμ­βο­λι­σμούς- δι­η­γή­σεις του. Ἔ­τσι, γεν­νή­θη­κε τό βι­βλί­ο του, τό 1864, «Οἱ πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς Ἀ­λί­κης κά­τω ἀ­πό τή γῆ» (Alice's Adventures Under Ground).

Ὁ Dodgson δι­έ­θε­τε ὧ­ρες ὁ­λό­κλη­ρες κα­θη­με­ρι­νά σέ βόλ­τες, σέ δι­η­γή­σεις φα­ντα­στι­κῶν ἱ­στο­ρι­ῶν καί κα­τα­γρα­φή τῶν ἱ­στο­ρι­ῶν αὐ­τῶν καί εἰ­κο­νο­γρά­φη­σή τους κι ἀ­κό­μη, φω­το­γρα­φί­ζον­τας, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ­ται, τό κο­ρι­τσά­κι αὐ­τό σέ δι­ά­φο­ρες πό­ζες, κά­ποι­ες μάλι­στα ἡ­μί­γυ­μνες, ντυ­μέ­νο μέ κου­ρέ­λια. Σή­με­ρα -ὅ­πως καί μέ μέ­ρος τοῦ ἡ­με­ρο­λο­γί­ου του- τό 60% τοῦ φω­το­γρα­φι­κοῦ του ἀρ­χεί­ου ἔ­χει μυ­στη­ρι­ω­δῶς ἐ­ξα­φα­νι­στεῖ.

Γε­νι­κά, οἱ πα­ρά­ξε­νες φι­λί­ες τοῦ Dodgson, συγ­χρό­νως μέ τήν ἔλ­λει­ψη ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά αἰ­σθη­μα­τι­κές σχέ­σεις μέ ἐ­νή­λι­κες γυ­ναῖ­κες, ἀλ­λά καί ἡ ἔ­ρευ­να τοῦ ἔρ­γου του ἀ­πό ψυ­χι­α­τρι­κῆς πλευ­ρᾶς -εἰ­δι­κά οἱ φω­το­γρα­φί­ες του μέ γυ­μνά ἤ ἡ­μί­γυ­μνα κο-ρί­τσια-, ἔ­χουν ὁ­δη­γή­σει πολ­λούς βι­ο­γρά­φους του σέ εἰ­κα­σί­ες πε­ρί παι­δο­φι­λί­ας, ἴ­σως κα­τα­πι­ε­σμέ­νης καί ἀ­νεκ­δή­λω­της.

β) Ἡ Ἴν­τιθ Νέσ­μπιτ (Edith Nesbit, 1858 - 1924). Ἀγ­γλί­δα συγ­γρα­φέ­ας καί ποιή­τρια, πο­λι­τι­κή ἀ­κτι­βί­στρια καί συ­νι­δρύ­τρια τῆς Fabian Society[4], στε­νή φί­λη τῆς θε­ο­σο­φί­στριας Annie Besant (μέ­λος κι αὐ­τή τῆς Fabian Society) γιά τήν ὁ­ποί­α μά­λι­στα ἡ Νέσ­μπιτ κά­νει ἀ­να­φο­ρές στό γνω­στό παι­δι­κό μυ­θι­στό­ρη­μά της «Τό Μα­γι­κό Φυ­λα­χτό» (The Story of the Amulet). Τό πιό ση­μαν­τι­κό ὅ­μως γιά μᾶς, στή ζω­ή τῆς Νέσ­μπιτ, εἶ­ναι τό γε­γο­νός ὅ­τι ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος τοῦ «Ἑρ­μη­τι­κοῦ Τάγ­μα­τος τῆς Χρυ­σῆς Αὐ­γῆς»[5].

Ἡ ζω­ή τῆς Nesbit μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ «μυ­θι­στο­ρη­μα­τι-κή» γιά τό κοινω­νι­κό πλαί­σιο τῆς ἐ­πο­χῆς της. Τό 1877, 19 ἐ­τῶν, γνω­ρί­ζει τόν τρα­πε­ζι­κό ὑπάλ­λη­λο Hubert Bland τόν ὁ­ποῖ­ο καί παν­τρεύ­ε­ται ὄν­τας ἤ­δη 7 μη­νῶν ἔγ­κυ­ος, πρᾶγ­μα σκαν­δα­λῶ­δες γιά τίς τό­τε ἀν­τι­λή­ψεις. Ὅ­μως, ὑ­πάρ­χει καί συ­νέ­χεια: τό νέ­ο ζευ­γά­ρι δέν συγ­κα­τοι­κεῖ. Ὁ Bland συ­νέ­χι­σε νά ζεῖ μέ τή μη­τέ­ρα του, ἀ­φοῦ ἔ­χουν ἀ­πο­φα­σί­σει νά ἔ­χουν «ἀ­νοι­κτό γά­μο», ὅ­που ὁ κα­θέ­νας δια­τη­ρεῖ τό «δι­καί­ω­μα» γιά ἐ­ξω­συ­ζυ­γι­κές σχέ­σεις. Ὁ Bland μά­λι­στα συ­νέ­χι­σε τή σχέ­ση του μέ μιά ἄλ­λη γυ­ναί­κα.

Ἡ Nesbit ἔ­γρα­ψε -ἤ συ­νερ­γά­στη­κε στό γρά­ψι­μο μέ ἄλ­λους- πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό 60 βι­βλί­α φαν­τα­σί­ας γιά παι­διά, πολ­λά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α σή­με­ρα ἔ­χουν «ἀ­να­κτη­θεῖ» -ἐν ὄ­ψει τῆς ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κῆς λαί­λα­πας στό παι­δι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα- καί προ­σαρ­μο­στεῖ γιά τόν κι­νη­μα­το­γρά­φο καί τήν τη­λε­ό­ρα­ση.

Ἔρ­γα της με­τα­φρα­σμέ­να στή χώ­ρα μας εἶ­ναι: «Τό Μα­γι­κό Φυ­λα­κτό» (The Story of the Amulet), «Τά παι­διά πού ἔ­βλε­παν τά τρέ­να νά περ­νοῦν» (The Railway Children) καί τό «Δύ­ο παι­διά κα­θα­ρί­ζουν τήν πό­λη τους» (Die Retter des Landes). Κυ­κλο­φο­ροῦν ἀ­κό­μη τά: «Five Children and It» (Πέν­τε παι­διά κι Ἐ­κεῖ­νο) καί «The Story of the Treasure Seekers» (Ἡ Ἱ­στο­ρί­α τῶν Θη­σαυ­ρο­κυ­νη­γῶν) -μέ τίς συ­νέ­χει­ές του-, «The Phoenix and the Carpet» (Ὁ Φοί­νι­κας καί τό χα­λί), «The Would be goods» (Αὐ­τοί πού θά ἤ­θε­λαν νά γί­νουν κα­λοί), «Book of Dragons» (Ἡ Βί­βλος τῶν Δρά­κων), «Magic World» (Ὁ Μα­γι­κός Κό­σμος), «Wet Magic» (Θα­λασ­σι­νή Μα­γεί­α), «Jack and the Beanstalk» (Ὁ Τζάκ καί ἡ Φα­σο­λιά), «Magic City» (Ἡ Μα­γι­κή Πο­λι­τεί­α), «House of Arden» (Ὁ Οἶ­κος τῶν Ἄρ­ντεν), «The Enchanted Castle» (Τό Μα­γε­μέ­νο Κά­στρο) κ. ἄ. Κάποια ἀ­πό αὐ­τά χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται στό πρω­τό-τυ­πο σάν βο­η­θή­μα­τα γιά τήν ἐκ­μά­θυν­ση τῆς ἀγ­γλι­κῆς καί σέ ἑλ­λη­νι­κά φρον­τι­στή­ρια, ἐ­νῶ «Τό Μα­γι­κό Φυ­λα­κτό» (The Story of the Amulet) εἶ­δε τό φῶς τῆς δη­μο­σι­ό­τη­τας στή δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’40, σέ ἑ­βδο­μα­δια­ῖες συ­νέ­χει­ες στή «Δι­ά­πλα­ση τῶν Παί­δων» τοῦ Γρη­γό­ριου Ξε­νό­που­λου.

Τέ­λος, μπο­ροῦ­με νά θε­ω­ρή­σου­με ἀ­νε­πι­φύ­λα­κτα τή Nesbit ὡς ἐ­κεί­νη πού ἄ­σκη­σε ἄ­με­ση ἤ ἔμ­με­ση ἐ­πιρ­ρο­ή σέ πολ­λούς με­τα­γε­νέ­στε­ρους συγ­γρα­φεῖς παι­δι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας, συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων τῶν: P. L. Travers (συγ­γρα­φέ­α τῆς Mary Poppins), Edward Eager, Diana Wynne Jones καί J. K. Rowling (Χά­ρι Πό­τερ). Θε­ω­ρεῖ­ται ὅ­τι ἀ­κό­μη κι ὁ C. S. Lewis ἔ­γρα­ψε τό ἑ­πτά­το­μο ἔρ­γο του, «Τό Χρο­νι­κό τῆς Νάρ­νια» (The Chronicles of Narnia), ὑ­πό τήν ἐ­πιρ­ρο­ή τῆς ἐρ­γα­σί­ας τῆς Edith Nesbit.

γ) Ὁ Λύ­μαν Φράνκ Μπά­ουμ (Lyman Frank Baum, 1856 - 1919).
Ἀ­με­ρι­κα­νός συγ­γρα­φέ­ας παι­δι­κῶν βι­βλί­ων, πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στός γιά τό βι­βλί­ο του «Ὁ Θαυ­μα­στός Μά­γος τοῦ Ὄζ» (Wonderful Wizard of Oz). Ὁ Baum ἔ­γρα­ψε συ­νο­λι­κά δε­κα­τρεῖς συ­νέ­χει­ες στό πα­ρα­πά­νω μυ­θι­στό­ρη­μα, ἐν­νέ­α ἄλ­λα μυ­θι­στο-ρή­μα­τα φαν­τα­σί­ας, κα­θώς καί πλη­θώ­ρα ἄλ­λων ἔρ­γων, ἐ­νῶ κα­τέ­βα­λε με­γά­λη προ­σπά­θεια νά ἀ­νε­βά­σει τά ἔρ­γα του στή σκη­νή καί στήν ὀ­θό­νη.

Ἡ βα­σι­κή ἱ­στο­ρί­α στό πρῶ­το βι­βλί­ο, «Ὁ Θαυ­μα­στός Μά­γος τοῦ Ὄζ», ἀ­φο­ρᾶ σέ ἕ­να ὀρ­φα­νό κο­ρί­τσι, τήν Ντό­ρο­θι Γκέ­ϊλ (Dorothy Gale), πού περ­νᾶ ζω­ή μο­νό­το­νη στή φάρ­μα τῶν θεί­ων της. Ἡ εὐ­χή της νά γνω­ρί­σει τόν κό­σμο καί τήν πε­ρι­πέ­τεια πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ὅ­ταν ἕ­νας δυ­να­τός ἄ­νε­μος τή με­τα­φέ­ρει, μα­ζί μ’ ὁ­λό­κλη­ρο τό σπί­τι της, στή «μα­γι­κή χώ­ρα τοῦ Ὄζ». Ἐ­κεῖ ἔρ­χε­ται σέ σύγ­κρου­ση μέ τήν «Κα­κιά Μά­γισ­σα τῆς Δύ­σης» καί με­τά ἀ­πό τίς συμ­βου­λές τῆς «κα­λῆς μά­γισ­σας», ἡ Ντό­ρο­θι κα­τευ­θύ­νε­ται πρός τήν Σμα­ρα­γδέ­νια Πο­λι­τεί­α ὅ­που ζεῖ ὁ πα­νί-σχυ­ρος Μά­γος τοῦ Ὄζ, ὁ μο­να­δι­κός πού μπο­ρεῖ νά τή βο­η­θή­σει νά ἐ­πι­στρέ­ψει στή φάρ­μα τῶν θεί­ων της. Στή διά­ρκεια τοῦ τα­ξι­διοῦ της, ἡ Ντό­ρο­θι γνω­ρί­ζε­ται μέ τό Σκιά­χτρο, τόν Τε­νε­κεδέ­νιο Ἄν­θρω­πο καί τό Δει­λό Λι­ον­τά­ρι.
Γιά τό βι­βλί­ο γρά­φτη­καν πολ­λές κρι­τι­κές, κά­ποι­ες στήν προ-σπά­θεια νά ταυ­τί­σουν τίς ἀλ­λη­γο­ρί­ες καί τούς ἥ­ρω­ές του μέ πρό­σω­πα καί κα­τα­στά­σεις στήν πο­λι­τι­κή σκη­νή τῆς ἐ­πο­χῆς.

Τό 1939, ἡ Metro Goldwyn Mayer γύ­ρι­σε τό μυ­θι­στό­ρη­μα τοῦ Baum στήν κλα­σι­κή ται­νί­α «Ὁ Μά­γος τοῦ Ὄζ», μέ πρω­τα­γω­νί-στρια τή Τζούν­τι Γκάρ­λαντ (Judy Garland) στό ρό­λο τῆς Dorothy καί πολ­λά ἀ­γα­πη­μέ­να τρα­γού­δια, ὅ­πως τό «Πέ­ρα ἀ­πό τό Οὐ­ρά­νιο τό­ξο» (Over the Rainbow).

Κά­ποι­οι ἀ­πό τούς βι­ο­γρά­φους του θε­ω­ροῦν ὅ­τι ὁ Baum ἀ­να­νέ­ω­σε τό παι­δι­κό πα­ρα­μύ­θι καί τό ἐ­ξυ­γί­α­νε ἀ­πό «τή βί­α καί τά ἔκ­δη­λα δι­δάγ­μα­τα ἠ­θι­κῆς τοῦ πα­ρελ­θόν­τος». Οἱ κρι­τι­κοί αὐ­τοί προ­φα­νῶς ἀ­γνο­οῦν τίς ὑ­παρ­ξια­κές θέ­σεις τοῦ συγ­γρα­φέ­α καί τήν ἐν­σω­μά­τω­ση τῶν συμ­βο­λι­σμῶν τῆς «θε­ο­σο­φι­κῆς ἠ­θι­κῆς» στό ἔρ­γο του. Εἶ­ναι ἡ εἰ­σα­γω­γή –με­τα­ξύ πολ­λῶν ἄλ­λων συμ­βο­λι­σμῶν- τῆς δι­δα­σκα­λί­ας πε­ρί «κα­λῆς» καί «κα­κῆς» μα­γεί­ας, πού οἱ ὀ­πα­δοί τῆς Θε­ο­σο­φι­κῆς Ἑ­ται­ρί­ας τῆς Ἕ. Π. Μπλα­βά­τσκυ φρόν­τι­ζαν ἀ­πό τό­τε νά ἐ­θί­ζουν τό εὐ­ρύ κοι­νό. Ἀ­κό­μη, ἡ παν­τε­λής ἔλ­λει­ψη τοῦ Θε­οῦ καί ἡ ὑ­πο­κα­τά­στα­σή του ἀ­πό τό «μά­γο τοῦ Ὄζ», πού ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων, ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται στό τέ­λος τοῦ ἔρ­γου «τυ­χο­δι­ώ­κτης, τα­χυ­δα­κτυ­λουρ­γός καί τσαρ­λα­τά­νος», ὁ­δη­γεῖ στίς γνω­στές δι­δα­σκα­λί­ες τοῦ ἀ­πο­κρυ­φι­σμοῦ γιά «τή δύ­να­μη πού ὅ­λοι ἔ­χου­με μέ­σα μας» καί πού ἀρ­κεῖ «νά τήν ἀ­να­κα­λύ­ψου­με» ἔ­χον­τας τούς «κα­τάλ­λη­λους ὁ­δη­γούς», τίς «κα­λές» μά­γισ­σες καί τά ξω­τι­κά.

δ) Ὁ Ρό­αλντ Ντάλ (Roald Dahl, 1916 - 1990). Οἱ ἄ­σχη­μες, τραυ­μα­τι­κές παι­δι­κές ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ Dahl ἀν­τι­κα­το­πτρί­ζον­ται στό συγ­γρα­φι­κό του ἔρ­γο, ἀλ­λά καί στήν έ­παγ­γελ­μα­τι­κή του στα­δι­ο­δρο­μί­α ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πῆρ­ξε τα­ρα­χώ­δης. Μέ τήν ἔ­κρη­ξη τοῦ Β΄ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου ὁ Dahl το­πο­θε­τεί­ται στήν «Βρε­τα­νι­κή Ὑ­πη­ρε­σί­α Συν­το­νι­σμοῦ Ἀ­σφα­λεί­ας» (Bri­tish Security Coordination), ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς γνω­στῆς MI6[6], συν­τάσ­σον­τας προ­πα­γαν­δι­στι­κό ὑ­λι­κό ὑ­πέρ τῆς Ἀγ­γλο-Ἀ­με­ρι­κα­νι­κῆς συμ­μα­χί­ας, κυ­ρί­ως γιά Ἀ­με­ρι­κα­νι­κή κα­τα­νά­λω­ση. Ἡ ἐρ­γα­σί­α αὐ­τή ὑ­πῆρ­ξε ἡ εἰ­σα­γω­γή τοῦ Dahl στόν κό­σμο τῆς κα­τα­σκο­πεί­ας καί ἡ συ­νερ­γα­σί­α του μέ τόν Κα­να­δό ἀρ­χι­κα­τά­σκο­πο Wil­li­am Stephenson καί ἄλ­λους δι­ε­θνῶς γνω­στούς σή­με­ρα πρά­κτο­ρες ὅ­πως οἱ Ian Fleming καί David Ogilvy.

Ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή ζω­ή του ὑ­πῆρ­ξε κι αὐ­τή περιπετειώδης.

Ὁ Roald Dahl ἐ­γρα­ψε μυ­θι­στο­ρή­μα­τα, ἱ­στο­ρί­ες γιά παι­διά, ποι­ή­μα­τα, κι­νη­μα­το­γρα­φι­κά σε­νά­ρια...
Τό πρῶ­το «παι­δι­κό» βι­βλί­ο του, τό 1942 ἦ­ταν «Τά Γκρέμ­λινς» (The Gremlins) μέ τρο­μα­κτι­κό καί «χι­ου­μο­ρι­στι­κό» πε­ρι­εχό­με­νο. Τό βι­βλί­ο ἔ­κα­νε ται­νί­α, τό 1984, ὁ Steven Spielberg· ἕ­να ἀ­πα­ρά­δε­κτο κρά­μα ἀ­κραί­ου τρό­μου καί ἀμ­φί­βο­λου χι­οῦ­μορ, πού ἄν καί με­τρι­ό­τη­τα προ­ω­θή­θη­κε μέ ὅ­λα τά μέ­σα.

Τά πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά βι­βλί­α τοῦ Dahl κυ­κλο­φο­ροῦν καί στή χώ­ρα μας, με­τα­φρα­σμέ­να στά ἑλ­λη­νι­κά. Με­ρι­κά ἀ­πό αὐ­τά εἶ­ναι τά: «Μα­τίλ­ντα» (Matilda), «Ὁ Τσάρ­λι καί τό ἐρ­γο­στά­σιο σο­κο­λά­τας» (Charlie and the chocolate factory), «Ὁ Τσάρ­λι καί ὁ με­γά­λος γυ­ά­λι­νος ἀ­νελ­κυ­στή­ρας» (Charlie and the great glass elevator), «Οἱ μά­γισ­σες» (The Witches), «Ὁ Πέ­λης, ἡ Πάρ­δα­λη κι ἐ­γώ» (The Giraffe and the Pelly and Me), «Ἄ­νω Λέχ» (Esio Trot), «Ὁ ΜΦΓ, ὁ με­γά­λος φι­λι­κός γί­γαν­τας» (The BFG), «Ὁ Τζί­μης καί τό γι­γαν­το­ρο­δά­κι­νο» (James and the giant peach), «Τά παλι­ο­τέ­ρα­τα» (Dirty beasts), «Ὁ θεῖ­ος Ὄ­σβαλντ» (My uncle Oswald), «Τά πα­ρα­μύ­θια ἀ­νά­πο­δα» (Revolting rhymes), «Οἱ βλα­κέν­τιοι» - «Τό θαυ­μα­τουρ­γό φάρ­μα­κο» (The twits - George's Marvellous Medicine), «Ἀ­προσ­δό­κη­τες ἱ­στο­ρί­ες» (Tales of the unexpected), «Ντά­νι, ὁ πρω­τα­θλη­τής τοῦ κό­σμου» (Danny the champion of the world), «Ἡ ὑ­πέ­ρο­χη ἱ­στο­ρί­α τοῦ Χέν­ρι Σούγκαρ» (The wonderful story of Henry Sugar and six more) καί «Ὁ ἀ­πί­θα­νος κος Φόξ» - «Τό μα­γι­κό δά­χτυ­λο» (Fantastic Mr. Fox - The Magic Finger)[7].

Ἄν καί ὁ Dahl θε­ω­ρεῖ­ται παγ­κό­σμια ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νος συγ-γρα­φέ­ας παι­δι­κῶν βι­βλί­ων, στό ἐ­ξω­τε­ρι­κό καί εἰ­δι­κά στίς ΗΠΑ κα­τα­βάλ­λον­ται προ­σπά­θει­ες ἀ­πό ἐ­πί­ση­μους φο­ρεῖς καί πρό-σω­πα γιά τόν ἀ­πο­κλει­σμό τῶν ἔρ­γων του ἀ­πό τίς σχο­λι­κές βι­βλι­ο­θῆ­κες. Συ­χνά σύλ­λο­γοι γο­νέ­ων κα­τα­λό­γι­σαν στά βι­βλί­α του χυ­δαι­ό­τη­τα καί σκλη­ρό­τη­τα. Τέ­τοι­α κρι­τι­κή προ­έρ­χε­ται ἐξ ἴ­σου ἀ­πό Δε­ξιούς καί Ἀ­ρι­στε­ρούς πο­λι­τι­κούς χώ­ρους, ἀλ­λά καί ἀ­πό ποι­κί­λες ἰ­δε­ο­λο­γι­κές ὁ­μά­δες. Ὁ ὀρ­γα­νω­μέ­νος φε­μι­νι­σμός π.χ. κα­τήγ­γει­λε τό βι­βλί­ο του «Οἱ Μά­γισ­σες» (The Witches) γιά τή δυ­σμε­νῆ πα­ρου­σί­α­ση τῆς γυ­ναί­κας, ἐ­νῶ Χρι­στι­α­νι­κοί κύ­κλοι κα­τα­δί­κα­σαν τό βι­βλί­ο για­τί εἰ­σά­γει τά παι­διά στόν ἀ­πο­κρυ­φι­σμό.
Στά ἄλ­λα ἐ­πί­ση­μα ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­να βι­βλί­α τοῦ Dahl πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται: «Τό θαυ­μα­τουρ­γό φάρ­μα­κο» (George's Marvellous Medicine) -ὅ­που ἕ­να ἀ­γό­ρι δο­λο­φο­νεῖ τή για­γιά του- καί «Ὁ Τζί­μης καί τό γι­γαν­το­ρο­δά­κι­νο» (James and the Giant Peach), τό ὁ­ποῖ­ο στο­χο­ποι­εῖ­ται γιά τήν ἀ­νορ­θό­δο­ξη χρή­ση τῆς γλώσ­σας, τή χρή­ση σε­ξου­α­λι­κῶν προ­τύ­πων καί τήν προ­βο­λή κα­τα­στά­σε­ων μέ δι­ε­φθαρ­μέ­νο, μα­κά­βριο καί τρο­μα­κτι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο.

Συ­χνά ἐκ­δό­τες στίς ΗΠΑ ἔ­χουν λο­γο­κρί­νει αὐ­στη­ρά βι­βλί­α τοῦ Dahl, ἀ­φαι­ρών­τας ὁ­λό­κλη­ρα ἐ­πι­λή­ψι­μα τμή­μα­τα. Οἱ ἀν­τιρ­ρή­σεις τοῦ Dahl στό θέ­μα αὐ­τό ἦ­ταν ὅ­τι τά βι­βλί­α του ἐ­νο­χλοῦ­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τούς ἐ­νή­λι­κες ἀ­π’ ὅ,τι τά παι­διά, γιά τά ὁ­ποῖ­α ἰ­σχυ­ρι­ζό­ταν ὅ­τι εἶ­ναι πιό βάρ­βα­ρα ἀ­πό τούς με­γά­λους. Βέ­βαι­α, σ’ αὐ­τό θά μπο­ρού­σα­με νά ἀν­τι­τεί­νου­με: α) ὅ­τι τά παι­διά εἶ­ναι πιό εἰ­λι­κρι­νῆ στίς ἀντιδράσεις τους, κα­θώς δέν ἔ­μα­θαν ἀ­κό­μη νά κρύ­βουν τά συ­ναι­σθή­μα­τά τους κι ἔ­τσι ἐκ­φρά­ζον­ται πιό αὐ­θόρ­μη­τα ἀ­π’ ὅ,τι οἱ με­γά­λοι καί β) ὅ­τι στό θέ­μα τῆς βί­ας, τά παι­διά δι­α­μορ­φώ­νον­ται ἀ­νά­λο­γα μέ τήν ἐκ­παί­δευ­σή τους. Ἀ­κό­μη, γ) ὅ­τι συ­χνά δέν κα­τα­νο­οῦν τά ὑ­πο­νο­ού­με­να τοῦ συγ­γρα­φέ­α καί τεί­νουν νά θε­ω­ροῦν ἀ­στεῖ­ο ὅ,τι τά κά­νει νά ξε­φεύ­γουν ἀ­πό τά πλαί­σια –σω­στά ἤ λαν­θα­σμέ­να- πού οἱ ἐ­νή­λι­κοι, συ­χνά ἄ­κρι­τα, τούς ἐ­πι­βάλ­λουμε.

Συλ­λο­γι­κά, τό ἔρ­γο τοῦ Dahl δι­α­πνέ­ε­ται ἀ­πό τό πα­ρά­δο­ξο, τό μυ­στη­ρι­ῶ­δες, τό τρο­μα­κτι­κό, τό μα­γι­κό-ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κό –στη­ρι­ζό­με­νο συ­χνά στή μον­τέρ­να (τό­τε) θε­ω­ρί­α τῆς «πα­ρα­ψυχο­λο­γί­ας»- καί τά ἀν­τι­παι­δα­γω­γι­κά μη­νύ­μα­τα, δι­αν­θι­σμέ­να μέ «βρε­τα­νι­κό χι­οῦ­μορ» καί πυ­κνές ἀ­να­φο­ρές στή... σο­κο­λά­τα, πού ὑ­πῆρ­ξε ἡ ἀ­γα­πη­μέ­νη του λι­χου­διά.
Κυ­ρί­αρ­χο ἐ­πι­κρα­τεῖ στά βι­βλί­α του εἰ­δι­κά τό μή­νυ­μα ὅ­τι «ἐ­πι­τρέ­πε­ται στά παι­διά νά τι­μω­ροῦν τούς με­γά­λους ὅ­ταν οἱ με­γά­λοι δέν φέ­ρον­ται σω­στά», μιά βρα­δυ­φλε­γής βόμ­βα στά σπλά­χνα τῆς οἰ­κο­γέ­νειας καί τῆς κοι­νω­νί­ας μας ἐκ μέ­ρους ἑ­νός ἀν­θρώ­που, πού πο­τέ δέ βί­ω­σε τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό φρό­νη­μα τοῦ «ἀ­γα­πᾶ­τε τούς ἐ­χθρούς ὑ­μῶν...», ἀλ­λά πα­ρέ­μει­νε, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, στό ἐ­πί­πε­δο τοῦ «ὀ­φθαλ­μόν ἀν­τί ὀ­φθαλ­μοῦ...».

Μέ βά­ση αὐ­τό τό ἱ­στο­ρι­κό μπο­ροῦ­με εὔ­κο­λα νά ἀν­τι­λη­φθοῦ­με ὅ­τι ὁ Roald Dahl σέ ὅ­λη του τή ζω­ή ὑ­πῆρ­ξε ἕ­να «με­γά­λο παι­δί» -ὄ­χι πάν­τα μέ τήν κα­λή ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου- πού με­τέ­φε­ρε στά μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του –εἰ­δι­κά στά παι­δι­κά- τά προσω­πι­κά του βι­ώ­μα­τα καί ἀ­δι­έ­ξο­δα. Χρη­σι­μο­ποι­εῖ τό χι­οῦ­μορ, πρᾶγ­μα πού κα­θι­στᾶ τά βι­βλί­α του εὐ­χά­ρι­στα μέν καί δια­σκεδα­στι­κά στό παι­δί, ἀλ­λά καί στόν ἐ­νή­λι­κο, γε­γο­νός, πού κά­νει τό πε­ρι­ε­χό­με­νό τους ἀ­κό­μη πιό ἐ­πι­κίν­δυ­νο, κα­θώς ἔ­τσι ἰ­σχυ­ρο­ποι­εῖ καί ἐμ­πε­δώ­νει τίς λαν­θα­σμέ­νες συμ­πε­ρι­φο­ρές, ἀ­να­μα­σών­τας ξα­νά καί ξα­νά –σ’ ὅ­λα του σχε­δόν τά παι­δι­κά βι­βλί­α- τήν τι­μω­ρί­α τῶν «κα­κῶν ἐ­νη­λί­κων» -τούς ὁ­ποί­ους περι­γρά­φει ἐ­φι­αλ­τι­κά κα­κούς- ἀ­πό τά πρώ­ην θύ­μα­τά τους τά «βα­σα­νι­σμέ­να παι­διά».

Λέ­γε­ται ὅ­τι ὁ Dahl ἔ­φε­ρε ἐ­πα­νά­στα­ση στό παι­δι­κό βι­βλί­ο, ὅ­μως -θά συμ­πλη­ρώ­σου­με ἐ­μεῖς- πό­σοι γνω­ρί­ζουν –καί εἰ­δι­κά οἱ γο­νεῖς- τί εἴ­δους εἶ­ναι ἡ «ἐ­πα­νά­στα­ση», πού ὁ Roald Dahl ἔ­φε­ρε καί πό­σο βλα­πτι­κή ἦ­ταν καί εἶ­ναι στή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς εὐ­αί­σθη­της παι­δι­κῆς προ­σω­πι­κό­τη­τας;

Αὐ­τά, σχε­τι­κά μέ συγ­γρα­φεῖς πού δέ ζοῦν σή­με­ρα, ἀλ­λά πού συ­νε­χί­ζουν μέ τό ἔρ­γο τους νά ἐ­πη­ρε­ά­ζουν τίς παι­δι­κές ψυ­χές. Ὅ­μως στίς μέ­ρες μας τό κα­κό ἔ­χει λά­βει τε­ρά­στι­ες δι­α­στά­σεις.
Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με σέ δύ­ο μό­νο συγ­γρα­φεῖς τήν J. K. Rowling, συγ­γρα­φέ­α τῆς γνω­στῆς σει­ρᾶς τοῦ μά­γου «Χά­ρι Πό­τερ» καί τόν Philip Pullman πε­ρισ­σό­τε­ρο γνω­στό ἀ­πό τό βλά­σφη­μο ἔρ­γο τοῦ «Τρι­λο­γί­α τοῦ Κό­σμου» (His Dark Materials), πού πε­ρι­λαμ­βά­νει τά βι­βλί­α: «Τό ἀ­στέ­ρι τοῦ βορ­ρᾶ» (Northern Lights), «Ὁ ἄρ­χον­τας τῶν δυ­ό κό­σμων» (The Subtle Knife) καί «Τό κε­χριμ­πα­ρέ­νιο τη­λε­σκό­πιο» (The Amber Spyglass).

Ἀλ­λά ἄς ξε­κι­νή­σου­με μέ τήν J. K. Rowling γιά τήν ὁ­ποί­α ἔ­χου­με γρά­ψει πολ­λά καί στό πε­ρι­ο­δι­κό τῆς Π.Ε.Γ. «Δι­ά­λο­γος», ἀλ­λά καί στό «ἐγ­κόλ­πιο αὐ­το­προ­στα­σί­ας»: «Ναί ἤ ΟΧΙ στό Χά­ρι Πό­τερ»;
Ἔ­χει συ­χνά τε­θεῖ τό ἐ­ρώ­τη­μα: «Τί εἶ­ναι αὐ­τό πού ἕλ­κει τά παι­διά στίς πε­ρι­πέ­τει­ες τοῦ Χά­ρι Πό­τερ»;
Πέ­ραν ἀ­πό τήν πρω­το­φα­νή διάδοση τοῦ ἔρ­γου τῆς Ρό­ου­λινγκ ἀ­πό τό δι­ε­θνές κύ­κλω­μα τῆς Μα­σο­νί­ας καί τῆς «Νέ­ας Ἐ­πο­χῆς», τί εἶ­ναι αὐ­τό πού κά­νει τήν Ρό­ου­λινγκ ἀ­γα­πη­τή στά παι­διά;

Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι μί­α καί μο­να­δι­κή: Τά παι­διά ἕλ­κον­ται ἀ­πό τά γρα­πτά της Ρό­ου­λινγκ, για­τί σ’ ὅ­λο της τό ἔρ­γο ὑ­πάρ­χει δι­ά­χυ­τη ἡ θέ­ση: «Οἱ γο­νεῖς σας δέν σᾶς κα­τα­λα­βαί­νουν. Ἐ­γώ, εἶ­μαι μα­ζί σας»!
Βε­βαί­ως, που­θε­νά δέν ὑ­πάρ­χει αὐ­τή ἡ δι­α­τύ­πω­ση ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς. Ὅ­μως, ἀ­φή­νε­ται ἡ το­πο­θέ­τη­ση αὐ­τή νά αἰ­ω­ρεῖ­ται σέ κά­θε κε­φά­λαι­ο, νά ὑ­πο­φώ­σκει σέ κά­θε πα­ρά­γρα­φο. Για­τί, τί ἄλ­λο ἀπ’ αὐ­τό εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­δο­χή τῆς κα­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τῶν «ἡ­ρώ­ων» ἀ­πό τό πε­ρι­βάλ­λον τῶν μά­γων, σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τήν ἀ­πόρ­ρι­ψή τους ἀ­πό τόν κό­σμο τῶν muggles (τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἀ­πορ­ρί­πτουν τή μα­γεί­α);

Τά παι­διά τῆς ἡ­λι­κί­ας τῶν 10 ἐ­τῶν καί πά­νω, μέ­χρι καί τήν ἐ­νη­λι­κί­ω­σή τους βρί­σκον­ται σχε­δόν συ­νε­χῶς σέ μί­α «ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση» μέ τούς γο­νεῖς τους πε­ρισ­σό­τε­ρο ἤ λι­γό­τε­ρο ἔν­το­νη ἐ­ξαρ­τώ­με­νη ἀ­πό πολ­λούς πα­ρά­γον­τες, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ἀ­πό τήν ἀ­δυ­να­μί­α τῶν γο­νέ­ων νά ἀν­τι­λη­φθοῦν τήν ἀ­νάγ­κη τοῦ παι­διοῦ νά ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ σάν ξε­χω­ρι­στή προ­σω­πι­κό­τη­τα καί νά στα­θεῖ στά πό­δια του χω­ρίς τά δε­κα­νί­κια τῆς ὑ­περ­προ­στα­σί­ας τά ὁ­ποῖ­α πολ­λοί γο­νεῖς ἐ­πι­μέ­νουν νά προ­σφέ­ρουν συ­στη­μα­τι­κά καί με­τά τήν ἐ­νη­λι­κί­ω­ση τῶν βλα­στῶν τους. Ὁ­πό­τε, ὁ νέ­ος μέ­σα στήν ἀν­τί­δρα­σή του, εἶ­ναι δε­κτι­κός γιά κά­θε φω­νή πού δεί­χνει νά συμ­πα­ρί­στα­ται στόν «πό­νο» του καί στούς προ­βλη­μα­τι­σμούς του.
Ἔ­τσι, εὔ­κο­λα γί­νον­ται ἥ­ρω­ες τῶν παι­δι­ῶν μας τά μέ­λη π.χ. τῶν μου­σι­κῶν συγ­κρο­τη­μά­των, πού προ­βάλ­λουν μιά ἀν­ταρ­σί­α -τήν ὁ­ποί­α ἐκ­με­ταλ­λεύ­ον­ται τά συ­στή­μα­τα προ­ώ­θη­σης τῶν πω­λή­σε­ων- καί κά­θε μορ­φή ἀ­να­τρε­πτι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς, πού συχνά φτάνει μέχρι καί τό σατανισμό.

Ἀν­τί­στοι­χα, ὁ Χά­ρι Πό­τερ προ­σφέ­ρει στά παι­διά, ἀλ­λά καί σέ ἐ­νή­λι­κες, πού «ἔ­χουν πα­ρα­μεί­νει παι­διά», τήν ταυ­τό­τη­τα τοῦ ἐ­πα­να­στά­τη, πού ἀν­θί­στα­ται στό γο­νι­κό καί κα­τ’ ἐ­πέ­κτα­ση στό κοι­νω­νι­κό κα­τε­στη­μέ­νο –δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α, πού τό ρό­λο τῶν γο­νι­ῶν τόν παί­ζουν οἱ θεῖ­οι του- καί πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ἐ­πι­βι­ώ­νει δυ­να­μι­κά, κερ­δί­ζον­τας δό­ξα, φή­μη καί χρῆ­μα· τό κλασ­σι­κό μο­τί­βο τῆς Στα­χτο­πού­τας, ἰ­δω­μέ­νο ὅ­μως μέ­σα ἀ­πό τό πρί­σμα τῆς ἀν­ταρ­σί­ας κα­τά τῶν γο­νι­ῶν, τῶν θε­σμῶν καί τῆς κοι­νω­νί­ας.

Ἡ Ρό­ου­λινγκ, ἡ ἴ­δια κο­ρί­τσι μέ ἀ­να­τρε­πτι­κές ἀρ­χές, πού σί­γου­ρα δο­κι­μά­στη­κε καί δο­κι­μά­ζε­ται στή ζω­ή της –δύ­σκο­λα παι­δι­κά χρό­νια, δι­α­ζύ­γιο, φτώ­χια, κα­τά­θλι­ψη- καί καλ­λι­έρ­γη­σε τήν ἐμ­πά­θεια μέ­σα της, πρός μιά ψυ­χρή καί ἀ­δι­ά­φο­ρη κοι­νω­νί­α, πού ἔ­νοι­ω­θε ὅ­τι δέν τῆς συμ­πα­ρα­στά­θη­κε στίς δυ­σκο­λί­ες της, ἔρ­χε­ται τώ­ρα νά δι­δά­ξει ἰ­σο­πέ­δω­ση καί ἀ­πόρ­ρι­ψη τῶν πάν­των -ἀρ­χῆς γε­νο­μέ­νης ἀ­πό τήν τρυ­φε­ρή ἡ­λι­κί­α τῶν παι­δι­ῶν μας- καί πρόσ­λη­ψη ἑ­νός πε­ρι­θω­ρια­κοῦ συ­στή­μα­τος ἀ­ξι­ῶν –τήν μα­γεί­α καί τούς μά­γους- μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἀν­τι­κα­θι­στᾶ τό ὑ­πάρ­χον σύ­στη­μα ἀ­ξι­ῶν, ἀν­τι­στρέ­φον­τας ὅ­λες τίς ἀ­πο­δε­δειγ­μέ­νες ἀ­ξί­ες.

Ἡ Ρό­ου­λινγκ ἐ­πι­βε­βαί­ω­σε μέ τήν ζω­ή της αὐ­τό τόν κα­νό­να. Εἶ­ναι ἡ κλασ­σι­κή το­πο­θέ­τη­ση τοῦ κά­θε πε­ρι­θω­ρια­κοῦ προ­σώ­που, νά προ­σπα­θεῖ νά ἐ­πι­βά­λει τίς θέ­σεις του μέ κά­θε μέ­σον καί κερ­δί­ζον­τας ὀ­πα­δούς, νά κα­τα­φέ­ρει νά ἀν­τι­στρέ­ψει τούς ὅ­ρους τοῦ παι­χνι­διοῦ. Νά γί­νει, δη­λα­δή, αὐ­τός τό «κα­τε­στη­μέ­νο» καί νά ἐκ­δι­ώ­ξει στό πε­ρι­θώ­ριο αὐ­τούς πού «ἐ­ξέ­βα­λε τῆς ἀρ­χῆς των». Τό ὅ­τι, ὀ­φεί­λου­με νά δι­α­πι­στώ­νου­με κα­τά πό­σον βι­ώ­νε­ται σω­στά ἕ­να σύ­στη­μα ἀ­ξι­ῶν κι ἔ­τσι μό­νον νά ἀ­ξι­ο­λο­γοῦ­με τήν βι­ω­σι­μό­τη­τά του, δέν φαί­νε­ται νά τήν ἀγ­γί­ζει. Ἀ­φοῦ κα­τά τήν γνώ­μη της δέν λει­τούρ­γη­σε γι’ αὐ­τήν, τό χρι­στι­α­νι­κό μον­τέ­λο τῆς Δύ­σης –καί πῶς ἐξ ἄλ­λου νά λει­τουρ­γή­σει...;- ὀ­φεί­λει νά κα­ταρ­γη­θεῖ γιά ὅ­λους καί τήν θέ­ση του νά λά­βει αὐ­τό, πού πι­στεύ­ει ὅ­τι λει­τουρ­γεῖ γι’ αὐ­τήν, δη­λα­δή, τό σύ­στη­μα τοῦ ἀ­πο­κρυ­φι­σμοῦ καί τῆς μα­γεί­ας. Χω­ρίς πρό­σβα­ση στήν πραγ­μα­τι­κή φι­λευ­σπλα­χνί­α, τήν ὑ­γι­ή ἀλ­λη­λεγ­γύ­η καί τήν εἰ­λι­κρι­νή ἀ­γά­πη, πού μό­νον στήν Ἐκ­κλη­σί­α θά μπο­ροῦ­σε νά βι­ώ­σει, ἀ­φέ­θη­κε στήν ἀ­πόρ­ρι­ψη τῶν πάν­των καί στήν ἀν­ταρ­σί­α στήν ὁ­ποί­α, ὅ­μως, ὁ­δη­γεῖ σή­με­ρα τά παι­διά μας.

Ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος, στά ἔρ­γα του, ὁ Πούλ­μαν[8] πα­ρου­σιά­ζει τό Θε­ό ἀ­πα­τε­ώ­να, τήν Ἐκ­κλη­σί­α νά ἀ­πα­γά­γει, νά βα­σα­νί­ζει καί νά δο­λο­φο­νεῖ γιά νά ἐ­πι­τύ­χει τούς στό­χους της, πού εἶ­ναι -με­τα­ξύ ἄλ­λων- καί «ἡ κλο­πή παι­δι­κῶν ψυ­χῶν». Ὁ κά­θε ἄν­θρω­πος ἔ­χει, κα­τά τόν Πούλμαν, ἀ­πό τή γέν­νη­σή του, τό προ­σω­πι­κό του δαι­μό­νιο, μέ τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει στε­νό­τα­το δε­σμό. Ὁ Θε­ός δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ ὁ πα­νά­γα­θος Δη­μι­ουρ­γός, ἀλ­λά εἶ­ναι ψεύ­της, κα­κός καί σκλη­ρός. Οἱ κα­λοί, στό ἔρ­γο τοῦ Πούλμαν, εἶ­ναι οἱ ἐκ­πε­σόν­τες ἄγ­γε­λοι -βα­σι­κό δόγ­μα τοῦ Νεο-Γνω­στι­κι­σμοῦ-, ἐ­νῶ οἱ «Ἐκ­κλη­σί­ες σέ ὅ­λους τούς κό­σμους εἶ­ναι δι­ε­φθαρ­μέ­νες καί ἀ­νή­θι­κες». Ὅ­λοι, μά ὅ­λοι, οἱ ἐκ­πρό­σω­ποι τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι κα­κοί, σκλη­ροί, μέ­θυ­σοι, δο­λο­φό­νοι πού «θυ­σιά­ζουν παι­διά στό σκλη­ρό Θε­ό τους». Σύμ­φω­να μέ τήν τρι­λο­γί­α τοῦ Πούλμαν, «αὐ­τό κά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α καί ὅ­λες οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες εἶ­ναι ἴ­δι­ες: ἐ­λέγ­χουν, κα­τα­στρέ­φουν, ἐ­ξα­λεί­φουν κά­θε κα­λό συ­ναί­σθη­μα. Ἔ­τσι, ἄν ξε­σπά­σει πό­λε­μος καί ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι στή μί­α πλευ­ρά, ἐ­μεῖς, τά παι­διά, θά πρέ­πει νά εἴ­μα­στε στήν ἄλ­λη».

Αὐ­τά δι­δά­σκον­ται τά παι­διά­ μέ­σα ἀ­πό μί­α ἱ­στο­ρί­α δῆ­θεν φαν­τα­σί­ας.
Καί συ­νε­χί­ζει ἡ «κα­τή­χη­ση» στά ἀν­τι­χρι­στι­α­νι­κά πι­στεύ­ω: «Οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες λέ­νε στούς πι­στούς τους ὅ­τι θά ζή­σουν στόν οὐ­ρα­νό, ἀλ­λά αὐ­τό εἶ­ναι ψέ­μα». Τά ἴ­δια τά παι­διά, οἱ ἥ­ρω­ες τοῦ Φί­λιπ Πούλμαν, ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τή «χώ­ρα τῶν νε­κρῶν» ὅ­που συ­ναν­τοῦν ἕ­ναν μάρ­τυ­ρα, πού εἶ­χε ζή­σει ὅ­λη τή ζω­ή του προ­σευ­χό­με­νος καί στό τέ­λος πέ­θα­νε μαρ­τυ­ρι­κά. Αὐ­τός κα­τα­θέ­τει στά παι­διά τήν πί­κρα του· ἔ­χα­σε -λέ­ει- τίς χα­ρές τῆς ζω­ῆς, καί Πα­ρά­δει­σο δέν βρῆ­κε, ἀλ­λά κα­τέ­λη­ξε νά μα­ρα­ζώ­νει μα­ζί μέ τούς κα­κούς σέ ἕ­ναν «τό­πο τοῦ τί­πο­τα». Καί ἡ πρώ­ην κα­λό­γρια δι­α­βε­βαι­ώ­νει τά παι­διά ὅ­τι «ἡ χρι­στι­α­νι­κή θρη­σκεί­α εἶ­ναι ἕ­να πα­νί­σχυ­ρο καί ἰ­δι­αί­τε­ρα πει­στι­κό λά­θος». Ἀ­πό τήν ἄλ­λη, «οἱ ἐ­ξε­γερ­θέν­τες ἄγ­γε­λοι, οἱ ὀ­πα­δοί τῆς σο­φί­ας, προ­σπα­θοῦ­σαν πάν­τα νά δι­ευ­ρύ­νουν τό πνεῦ­μα, ἐ­νῶ ὁ Ὑ­πέρ­τα­τος -ἐν­νο­εῖ­ται ὁ Θε­ός- καί οἱ Ἐκ­κλη­σί­ες του προ­σπα­θοῦ­σαν νά τό πε­ρι­ο­ρί­σουν».

Ἀ­πό αὐ­τά τά ἐν­δει­κτι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα κα­τα­λα­βαί­νει κα­νείς ὅ­τι δέν πρό­κει­ται ἁ­πλά γιά ἕ­ναν πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τῶν λα­θῶν τῶν εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ἀλ­λά γιά ἕ­ναν πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ ἴ­διου του Χρι­στι­α­νι­σμοῦ, ἐ­ναν­τί­ον κά­θε μορ­φῆς ὀρ­γα­νω­μέ­νης θρη­σκεί­ας, ἐ­ναν­τί­ον τῶν ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε θρη­σκευ­τι­κῶν ἀ­ξι­ῶν, καί βέ­βαι­α, γιά ἕ­ναν πό­λε­μο ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Θε­οῦ. Στό τέ­λος τῆς τρι­λο­γί­ας οἱ μι­κροί, «κα­λοί» ἥ­ρω­ες τοῦ Πούλ­μαν, φτά­νουν στό βα­σί­λει­ο τῶν οὐ­ρα­νῶν, ὅ­που πο­λε­μοῦν καί σκο­τώ­νουν τό Θε­ό. Τά παι­διά δη­λα­δή δι­α­σκε­δά­ζουν σκο­τώ­νον­τας τό Θε­ό. Καί αὐ­τό εἶ­ναι κά­τι μέ τό ὁ­ποῖ­ο δέν συμ­φω­νοῦν οὔ­τε ψυ­χί­α­τροι, οὔ­τε παι­δα­γω­γοί, οὔ­τε καί ἄ­θε­οι γο­νεῖς. Τί ση­μαί­νει γιά ἕ­να παι­δί νά ζεῖ χω­ρίς Θε­ό; Τί ση­μαί­νει γιά ἕ­να παι­δί νά πε­θαί­νει ὁ Θε­ός; Τί ση­μαί­νει γιά ἕ­να παι­δί νά σκο­τώ­νει τό ἴ­διο, τόν Θε­ό;

Ἡ Λύ­ρα, ἡ 11χρονη ἡ­ρω­ί­δα τῆς τρι­λο­γί­ας, κι­νεῖ­ται σέ ἕ­να ἀρ­ρω­στη­μέ­νο πε­ρι­βάλ­λον, γε­μά­το μά­γισ­σες, μα­γι­κά φίλ­τρα, ξόρ­κια, τε­λε­τουρ­γι­κά, φαν­τά­σμα­τα, νε­κρο­ζών­τα­νους, βαμ­πίρ πού τρέ­φον­ται μέ αἷ­μα. Ἀ­πό τόν κό­σμο της δέν λεί­πουν οὔ­τε οἱ σα­μά­νοι, οἱ «μυ­η­μέ­νοι στή λα­τρεί­α τῶν κρα­νί­ων», οὔ­τε οἱ ὁ­μο­φυ­λό­φι­λοι ἄγ­γε­λοι. Ἡ Λύ­ρα ἀ­τί­θα­ση, σκαν­τα­λιά­ρα καί «ἐ­ξα­σκη­μέ­νη ψεύ­τρα» δι­δά­σκε­ται -μα­ζί μέ τά παι­διά μας- νά βλέ­πει τό κα­κό ὡς κα­λό καί τό κα­λό ὡς κα­κό, νά μι­σεῖ τό Θε­ό, νά ἀ­πο­στρέ­φε­ται τήν Ἐκ­κλη­σί­α, νά ἐ­κτε­λεῖ τε­χνι­κές μαν­τεί­ας (Ι Τσίνγκ), νά δι­α­λο­γί­ζε­ται καί νά πέ­φτει σέ ἔκ­στα­ση, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τό «ἀ­λη­θει­ό­με­τρό της», τήν πυ­ξί­δα της «πού προ­βλέ­πει τό μέλ­λον». Στά 12 τῆς μό­λις χρό­νια ἀ­πο­κτᾶ «ἐ­ρα­στή» μέ τόν ὁ­ποῖ­ο ἔ­χει τήν πρώ­τη της σε­ξου­α­λι­κή ἐ­πα­φή.

Ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­φερ­θοῦν δη­λώ­σεις τοῦ Πούλ­μαν στά ΜΜΕ: «Εἶ­μαι ἀ­πό τήν πλευ­ρά τοῦ δι­α­βό­λου… Εἶ­μαι ἄ­θε­ος». «Ὁ Θε­ός εἶ­ναι ἤ­δη πε­θα­μέ­νος». «Δέν πι­στεύ­ω στό Θε­ό… Πι­στεύ­ω σέ ὅ,τι λέ­ει τό βι­βλί­ο». «Προ­σπα­θῶ νά ὑ­πο­σκά­ψω τά θε­μέ­λια της χρι­στι­α­νι­κῆς πί­στης».
Ὁ Φί­λιπ Πούλ­μαν, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­χει χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ὡς «ὁ πιό ἐ­πι­κίν­δυ­νος συγ­γρα­φέ­ας τῆς Βρε­τα­νί­ας», σχε­δί­α­σε πρό­σφα­τα, μα­ζί μέ ἄλ­λον ἕ­να συγ­γρα­φέ­α -ἐ­πί­σης παι­δι­κῶν βι­βλί­ων- σει­ρά μα­θη­μά­των γιά τά ἀγ­γλι­κά σχο­λεῖ­α, μέ θέ­μα τή δι­δα­σκα­λί­α τῆς ἀ­θε­ΐ­ας. Τά μα­θή­μα­τα, μέ­ρος τοῦ μα­θή­μα­τος τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν(!) γί­νον­ται μέ τή χρή­ση εἰ­δι­κοῦ DVD πού ἔ­χει τί­τλο «Για­τί ἀ­θε­ΐ­α;» κι αὐ­τά ἀ­πευ­θύ­νον­ται σέ 11χρονα παι­διά.

Πι­στεύ­ε­τε ὅ­τι ἡ χώ­ρα μας ἀ­πέ­χει πο­λύ ἀ­π’ αὐ­τό τό μον­τέ­λο;

Τά «ἔρ­γα» καί τῶν δύ­ο αὐ­τῶν συγ­γρα­φέ­ων, ἀλ­λά καί τοῦ Ρό­αλντ Ντάλ ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ον­ται στή χώ­ρα μας ἀ­πό τίς «Ἐκ­δό­σεις Ψυ­χο­γιός». Προ­λο­γί­ζει δέ τά 3 βι­βλί­α τοῦ Πούλ­μαν ὁ συγ­γρα­φέ­ας -καί παι­δι­κῶν βι­βλί­ων- Μά­νος Κον­το­λέ­ων, βα­σι­κός συ­νερ­γά­της τῶν ἐκ­δό­σε­ων Ψυ­χο­γιός, ἐγ­κω­μι­ά­ζον­τας μέ δι­θυ­ραμ­βι­κό μέ­νος τά γρα­πτά του Πούλ­μαν.

Ὁ κι­νη­μα­το­γρά­φος.

Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με συ­νο­πτι­κά κι ἐ­πί τρο­χά­δην σέ τρεῖς μό­νον ἀν­τι­προ­σώ­πους τῆς κι­νη­μα­το­γρα­φι­κῆς βι­ο­μη­χα­νί­ας:
α)Τόν George Lucas τῆς Lucasfilm μέ τίς τό­σο γνω­στές πα­ρα­γω­γές του, «Ὁ Πό­λε­μος τῶν ἄ­στρων» (Star Wars), ὅ­που, πλήν τῆς πε­ρι­πέ­τειας, ἐ­πι­κρα­τεῖ τό ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κό στοι­χεῖ­ο κι ὅ­που τό Θε­ό ὑ­πο­κα­θι­στᾶ ἡ «Δύ­να­μη» (the Force) κά­τι τό ἀ­πρό­σω­πο σάν τό Τα­ό (τῶν Τα­ο­ϊ­στῶν) ἤ τό Ἔϊν Σόφ (τῶν Καμ­πα­λι­στῶν).

β) Τόν Steven Spielberg μέ τόν πο­λύ γνω­στό «E.T. τόν ἐ­ξω­γή­ι­νο» (E.T. the Extra-Terrestrial), πού λά­τρε­ψαν τά παι­δί­α σ’ ὅ­λο τόν κό­σμο, τίς «Στε­νές ἐ­πα­φές τρί­του τύ­που» (Close Encounters of the Third Kind) κ. ἄ. καί τέ­λος...

γ) Τόν Tim Burton[9], πού με­τέ­φε­ρε τή μα­κρο­χρό­νια κα­τά­θλι­ψή του ἐ­πί τῆς ὀ­θό­νης, πα­ρά­γον­τας ἔρ­γα ὅ­πως τόν δαί­μο­να «Beetlejuice», τόν «Ψα­λι­δο­χέ­ρη» (Edward Scissorhands), τή «νύ­φη - πτῶ­μα» (Corpse Bride) καί τόν «ἐ­φιά­λτη πρίν τά Χρι­στού­γεν­να» (The Nightmare Before Christmas), πού ἔ­κα­νε πρε­μι­έ­ρα στή χώ­ρα μας πρίν λί­γα χρό­νια, πρίν τά Χρι­στού­γεν­να, ὅ­πως πάν­τα συ­νη­θί­ζε­ται ἀ­πό τήν κι­νη­μα­το­γρα­φι­κή πα­ρα­γω­γή -ἀν­τί­στοι­χα μέ ὅ,τι συ­νη­θί­ζε­ται σέ δι­ε­θνές ἐ­πί­πε­δο νά «ἐμ­φα­νί­ζε­ται» -δη­λα­δή ἕ­να με­γά­λο «θρη­σκευ­τι­κό σκάν­δα­λο»- πρίν ἀ­πό τήν ἑ­ορ­τή τοῦ Πά­σχα. Ἡ ται­νί­α προ­τεί­νε­ται ὡς «εὐ­χά­ρι­στη δι­α­σκέ­δα­ση γιά ὅ­λη τήν οἰ­κο­γέ­νεια» καί ἀ­πο­τε­λεῖ μίγ­μα «Χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης» ἱ­στο­ρί­ας, ὅ­που ἀ­να­μει­γνύ­ε­ται ὁ «Ἅ­γιος Βα­σί­λης» καί ἡ ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κή γι­ορ­τή Halloween. Πρω­τα­γω­νι­στοῦν μα­κά­βριοι σκε­λε­τοί, φρι­κι­α­στι­κά τέ­ρα­τα, ζόμ­πι, βρυ­κό­λα­κες, λυ­κάν­θρω­ποι καί δι­ά­φο­ροι «ἀ­πέ­θαν­τοι», σέ ἕ­να gothic style, πού ται­ριά­ζει «γάν­τι» στούς ἀ­πο­κρυ­φι­στές καί σέ ὅ­σους δι­α­σκε­δά­ζουν μέ ἀρ­ρω­στη­μέ­νο τρό­πο. Ὅ­λα τα πα­ρα­πά­νω, πού ἔ­χουν σάν ἀ­πο­δέ­κτες τά παι­διά μας, ἔ­χουν ἕ­να βα­σι­κό στό­χο: νά τά ἐ­ξοι­κει­ώ­σουν μέ δαι­μο­νι­κές μορ­φές καί δαι­μο­νι­κές κα­τα­στά­σεις τίς ὁ­ποῖ­ες σι­γά σι­γά θά ἀ­πο­δέ­χον­ται σάν φυ­σι­ο­λο­γι­κές.

Τό «παι­δι­κό» πε­ρι­ο­δι­κό.

Τε­λεί­ως ἀλ­λοι­ω­μέ­νο τό πε­ρι­ε­χό­με­νο καί τῶν ση­με­ρι­νῶν παι­δι­κῶν πε­ρι­ο­δι­κῶν. Τά πιό «ἀ­θῶ­α» πε­ρι­λαμ­βά­νουν -ἐκτός ἀπό τίς ἀποκρυφιστικές ἀναφορές- «μον­τέρ­να» ψυ­χο­γρα­φή­μα­τα (βλέ­πε: πε­ρι­ο­δι­κό «Τά Σα­ΐ­νια», μέ τίς comic σει­ρές: «ἡ Να­τα­λί­α ἡ φευ­γά­τη» καί «ἡ οἰ­κο­γέ­νεια Σμά­λα»), ὅ­που πε­ρι­γρά­φον­ται τά χει­ρό­τε­ρα οἰ­κο­γε­νεια­κά πρό­τυ­πα μέ χι­ου­μο­ρι­στι­κό τρό­πο, ἐ­νῶ τά πιό «προ­χω­ρη­μέ­να» βα­σί­ζον­ται σέ κα­θα­ρά ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κές ἀ­να­φο­ρές ὅ­πως τό κο­ρι­τσί­στι­κο πε­ρι­ο­δι­κό «W.I.T.C.H.» μέ τίς 5 ἔ­φη­βες μά­γισ­σες, ἀ­π’ τίς «ἐκ­δό­σεις Τερ­ζό­που­λοι» καί μέ κο­ρύ­φω­ση τόν ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κό οἶ­κο «Ἐκ­δό­σεις Ἀ­νού­βις» μέ τε­ρα­στί­α ἐκ­δο­τι­κή γκά­μα ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κοῦ ὑ­λι­κοῦ γιά παι­διά καί γιά νέ­ους καί μέ ἐ­πι­στέ­γα­σμα τόν «Κό­σμο τοῦ Warcraft» (World of Warcraft).

Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση. Τη­λε­ο­πτι­κές «παι­δι­κές» σει­ρές. Video Games.

Εἶ­ναι ἀ­πο­ρί­ας ἄ­ξιο τό «τί παι­διά με­γα­λώ­νου­με» μέ τό Χά­ρι Πό­τερ, τά «ὑ­πε­ρη­ρω­ι­κά» καί ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κά καρ­τούν στήν τη­λε­ό­ρα­ση, τά «παι­χνί­δια» στά PC, στά game boy καί στά play station, πού λί­γοι γο­νεῖς ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται τήν κα­τα­στρο­φι­κό­τη­τά τους.
Ἔ­χει σκε­φθεῖ πο­τέ κα­νείς ἀ­πό τούς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς μας ἀν­θρώ­πους ὅ­τι ἀ­κό­μη καί τά παι­διά ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶν οἰ­κο­γε­νει­ῶν εἶ­ναι βα­θιά δι­α­πο­τι­σμέ­να μέ ὅ­λα τα πα­ρα­πά­νω, συ­χνά ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τῶν γο­νι­ῶν, πού βέ­βαι­α δέν γνω­ρί­ζουν τά λε­πτά καί ἐ­ξει­δι­κευ­μέ­να θέ­μα­τα τοῦ ἀ­πο­κρυ­φι­σμοῦ;

Δυ­στυ­χῶς, οἱ σύγ­χρο­νοι φο­ρεῖς ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας (δι­α­φή­μι­ση, κι­νη­μα­το­γρά­φος, μου­σι­κή, Μ.Μ.Ε. κ.λπ.) προ­βάλ­λουν συ­νε­χῶς τά ἀρ­νη­τι­κά αὐ­τά τά πρό­τυ­πα, «ἐ­πι­βάλ­λον­τας» τίς τά­σεις αὐ­τές στά παι­διά, στή νε­ο­λαί­α, ἀλ­λά καί στούς ἐ­νή­λι­κους.

Οἱ ση­με­ρι­νοί νέ­οι –καί τά παι­διά- ἀ­ρέ­σκον­ται νά ἀ­κοῦν Metal μου­σι­κή, νά δι­α­βά­ζουν manga comics –ὅ­ταν δέν ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τό Necronomicon , τή «Σα­τα­νι­κή Βί­βλο» τοῦ Lavey ἤ τά γρα­πτά του Aleister Crowley-, νά βλέ­πουν στήν τη­λε­ό­ρα­ση «παι­δι­κά» anime cartoons (Sailor Moon, Dragon Ball, Digimon, Pokemon, Card Captor Sakua, Shaman King, The Teen Titans, Yu-Gi-Oh κ. ἄ.), νά παί­ζουν Video καί Computer Games καί νά βι­ώ­νουν τήν τρο­μο­λα­γνεί­α τῶν με­τα­με­σο­νύ­κτι­ων thriller. Ὅ­λα αὐ­τά, τά γε­μά­τα μέ φρι­κτό, ἀ­να­τρι­χι­α­στι­κό καί ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κό - σα­τα­νι­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο.

Ὁ Η/Υ. Τά On Line ὁ­μα­δι­κά παι­χνί­δια.

Τά παι­χνί­δια μέ­σῳ δι­α­δι­κτύ­ου εἶ­ναι πάμ­πολ­λα. Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με σέ ἕ­να.
Ξε­κι­νών­τας ἀ­πό τή δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’90 καί τό γνω­στό «παι­χνί­δι ξύ­λου» (Fighting game) «Street Fighter» («Πο­λε­μι­στές τοῦ δρό­μου»)... ἤ ἄς ἀ­να­φερ­θοῦ­με κα­λύ­τε­ρα, στό «Mortal Kombat» (Θα­νά­σι­μη μά­χη) τῆς Midway Games -ὅ­που π.χ. ὁ Kano, ἕ­νας ἀ­πό τούς μα­χη­τές ξε­ρί­ζω­νε τήν καρ­διά τοῦ ἀν­τι­πά­λου του, μέ τήν ὀ­θό­νη νά πλημ­μυ­ρί­ζει ἀ­πό τό αἷ­μα-, φτά­νου­με σή­με­ρα στά ὁ­μα­δι­κά παι­χνί­δια δι­α­δι­κτύ­ου μέ κο­ρυ­φαῖ­ο καί πά­λι τό Warcraft, μέ μιά δι­α­φο­ρά. Τό παι­χνί­δι ἐ­δῶ εἶ­ναι R.P.G. (Role-playing game), δη­λα­δή «Παι­χνί­δι ρό­λων». Ὁ παί­κτης δη­μι­ουρ­γεῖ τόν ἥ­ρω­ά του μέ ὅ,τι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ἐ­πι­θυ­μεῖ καί «μπαί­νει» στόν «κό­σμο τοῦ Warcraft», ὅ­που μα­ζί μέ ἄλ­λους παῖ­κτες συ­νερ­γά­ζε­ται προ­σπα­θών­τας νά «νι­κή­σει» τόν Η/Υ.

Ἐ­δῶ, κά­ποι­ος θά μπο­ροῦ­σε νά μᾶς πεῖ ὅ­τι καί πρίν 50 ἤ 100 χρό­νια ἡ πα­ρέ­α τῶν παι­δι­ῶν πού ξε­χυ­νό­ταν στήν ἀ­λά­να· μέ τό κά­θε παι­δί σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό φαν­τα­στι­κό ρό­λο, σέ μιά μά­χη ἐ­νάν­τια στήν ἀ­πέ­ναν­τι «συμ­μο­ρί­α»... Εἶ­ναι ὅ­μως τό ἴ­διο; Για­τί ἄν ἐ­ξαι­ρέ­σου­με τή δι­α­προ­σω­πι­κή ἐ­πι­κοι­νω­νί­α καί τήν σω­μα­τι­κή συμ­με­το­χή τῶν μι­κρῶν πρω­τα­γω­νι­στῶν, τό­τε δέν ὑ­πῆρ­χε τό ἐ­φι­αλ­τι­κό σκη­νι­κό πε­ρι­βάλ­λον, τά ἐ­φέ καί οἱ φρι­κτές πα­ρα­στά­σεις, πού πε­ρι­βάλ­λουν τούς ση­με­ρι­νούς παῖ­κτες. Δαί­μο­νες, πρά­κτο­ρες μυ­στι­κῶν ὑ­πη­ρε­σι­ῶν, κα­τώ­τε­ρες θε­ό­τη­τες -κα­λές ἤ κα­κές-, μορ­φές ἀν­θρώ­πι­νες, ὑ­πάν­θρω­πες ἤ ζω­ώ­δεις, Vampire κ.λπ. ἐκ­προ­σω­ποῦν τόν παί­κτη κα­τά τήν ἐ­πι­λο­γή του σέ ἕ­να ἀ­λη­θο­φα­νέ­στα­το, πλου­σι­ό­τα­το εἰ­κα­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον μέ πολύ αἷμα καί διαστροφικά ἐφέ.

Ὁ «κα­λός» ἤ «λευ­κός μά­γος».

Τό εἶ­δος αὐ­τό τῆς σύγ­χρο­νης παι­δι­κῆς δι­α­σκέ­δα­σης, πέ­ραν ἀ­πό τόν δε­λε­α­στι­κό τρό­πο πα­ρου­σί­ας του, βα­σί­ζε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα στη βία, στο σέξ, στόν ἀ­πο­κρυ­φι­σμό καί στή μα­γεί­α –ὄ­χι στή μα­γεί­α τῆς «Χι­ο­νά­της καί τῆς «Στα­χτο­πού­τας»-, ἀλ­λά στή μα­γεί­α, ὅ­πως αὐ­τή βι­ώ­νε­ται ἀ­πό τίς σύγ­χρο­νες ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κές ὀρ­γα­νώ­σεις, μέ δι­δα­σκα­λί­α, μυ­ή­σεις, τε­λε­τουρ­γι­κά, μα­γι­κές-σα­τα­νι­στι­κές «λει­τουρ­γί­ες», ἐ­πι­κλή­σεις δαι­μό­νων, κα­τά­ρες κ. ἄ.

Λέ­ξεις κλει­διά πού μπο­ροῦν νά εὐ­αι­σθη­το­ποι­ή­σουν τούς γο­νεῖς πέ­ραν τῶν ὅ­σων ἀ­να­φέ­ρα­με, εἶ­ναι: Ὁ «κα­λός» ἤ «λευ­κός» μά­γος, μιά ἀ­πο­κρυ­φι­στι­κή ἀ­πά­τη πού στό­χο ἔ­χει νά πα­ρα­σύ­ρει τόν ἄν­θρω­πο στόν ψυ­χο­φθό­ρο καί κα­τα­στρο­φι­κό κό­σμο τοῦ Ἐ­χθροῦ.
Μέ­θο­δοι προ­στα­σί­ας. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α.

Στό κα­τή­φο­ρο πού ἔ­χουν πά­ρει τά πάν­τα στή χώ­ρα μας, ἀλ­λά καί δι­ε­θνῶς, μί­α μό­νο σα­νί­δα σω­τη­ρί­ας μᾶς ἀ­πο­μέ­νει, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Οἱ γο­νεῖς θά πρέ­πει νά εὐ­αι­σθη­το­ποι­η­θοῦν, ἀλ­λά πρώ­τι­στος θά πρέ­πει νά συμ­βου­λεύ­ον­ται ἐ­νη­με­ρω­μέ­νους Πνευ­μα­τι­κούς. Τά βι­βλί­α πού χα­ρί­ζον­ται στά παι­διά καί τά πε­ρι­ο­δι­κά πού δι­α­βά­ζον­ται θά πρέ­πει νά ἐ­λέγ­χον­ται. Ἡ τη­λε­ό­ρα­ση θά πρέ­πει νά ἀ­νοί­γει ἐ­πι­λε­κτι­κά, μέ μέ­τρο κι ἄν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά ἀ­που­σιά­ζει τε­λεί­ως ἀ­πό τόν οἰ­κια­κό ἐ­ξο­πλι­σμό. Ὁ Η/Υ δέν πρέ­πει νά φι­λο­ξε­νεῖ παι­χνί­δια καί τό δι­α­δί­κτυ­ο νά ἐ­λέγ­χε­ται.
Χρει­ά­ζε­ται συ­νερ­γα­σί­α γο­νιοῦ καί Πνευ­μα­τι­κοῦ. Ἀλ­λά εἰ­δι­κά χρει­ά­ζε­ται μυ­στη­ρια­κή ζω­ή, οἰ­κο­γε­νεια­κή ἀ­γά­πη καί στορ­γι­κή ἐν Χρι­στῷ φρον­τί­δα πρός τά παι­διά.
Σᾶς εὐ­χα­ρι­στῶ.