ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Ο περιώνυμος αρχιτέκτονας Αντόνι Γκαουντί

Ένας από τους πλέον ιδιοσυγκρασιακούς αρχιτέκτονες του κόσμου έμελλε να αφήσει το στίγμα του ανεξίτηλο στην πρωτεύουσα της Καταλονίας, κάνοντας το έργο του αδιαχώριστο από την αισθητική της πόλης που τόσο λάτρεψε... Ο ηγέτης του ισπανικού -αρχιτεκτονικού- μοντερνισμού διέτρεχε με άνεση τους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, μόνο όμως ως ενδιάμεσους σταθμούς για τη σύλληψη του δικού του πρωτοποριακού στιλ.

Η χαρακτηριστική τεχνοτροπία του θα τον κάνει με τα χρόνια έναν από τους πλέον αναγνωρίσιμους αρχιτέκτονες παγκοσμίως, με μια σειρά από μνημειώδη κτίρια να απαθανατίζουν για πάντα το αρχιτεκτονικό του όραμα.

Και βέβαια το έργο της ζωής του, ο περίφημος -αν και ημιτελής ακόμη!- καθεδρικός ναός της Βαρκελώνης, η σπουδαία Sagrada Familia, θα έμενε αγέρωχο μνημείο στην αισθητική κληρονομιά του, που ήταν ένα μείγμα παθιασμένης αρχιτεκτονικής, φυσικών στοιχείων και θρησκευτικών παραστάσεων...

Πρώτα χρόνια


Ο Αντόνι Γκαουντί γεννιέται στην Καταλονία (η ακριβής τοποθεσία παραμένει άγνωστη), στις μεσογειακές ακτές της Ισπανίας, στις 25 Ιουνίου 1852 ως το νεότερο από τα 5 παιδιά της οικογένειας, με τον πατέρα του να εργάζεται ως βιομηχανικός χαλκουργός.

Ο μικρός Αντόνι χτυπιέται από την ασθένεια, με την κακή κατάσταση της υγείας του να τον κάνει επιφυλακτικό ως άνθρωπο. Ωστόσο, ήδη από τα σχολικά του χρόνια αποκαλύπτει το ταλέντο του στο σχέδιο, κερδίζοντας μάλιστα μπόλικους σχολικούς διαγωνισμούς ζωγραφικής.


Το 1868 θα τον βρει στη Βαρκελώνη, όπου πήγε για να σπουδάσει διδακτική. Την εποχή αυτή αναπτύσσει ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική, με τη Βαρκελώνη να είναι η πιο μοντέρνα πόλη της Ισπανίας εκείνη την περίοδο. Από το 1875-1878 θα υπηρετήσει τη θητεία του στον στρατό, η κακή κατάσταση της υγείας του ωστόσο δεν του επιτρέπει να συμμετέχει στα πολεμικά γεγονότα της Ισπανίας. Οι πολυάριθμες άδειες που θα πάρει μάλιστα θα του επιτρέψουν να συνεχίσει τις σπουδές του σχεδόν απρόσκοπτα, με τον ίδιο να έχει ήδη εγγραφεί στην Ανώτατη Σχολή Αρχιτεκτονικής της Βαρκελώνης.

Για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές του, φτιάχνει μακέτες και προσχέδια για εγνωσμένης αξίας αρχιτέκτονες της πόλης, ερχόμενος έτσι σε επαφή με τον μοντερνισμό που άρχισε σιγά-σιγά να ξεπροβάλει. Το 1878 ολοκληρώνει τις σπουδές του, παρακολουθώντας ταυτόχρονα μαθήματα οικονομικών, φιλοσοφίας, ιστορίας και αισθητικής, με τους βαθμούς του ωστόσο να κυμαίνονται σε μέτρια επίπεδα. Ο διευθυντής της σχολής θα σχολιάσει μάλιστα: «Δίνουμε τον ακαδημαϊκό αυτό τίτλο ή σε έναν ανόητο ή σε μια διάνοια. Ο χρόνος θα δείξει»...

Επαγγελματίας αρχιτέκτονας


Μετά την αποφοίτησή του, για την οποία θα σχολιάσει στον φίλο του «κοίτα, λένε ότι είμαι αρχιτέκτονας τώρα!», ο Γκαουντί ακολουθεί την πεπατημένη καλλιτεχνική οδό της εποχής, δουλεύοντας πάνω σε μερικά δικά του σχέδια, σύντομα ωστόσο θα αναπτύξει το ιδιαίτερο και πρωτοποριακό του στιλ, που θα τον έκανε γνωστό στα πέρατα του κόσμου.

Οι αρχιτεκτονικές κατασκευές του συνθέτονται στη βάση των αντιπαραθέσεων των γεωμετρικών φορμών, με τις επιφάνειες να φιλοτεχνούνται με πέτρα ή τούβλο, έντονα κεραμικά πλακάκια και μεταλλοτεχνίες ερπετών ή άνθινων μοτίβων. Η σαλαμάνδρα στο Πάρκο Güell, για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστική της τεχνοτροπίας του, η οποία παραείναι αναγνωρίσιμη!


Η πρώτη του σημαντική αρχιτεκτονική δουλειά είναι η περίφημη Casa Vicens στη Βαρκελώνη, αρχιτεκτόνημα που θα του φέρει αναγνωρισιμότητα και φήμη.


Κατά τη διάρκεια της πρώιμης αυτής αρχιτεκτονικής περιόδου, ο Γκαουντί εκθέτει στη Διεθνή Έκθεση του Παρισιού το 1878 ένα έργο του, το οποίο θα εντυπωσιάσει έναν πάτρονα της τέχνης, τον καταλανό βιομήχανο Eusebi Güell, ο οποίος θα αναθέσει στον νεαρό αρχιτέκτονα τη δουλειά στην Έπαυλη Güell και το Παλάτι Güell, ανάμεσα σε άλλα έργα, όπως το περίφημο Πάρκο Güell!


Το 1883, ο Γκαουντί επιφορτίζεται με την ανέγερση του καθεδρικού ναού της Βαρκελώνης, την περίφημη σήμερα Basilica i Temple Expiatori de la Sagrada Familia. Τα σχέδια για την εκκλησία ήταν έτοιμα και οι εργασίες κατασκευής είχαν ήδη αρχίσει όταν ανέλαβε ο Γκαουντί το έργο, ο οποίος ωστόσο άλλαξε εντελώς τον σχεδιασμό, σφραγίζοντάς τον με το μνημειώδες στιλ του.


Από το 1915 μέχρι και τον θάνατό του, ο ιδιόρρυθμος αρχιτέκτονας θα αφιερωθεί αποκλειστικά στην ανέγερση του ναού, με τις πολυάριθμες παραγγελίες που λάμβανε να εκτελούνται πλέον από τη δημιουργική του ομάδα (κάτω βέβαια από την άμεση επίβλεψή του), τα μέλη της οποίας θα γίνονταν κατόπιν γνωστοί αρχιτέκτονες.

Το 1885 ο Γκαουντί εγκαταλείπει τη Βαρκελώνη για να γλιτώσει από την επιδημία χολέρας που έπληξε την πόλη και εγκαθίσταται στο σπίτι φίλου του στην καταλανική ύπαιθρο. Η Διεθνής Έκθεση του 1888 θα τον φέρει ωστόσο πίσω στη Βαρκελώνη, με τον ίδιο να εκθέτει εκεί και η φήμη του να εξαπλώνεται σε όλη την Ισπανία: λαμβάνει πολυάριθμες παραγγελίες, τις περισσότερες ωστόσο τις αφήνει ημιτελείς.


Ο κορυφαίος αρχιτέκτονας δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πειραματιστεί ευρέως με ιστορικά αρχιτεκτονικά μοτίβα: ασχολείται με τη γοτθική τέχνη στο Επισκοπικό Παλάτι (1887-1893) και στην Casa de los Botines (1892-1894), αμφότερα εκτός Βαρκελώνης, ενώ χτίζει την Casa Calvet (1898-1904) σε ρυθμό που έχει συγγένειες με το μπαρόκ, για την οποία μάλιστα λαμβάνει το βραβείο του καλύτερου κτιρίου της χρονιάς.


Ο ίδιος ήταν πλέον πρωτοπόρος του μοντερνισμού...

Ώριμος καλλιτέχνης


Στη στροφή του 20ού αιώνα, ο Γκαουντί εργαζόταν πυρετωδώς πάνω σε πολυάριθμα σχέδια. Από το 1902 και μετά, ο αρχιτεκτονικός του σχεδιασμός αρχίζει να αψηφά τη συμβατική υφολογική κατάταξη, την ίδια στιγμή που δημιουργεί μια νέα αρχιτεκτονική δομή που μπορούσε να σταθεί όρθια χωρίς εσωτερική ή εξωτερική αντιστήριξη!


Δύο αξιοσημείωτα οικοδομήματα που είναι χτισμένα με τον νέο αυτό τρόπο δόμησης είναι η Casa Batlló (1904-1906) και η Casa Milà (1905-1910), που ενσαρκώνουν αμφότερες το εμβληματικό στιλ του Γκαουντί. Στην πρώτη αυτή δεκαετία του 20ού αιώνα, αφιερώνεται επίσης στην Casa Figueras και στο Πάρκο Güell, ενώ αναλαμβάνει και την αποκατάσταση του καθεδρικού ναού της Μαγιόρκα, για τις ανάγκες του οποίου θα επισκεφτεί την περιοχή πολυάριθμες φορές.


Το 1906 εγκαθίσταται τελικά σε σπίτι μέσα στο Πάρκο Güell, το οποίο σήμερα φιλοξενεί το Μουσείο Γκαουντί. Εκεί έζησε με τον πατέρα του και την ανιψιά του -η μητέρα του είχε ήθη πεθάνει- μέχρι το 1925, λίγους μήνες δηλαδή πριν από τον θάνατό του, όταν και μετακόμισε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Família.

Τελευταίες δουλειές και θάνατος


Το 1910 οργανώνεται μεγάλη αναδρομική έκθεσή του στο Grand Palais του Παρισιού, με τη Γαλλία να γοητεύεται από την αισθητική του προσέγγιση. Η έκθεση θα μεταφερθεί την επόμενη χρονιά στη Μαδρίτη, επεκτείνοντας κι άλλο τη φήμη του.

Η δεκαετία ωστόσο που ξεκινούσε θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολη για τον ίδιο: σημειώνονται οι θάνατοι της ανιψιάς του, του βασικού βοηθού του, αλλά και του μαικήνα Eusebi Güell. Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση του 1915 παρέλυσε τις εργασίες ανέγερσης της Sagrada Familia. Εξαιτίας των γεγονότων αυτών, ο ανέκαθεν ευσεβής και σκληροπυρηνικός καθολικός Γκαουντί αφιερώνει πλέον τη ζωή του (1915) στην ανοικοδόμηση του καθεδρικού της Βαρκελώνης, εγκαταλείποντας ταυτοχρόνως κάθε άλλη παραγγελία.


Ο «ναός των φτωχών», όπως τον ήθελε η λαϊκή παράδοση, είχε αρχίσει να χτίζεται ήδη από το 1883, με τον Γκαουντί να βρίσκει στο εσωτερικό του τη γαλήνη που αναζητούσε: διέμενε πλέον στο εργαστήριό του μέσα στη Sagrada Familia, το οποίο αρνιόταν να εγκαταλείψει πεισματωδώς.


Ο μόνος λόγος για να βγει από την εκκλησία ήταν η καθημερινή θρησκευτική του ρουτίνα: απολάμβανε έναν περίπατο μέχρι τη γειτονική εκκλησία, όπου προσευχόταν κάθε πρωί. Το πρωινό λοιπόν της 7ης Ιουνίου 1926, στον δρόμο για την εκκλησία, παρασύρθηκε από το τραμ, με το ατημέλητο παρουσιαστικό του να τον κάνει να μοιάζει με ζητιάνο. Όντας αναίσθητος για πολλές ώρες, μεταφέρθηκε τελικά -και σχετικά απρόθυμα- στο νοσοκομείο, με την κατάσταση της υγείας του να είναι ωστόσο μη αναστρέψιμη.


Ο μεγάλος αρχιτέκτονας πέθανε στις 10 Ιουνίου 1926, σε ηλικία 73 ετών, με τον ενταφιασμό του να λαμβάνει χώρα δύο μέρες αργότερα, με ένα μεγάλο πλήθος να συγκεντρώνεται για να αποχαιρετίσει μια για πάντα τον άνθρωπο που αναμόρφωσε αισθητικά τη Βαρκελώνη, με το έργο της ζωής του ωστόσο, τη Sagrada Familia, να παραμένει ημιτελές. Το μοναδικό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το 2026, για να συμπέσει με τα 100 χρόνια από τον θάνατό του...