ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Δορυφορικός εντοπισμός ναυαγίων

Τα ναυάγια πλοίων αποτελούν δυνάμει σοβαρό κίνδυνο για τα οικοσυστήματα όταν βρίσκονται σχετικά κοντά στα παράλια.

Αν και μέχρι τώρα ήταν σχετικά δυσχερής και πολύ ακριβός ο άμεσος εντοπισμός τους, μια νέα μελέτη από ερευνητές πανεπιστημίων και αρμόδιων οργανισμών φέρνει στο προσκήνιο τη χρησιμότητα του δορυφόρου NASA/USGS Landsat 8 που «βλέπει» τη διαρροή ιζήματος από το εσωτερικό τους.

Ο δορυφόρος ανήκει στο ομώνυμο δίκτυο που λειτουργεί από το 1972 χαρτογραφώντας συστηματικά τον πλανήτη και διαθέτει ελεύθερα τα δεδομένα του σε κάθε ενδιαφερόμενο ερευνητή.

Για τα σημερινά δεδομένα οι περιπτώσεις ναυαγίων κοντά στις ακτές είναι πιο πιθανές καθώς εκεί οι κίνδυνοι για τη ναυσιπλοΐα είναι πάμπολλοι και οι επιπτώσεις στα οικοσυστήματα επίσης σοβαρές.

Συχνά αυξημένες είναι και οι πιθανότητες για διαρροή καυσίμων, άλλων χημικών ουσιών καθώς η σταδιακή αποσύνθεση των μετάλλων του πλοίου.

Όπως έχει διαπιστωθεί, τα ναυάγια που βρίσκονται κοντά στις ακτές μπορούν να ελευθερώσουν έως την επιφάνεια της θάλασσας σαφή ίχνη από αιωρούμενα ιζήματα σε απόσταση έως και περίπου 4 χιλιόμετρα από τις ακτές.

Μελέτη εντοπισμού ιζημάτων

Αυτό ακριβώς είναι το μεγάλης σημασίας εύρημα της νέας μελέτης που θα καθοδηγήσει τους επιστήμονες σε ακριβή χαρτογράφηση των θέσεων όπου βρίσκονται τα ναυάγια.

Τα συγκεκριμένα στοιχεία με την κατάλληλη επεξεργασία μπορεί να αποτελέσουν το βασικότερο στοιχείο για την χαρτογράφηση των ναυαγίων στις παράκτιες περιοχές.

Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε παραλιακή περιοχή μακρυά από τον λιμένα Zeebrugge του Βελγίου που είναι κατεσπαρμένη από ναυάγια και συνακόλουθα περιέχουν ιζήματα σε μεγάλη αφθονία.

Βασίσθηκε σε προηγούμενη έρευνα της Φλαμανδικής κυβέρνησης με την χρήση ηχοβολιστικών συστημάτων πολλαπλής δέσμης. Όπως δηλαδή γίνεται μέχρι τώρα με σημαντικό κόστος και για μεγάλα βάθη.

Οι ερευνητές επικέντρωσαν το ενδιαφέρον τους σε τέσσερα ναυάγια ήδη εντοπισμένα που συνέβησαν κατά προσέγγιση μετά του 1938 και του 1944.

Για τις ανάγκες της έρευνας χρησιμοποιήθηκαν 21 εικόνες του δορυφόρου Landsat 8 καθώς και παλιρροϊκά πρότυπα για να χαρτογραφηθούν τα επιφανειακά ίχνη των ιζημάτων που προέρχονται από αυτά τα ναυάγια.

Σε δυο ναυάγια το εκτεθειμένο μέρος του σκελετού τους, κατά την διάρκεια άμπωτης κατά κάποιο τρόπο αδειάζει από τα λεπτά ιζήματα (άμμος,άργιλος, οργανικές ουσίες κλπ.) για να ξαναγεμίσει σταδιακά και πάλι με την επάνοδο των υδάτων.

Μέσα από αυτό τον κύκλο λόγω της επαναλαμβανόμενης πλήρωσης σε λεπτά ιζήματα, σαφή ίχνη τους εμφανίζονται στην επιφάνεια της θάλασσας και εντοπίζονται από τους δορυφόρους. Αποτελούν δηλαδή δείκτες για να εντοπισθεί η θέση των ναυαγίων στον βυθό.

Ναυάγια στον Ατλαντικό

Αξίζει να αναφερθεί ότι έως τώρα για τον εντοπισμό των ναυαγίων σε μικρά βάθη χρησιμοποιούσαν αερομεταφερόμενα ραντάρ με ακτίνες laser (LIDAR) ενώ σε μεγαλύτερα βάθη αξιοποιούνται τα ηχοβολιστικά συστήματα.

Με τον συμβατικό τρόπο οι ερευνητές αναζητούσαν άμεσα την θέση των ναυαγίων και όχι επιφανειακά ίχνη τους για να καταλήξουν σε αυτήν κάτι που ως προς την φιλοσοφία του θυμίζει «reverse engineering»-ξεκινάς από το τέλος για να φθάσεις στην αρχή (όπως γίνεται στην μεθοδική αντιγραφή περίπλοκων κατασκευών).

Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στο στενό νότιο μέρος της Βόρειας Θάλασσας, όπου η αγγλική ακτή απέχει 100 μίλια από τις ακτές του Βελγίου και των Κάτω χωρών, τα ναυάγια από την εποχή του Β' Παγκόσμιου Πολέμου είναι άφθονα.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Archaeological Science» από ερευνητές που κατά σειρά ανήκουν στο Royal Belgian Institute of Natural Sciences, στο Ulster University της Βόρειας Ιρλανδίας και στην Φλαμανδική υδρογραφική Υπηρεσία.