ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Όταν η τύχη της ανθρωπότητας «παίχτηκε» σε μόλις δεκατρία λεπτά

Η 8η Νοεμβρίου του 1939 θεωρείται ημερομηνία – ορόσημο στη σύγχρονη γερμανική Ιστορία.

Την ημέρα εκείνη, το 1918 ανακηρύχθηκε η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία (Δημοκρατία της Βαϊμάρης), το 1923 ο Αδόλφος Χίτλερ και οι ναζί αποπειράθηκαν να καθαιρέσουν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης οργανώνοντας πραξικόπημα στο Μόναχο, το 1938 οι Εβραίοι της χώρας δέχθηκαν μαζικό πανεθνικό πογκρόμ από το ναζιστικό καθεστώς στη διάρκεια της «Νύχτας των Κρυστάλλων», το 1989 «έπεσε» το Τείχος του Βερολίνου.

Ήταν όμως η 8η Νοεμβρίου του 1939 όταν η τύχη της ανθρωπότητας «παίχτηκε» σε μόλις δεκατρία λεπτά. Δεκατρία λεπτά που θα μπορούσαν να έχουν αλλάξει την παγκόσμια Ιστορία τον 20ό αιώνα…

Τον Νοέμβριο του 1939 η Ευρώπη ζούσε ήδη το προοίμιο ενός δεύτερου πολέμου σε διάστημα 25 ετών.

Την 1η Σεπτεμβρίου η ναζιστική Γερμανία είχε επιτεθεί αιφνιδιαστικά στην Πολωνία και πολύ σύντομα κατέλαβε τη μισή έκτασή της, εγκαθιστώντας εκεί το Γενικό Κυβερνείο («ημιαυτόνομη» περιοχή, όπου βρισκόταν η πολιτική και η στρατιωτική διοίκηση των ναζί στα κατακτημένα εδάφη).

Στις 17 Σεπτεμβρίου στην Πολωνία εισέβαλε, από την ανατολική πλευρά, και η Σοβιετική Ένωση, καταλαμβάνοντας σε λίγες ημέρες το υπόλοιπο τμήμα της. Οι εξελίξεις αυτές ήρθαν ως αποτέλεσμα ενός μυστικού πρωτοκόλλου που είχε προσαρτηθεί στο «Σύμφωνο μη επίθεσης» το οποίο είχε υπογραφεί μεταξύ των δύο κρατών στις 23 Αυγούστου 1939 στη Μόσχα από τον Γερμανό υπουργό Εξωτερικών Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ και τον Σοβιετικό ομόλογό του Βιάτσεσλαφ Μολότοφ.

Μερικές ημέρες μετά η Γαλλία και η Αγγλία –που είχαν εγγυηθεί την ακεραιότητα της Πολωνίας– αναγκάστηκαν να κηρύξουν τον πόλεμο κατά της Γερμανίας (κάτι που η ίδια επιθυμούσε, στο πλαίσιο της ευρύτερης γεωπολιτικής της στρατηγικής), παρά το γεγονός ότι το προηγούμενο διάστημα εφήρμοζαν πολιτική «κατευνασμού» απέναντι στις επιδιώξεις του Γ΄ Ράιχ.

Εντούτοις, δεν κινητοποίησαν πλήρως τις στρατιωτικές δυνάμεις τους, για να ακολουθήσει μια περίοδος, γνωστή ως «Γελοίος Πόλεμος», κατά την οποία οι εμπόλεμοι δεν είχαν εμπλακεί σε ευρεία σύρραξη.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο ένας 36χρονος Γερμανός ξυλουργός, ο Γκέοργκ Έλσερ, ένιωσε ότι έπρεπε με κάθε τρόπο να σώσει τον κόσμο από την επερχόμενη καταστροφή. Και αποφάσισε να αναμετρηθεί με τον πανίσχυρο Φύρερ, Αδόλφο Χίτλερ…

Γκέοργκ Έλσερ

Ο Γιόχαν Γκέοργκ Έλσερ (Johann Georg Elser) γεννήθηκε στις 3 Ιανουαρίου 1903 στο Χερμάρινγκεν της Σουαβίας, περιοχή της νοτιοδυτικής Γερμανίας στα σύνορα με την Ελβετία. Μετά τη γέννησή του, οι γονείς του Λούντβιχ Έλσερ και Μαρία Μύλερ μετακόμισαν στο μικρό χωριό Κένινγκσμπρον, όπου παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο.

Ο πατέρας του έφτιαξε μια μικρή αγροτική μονάδα και ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας, που σκόπευε να κληρονομήσει στον γιο του, παρά το γεγονός ότι οι δουλειές δεν πήγαιναν ιδιαίτερα καλά.

Από το 1910 ως το 1917 ο Γκέοργκ βοηθούσε τον πατέρα του στην οικογενειακή επιχείρηση και παράλληλα φοιτούσε στο δημόσιο σχολείο της περιοχής.

Ήταν γενικά μέτριος μαθητής, εντούτοις είχε αξιοσημείωτες επιδόσεις στο σχέδιο και στα μαθηματικά. Μετά το σχολείο πήγε σε μια σχολή για ξυλουργούς από την οποία αποφοίτησε το 1922 με άριστα αποτελέσματα.

Ακολούθως και ως το 1925 εργάστηκε σε διάφορες ξυλουργικές επιχειρήσεις στην περιοχή του και κατόπιν μετακόμισε στην πόλη της Κωνστάντζας (κοντά στα γερμανοελβετικά σύνορα), όπου βρήκε δουλειά ξυλουργού σε μια εταιρεία παραγωγής ρολογιών.

Το 1929 μετακόμισε στην Ελβετία, εργαζόμενος περιοδικά σε διάφορες εταιρείες, μεταξύ των οποίων και την ωρολογοποιία Ρότμουντ. Το 1932 επανεγκατεστάθηκε στο σπίτι των γονιών του και ως το 1939 δούλεψε μαζί με τον πατέρα του και περιστασιακά σε διάφορες εταιρείες, ανάμεσα στις οποίες και στο εργοστάσιο παραγωγής βιομηχανικών εξαρτημάτων Βάλντενμαγιερ στην περιοχή του Χάιντενχαϊμ.

Ο Έλσερ ήταν ιδιόρρυθμος χαρακτήρας και εκείνοι που τον είχαν γνωρίσει τον περιέγραφαν ως άνθρωπο πειθήνιο και εξυπηρετικό αλλά ταυτόχρονα αυταρχικό, αδιάλλακτο, ακόμα και εχθρικό, που μιλούσε λίγο και δεν είχε αληθινούς φίλους. Μολαταύτα, ήταν γενικά δημοφιλής, του άρεσε να παίζει κιθάρα και άλλα όργανα στην τοπική χορωδία και συμμετείχε ως μέλος σε διάφορους φολκλορικούς συλλόγους, όπως στην Ένωση Παραδοσιακών Κουστουμιών της Κωνστάντζας.

Το 1930 η σερβιτόρα Ματίλντα Νίντερμαν, με την οποία συνδεόταν ερωτικά, γέννησε τον γιο τους, αλλά καθώς η εγκυμοσύνη δεν ήταν προγραμματισμένη ο Έλσερ την εγκατέλειψε διακόπτοντας παράλληλα κάθε επαφή μαζί της.

Πολιτικά ο Έλσερ χαρακτηριζόταν ως ριζοσπάστης αριστερός. Πίστευε ότι οι εργάτες πρέπει να παλεύουν για τα δικαιώματά τους και έτσι έγινε μέλος του σωματείου των εργατών ξύλου και αργότερα (1928) της «Οργάνωσης των Αγωνιστών του Κόκκινου Μετώπου», που ήταν ο αγωνιστικός βραχίονας του Κ.Κ. Γερμανίας.

Ως το 1933, όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές ανέλαβαν την εξουσία στη χώρα και κατήργησαν τις εκλογές, ο Έλσερ ήταν ψηφοφόρος του Κ.Κ. Γερμανίας, καθώς θεωρούσε ότι ήταν το μόνο κόμμα που υποστήριζε σταθερά τα εργατικά δικαιώματα και τις διεκδικήσεις.

Μετά το 1933 και την οριστική επικράτηση του ναζισμού, ο Έλσερ αντιτάχθηκε στο καθεστώς με ποικίλους τρόπους: αρνιόταν να χαιρετήσει ναζιστικά και να παρακολουθεί τις ομιλίες του Χίτλερ που μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο, ενώ δεν συμμετείχε στα χειραγωγημένα «δημοψηφίσματα» που, κατά καιρούς, διοργάνωνε το Γ΄ Ράιχ.

Στις 8 Νοεμβρίου 1939, ο Χίτλερ έδινε την ετήσια ομιλία του σε μια μπυραρία του Μονάχου, μνημονεύοντας τους αγώνες των Ναζί κατά τη δεκαετία του 1920.

Εκείνη τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά, με τον ηγέτη του Ράιχ να καταφέρεται εναντίον των διεθνών εχθρών και να αναφέρεται στην επιτυχή για τη Γερμανία έναρξη του πολέμου.

Ωστόσο, λίγο πιο πέρα, από το σημείο όπου στεκόταν ο Φύρερ, μια βόμβα είχε τοποθετηθεί, και ήταν έτοιμη να εκραγεί, με τους ωρολογιακούς μηχανισμούς της να έχουν αποσιωπηθεί επιμελώς.

Τη βόμβα είχε κατασκευάσει και τοποθετήσει ο Γκέοργκ Έσλερ, ο οποίος είχε αρχίσει να σχεδιάζει την ενέργεια το προηγούμενο έτος, όταν διαπίστωσε ότι, υπό τον Χίτλερ, ο πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος.


Τα 13 αυτά λεπτά (ελληνικός τίτλος: «Τα 13 λεπτά που δεν άλλαξαν την ιστορία») βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας για τον Έλσερ, που σκηνοθέτησε ο Όλιβερ Χίρσμπιγκελ (Der Untergang, Diana κ.α.).

Ο Φύρερ κανονικά άρχισε την ομιλία του την ίδια ώρα κάθε έτος, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανυπομονώντας να επιστρέψει στο Βερολίνο και τους επιτελικούς του, έφυγε νωρίτερα.

13 λεπτά αργότερα η βόμβα εξερράγη, με αποτέλεσμα οκτώ νεκρούς και σημαντικές υλικές ζημιές, καθώς η οροφή κατέρρευσε στο σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως ο Χίτλερ.

Ο Χίτλερ είχε επιζήσει, και ο κόσμος θα συρόταν σε έναν καταστροφικό πόλεμο, με την ναζιστική εφημερίδα Voelkischer Beobachter να κάνει λόγο για «διάσωση από θαύμα» του Φύρερ.

Ακόμα και αν θεωρείται ότι το ναζιστικό καθεστώς θα είχε επιβιώσει χωρίς τον Χίτλερ, εκτιμάται από πολλούς ιστορικούς (και βρίσκεται στη ρίζα πολλών «what if» σεναρίων) ότι η δολοφονία του θα είχε επισπεύσει το τέλος του πολέμου, ίσως προλαμβάνοντας και το Ολοκαύτωμα.

Η Γκεστάπο συνέλαβε τον Έλσερ, λίγο μετά την έκρηξη της βόμβας, ενώ προσπαθούσε να διαφύγει στην Ελβετία. Το ντοκουμέντο της ανάκρισής του ανακαλύφθηκε το 1960, αποκαλύπτοντας ότι είχε αρχίσει να πειραματίζεται με εκρηκτικά όταν δούλευε για μια εταιρεία πυρομαχικών στη Σουαβία.

Στη συνέχεια δούλεψε στη μπυραρία (Buergerbrauehaus) στο Μόναχο, όπου ο Χίτλερ έδινε τον ετήσιο λόγο του. Για πάνω από ένα μήνα έφτανε αργά, μετά κρυβόταν και όταν έκλεινε η μπυραρία δούλευε, δημιουργώντας ειδική κρύπτη στην οποία θα μπορούσε να βάλει τη βόμβα.

Η Γκεστάπο θεώρησε ότι είχε στρατολογηθεί από ξένες μυστικές υπηρεσίες, ωστόσο στην πραγματικότητα φαίνεται ότι επρόκειτο για αυτό που στη σημερινή αντιτρομοκρατική ορολογία χαρακτηρίζεται «μοναχικός λύκος»: κάποιος που κατέστρωσε σχέδιο και ενήργησε μόνος του.

Όσον αφορά στις πολιτικές του πεποιθήσεις, αν και είχε κάποια σύνδεση με μια κομμουνιστική οργάνωση, ωστόσο αυτή ήταν σύντομη και ο ίδιος δεν ήταν ιδιαίτερα δραστήριος πολιτικά, αν και φαίνεται ότι προβληματιζόταν έντονα για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι απλοί εργάτες υπό το Τρίτο Ράιχ.

Κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1930, ανησυχούσε έντονα για την πορεία του καθεστώτος προς τον πόλεμο. Ο ίδιος γνώριζε ότι η βόμβα του θα σκότωνε πολλούς ανθρώπους, ωστόσο ήλπιζε να αποφύγει περισσότερη αιματοχυσία.

Ο Έλσερ δεν εκτελέστηκε άμεσα: απεστάλη σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και εκτελέστηκε το 1945.