Σούπερ κροκόδειλοι τρομοκρατούσαν την Ευρώπη
Είχαν εντοπισθεί απολιθώματα που παρέπεμπαν σε ένα πανάρχαιο γιγάντιο είδος κροκοδείλου που ζούσε στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Ομάδα ειδικών του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου μελέτησε όλα τα ευρήματα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα είδος αλλά με μια άγνωστη μέχρι σήμερα οικογένεια μεγάλων κροκοδείλων.
Εντυπωσιακά ευρήματα
Οι ερευνητές αναγνώρισαν τρία είδη αυτής της οικογένειας που ονομάστηκε «Machimosaurs». Τα είδη αυτά υπολογίζεται ότι ζούσαν πριν από περίπου 150-200 εκ. έτη. Το μεγαλύτερο είδος της οικογένειας ονομάστηκε M.hugii και ήταν ένα μοχθηρό τέρας μήκους εννέα μέτρων με μεγάλα, κωνικά δόντια με τα οποία μπορούσε να εξοντώνει ακόμη και δεινοσαύρους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές και τα τρία είδη είχαν εξελιχτεί με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται εύκολα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και έτσι να έχουν περισσότερες επιλογές στην αναζήτηση τροφής και καταφυγίου. Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα της νέας μελέτης είναι ότι τα είδη αυτά φαίνεται ότι εξελίχτηκαν με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που εξελίχτηκαν τα σημερινά είδη κροκοδείλων. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Royal Society Open Science».
Τα τρία είδη της άγνωστης μέχρι σήμερα οικογένεια των γιγάντιων κροκοδείλων που ζούσαν στην Ευρώπη
Εντυπωσιακά ευρήματα
Οι ερευνητές αναγνώρισαν τρία είδη αυτής της οικογένειας που ονομάστηκε «Machimosaurs». Τα είδη αυτά υπολογίζεται ότι ζούσαν πριν από περίπου 150-200 εκ. έτη. Το μεγαλύτερο είδος της οικογένειας ονομάστηκε M.hugii και ήταν ένα μοχθηρό τέρας μήκους εννέα μέτρων με μεγάλα, κωνικά δόντια με τα οποία μπορούσε να εξοντώνει ακόμη και δεινοσαύρους.
Σύμφωνα με τους ερευνητές και τα τρία είδη είχαν εξελιχτεί με τρόπο τέτοιο ώστε να μπορούν να προσαρμόζονται εύκολα σε διαφορετικά περιβάλλοντα και έτσι να έχουν περισσότερες επιλογές στην αναζήτηση τροφής και καταφυγίου. Ένα ακόμη ενδιαφέρον εύρημα της νέας μελέτης είναι ότι τα είδη αυτά φαίνεται ότι εξελίχτηκαν με τρόπο παρόμοιο με εκείνον που εξελίχτηκαν τα σημερινά είδη κροκοδείλων. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Royal Society Open Science».