Ερευνα: Κοινή προέλευση του νερού της Γης και της Σελήνης
Σύμφωνα με μία νέα έρευνα που εστιάζει σε ίχνη παρουσίας νερού σε σεληνιακά πετρώματα, το νερό στον πλανήτη μας και στο φυσικό του δορυφόρο ίσως να έχουν την ίδια προέλευση. Εάν επαληθευτεί η διαπίστωση των επιστημόνων, θα αποτελέσει ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της θεωρίας για το σχηματισμό της Σελήνης από υλικό που ανήκε στην αρχέγονη Γη και αποσπάστηκε εξαιτίας κάποιας γιγαντιαίας σύγκρουσης στα πρώιμα χρόνια του Ηλιακού Συστήματος. Η εκτεταμένη πρόσβαση των επιστημόνων σε σεληνιακά πετρώματα οφείλεται στις διαστημικές αποστολές στη Σελήνη (επανδρωμένες και μη), από τις οποίες συλλέχτηκαν εκατοντάδες πολύτιμα κιλά δειγμάτων εδάφους και βράχων.
Μέχρι σήμερα οι περισσότερες έρευνες εστίαζαν στην περιεκτικότητα σε νερό σχετικά νεώτερων σεληνιακών πετρωμάτων με προέλευση το μανδύα της Σελήνης. Αντίθετα η νέα έρευνα επικεντρώθηκε σε δείγματα από υπερυψωμένες περιοχές στη σεληνιακή επιφάνεια τα οποία είχαν συλλέξει οι αστροναύτες της αποστολής Apollo 17. Τα πετρώματα αυτά θεωρούνται πως είναι πολύ παλαιότερα αφού προέκυψαν από την αποκρυστάλλωση της επιφάνειας του μάγματος που δημιούργησε τη Σελήνη και παρέμειναν ανεπηρέαστα από τις διεργασίες στο εσωτερικό της.
Τα ηφαιστειογενή αυτά πετρώματα περιέχουν ποσότητες απατίτη, ενός ορυκτού πλούσιου σε υδρογόνο που υποδεικνύει την ύπαρξη νερού στο παρελθόν της Σελήνης, ενώ ανίχνευσαν και την ύπαρξη ποσοτήτων νερού στην κρυσταλλική τους δομή. Χρησιμοποιώντας εξελιγμένες τεχνικές, μέτρησαν την ισοτοπική σύνθεση του υδρογόνου και του νερού στα δείγματα, με άλλα λόγια ένα είδοςχαρακτηριστικής υπογραφής των συγκεκριμένων μορίων, που τους επιτρέπει να τα συγκρίνουν με άλλα μόρια σε διαφορετικά ουράνια σώματα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι υπογραφές που ανακάλυψαν στα σεληνιακά πετρώματα είναι πανομοιότυπες με άλλες που έχουν ανακαλυφθεί και σε μετεωρίτες στη Γη, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως το νερό στη Σελήνη μπορεί να μεταφέρθηκε με μετεωρίτες. Καθώς όμως οι ίδιες μοριακές υπογραφές εκτιμάται πως βρίσκονται και στο μανδύα του πλανήτη μας, το νερό στο εσωτερικό του και το νερό στο φεγγάρι ίσως έχουν κοινή προέλευση.
Για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων για το παρελθόν των δύο σωμάτων και το σχηματισμό τους, θα χρειαστεί ένας ακριβέστερος χρονικός προσδιορισμός της εποχής που οι μετεωρίτες τα βομβάρδιζαν μεταφέροντας νερό.
H έρευνα δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Earth and Planetary Science Letters.
Μέχρι σήμερα οι περισσότερες έρευνες εστίαζαν στην περιεκτικότητα σε νερό σχετικά νεώτερων σεληνιακών πετρωμάτων με προέλευση το μανδύα της Σελήνης. Αντίθετα η νέα έρευνα επικεντρώθηκε σε δείγματα από υπερυψωμένες περιοχές στη σεληνιακή επιφάνεια τα οποία είχαν συλλέξει οι αστροναύτες της αποστολής Apollo 17. Τα πετρώματα αυτά θεωρούνται πως είναι πολύ παλαιότερα αφού προέκυψαν από την αποκρυστάλλωση της επιφάνειας του μάγματος που δημιούργησε τη Σελήνη και παρέμειναν ανεπηρέαστα από τις διεργασίες στο εσωτερικό της.
Τα ηφαιστειογενή αυτά πετρώματα περιέχουν ποσότητες απατίτη, ενός ορυκτού πλούσιου σε υδρογόνο που υποδεικνύει την ύπαρξη νερού στο παρελθόν της Σελήνης, ενώ ανίχνευσαν και την ύπαρξη ποσοτήτων νερού στην κρυσταλλική τους δομή. Χρησιμοποιώντας εξελιγμένες τεχνικές, μέτρησαν την ισοτοπική σύνθεση του υδρογόνου και του νερού στα δείγματα, με άλλα λόγια ένα είδοςχαρακτηριστικής υπογραφής των συγκεκριμένων μορίων, που τους επιτρέπει να τα συγκρίνουν με άλλα μόρια σε διαφορετικά ουράνια σώματα.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, οι υπογραφές που ανακάλυψαν στα σεληνιακά πετρώματα είναι πανομοιότυπες με άλλες που έχουν ανακαλυφθεί και σε μετεωρίτες στη Γη, κάτι που μπορεί να σημαίνει πως το νερό στη Σελήνη μπορεί να μεταφέρθηκε με μετεωρίτες. Καθώς όμως οι ίδιες μοριακές υπογραφές εκτιμάται πως βρίσκονται και στο μανδύα του πλανήτη μας, το νερό στο εσωτερικό του και το νερό στο φεγγάρι ίσως έχουν κοινή προέλευση.
Για την εξαγωγή ασφαλέστερων συμπερασμάτων για το παρελθόν των δύο σωμάτων και το σχηματισμό τους, θα χρειαστεί ένας ακριβέστερος χρονικός προσδιορισμός της εποχής που οι μετεωρίτες τα βομβάρδιζαν μεταφέροντας νερό.
H έρευνα δημοσιεύεται στο επιστημονικό περιοδικό Earth and Planetary Science Letters.