Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ: Ο νεαρός δικτάτορας που έκανε βουντού, παντρεύτηκε τη μάνα του και τεμάχιζε το λαό του
Μετά το θάνατο και την κηδεία του δυνάστη της Αϊτής Φρανσουά «Papa Doc» Ντιβαλιέ, η εξουσία πέρασε στο 19χρονο γιο του Ζαν Κλοντ. Ο «Baby Doc» όπως είναι γνωστός, ήταν ο νεαρότερος ηγέτης του κόσμου. Όλοι έλεγαν ότι δεν θα άντεχε ούτε ένα χρόνο καθώς δεν είχε ιδέα από την άσκηση εξουσίας. Παρόλα αυτά κατάφερε να μείνει στο τιμόνι της χώρας, ένα χρόνο περισσότερο από τον πατέρα του και ήταν εξίσου θανατηφόρος και δυνάστης για το λαό του.
Ο κοσμοπολίτης πλέιμποϊ δικτάτορας
Ο μικρός Ντιβαλιέ στην πραγματικότητα δεν ήθελε το θρόνο του πατέρα του, αλλά να αφιερωθεί στην άσωτη ζωή. Λάτρευε τα γρήγορα σπορ αυτοκίνητα, τις μηχανές, τα πάρτι, το κυνήγι, τις πριβέ κρουαζιέρες και το σεξ με γυναίκες και όχι μόνο. Στο παλάτι βρισκόταν συνέχεια οι φίλοι του από το σχολείο. Έξι μήνες μετά την προεδρία, αποφάσισε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Αϊτής, παρά τους άθλιους βαθμούς που είχε ως μαθητής.
Μάνα και κόρη κυβερνούν την Αϊτή
Όσο ο Baby Doc ζούσε την ανέμελη ζωή του πλέιμποϊ, τη χώρα κυβερνούσαν η μητέρα και η μεγαλύτερη αδερφή του, με τη βοήθεια συμβούλων του πρώην προέδρου. Οι δύο γυναίκες προσπάθησαν να δείξουν ότι κάτι αλλάζει στην Αϊτή. Η στρατιωτική ακαδημία επαναλειτούργησε και απελευθερώθηκαν οι λίγοι πολιτικοί κρατούμενοι που είχαν επιζήσει από τα φρικτά βασανιστήρια, του προηγούμενου προέδρου, του πατρός Ντιβαλιέ. «Χαλάρωσαν» επίσης την αυστηρή λογοκρισία των Μέσων Ενημέρωσης και υποσχέθηκαν φιλελεύθερη πολιτική. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ αναθερμάνθηκαν και ο τουρισμός ανέβηκε.
Τα ξενοδοχεία γέμισαν με ξένους που απολάμβαναν κοκτέιλ στις πισίνες, ενώ ο κόσμος λιμοκτονούσε αλλά ήλπιζε σε μια ταχεία ανάπτυξη. Ο Μπιλ και η Χίλαρι Κλίντον έκαναν τότε στην Αϊτή, το μήνα του μέλιτος. Για την ανοικοδόμηση της χώρας, δόθηκε οικονομική βοήθεια από τους Αμερικάνους, τα δύο τρίτα της οποίας κατέληξαν σε προσωπικούς λογαριασμούς του Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ.
Φυσικά η διαφθορά στις κρατικές υπηρεσίες παρέμενε σε δυσθεώρητα επίπεδα και οι παραστρατιωτικοί μακελάρηδες με την ονομασία «Tonton Macoutes», συνέχιζαν να μην ελέγχονται από κανένα. Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή, μέχρι που συνέβη το αναπόφευκτο. Η μάνα και η κόρη διαφώνησαν. Η θυγατέρα εξορίστηκε και ο νεαρός Ζαν Κλοντ, που μέχρι τότε μόνο τυπικά έκανε τον πρόεδρο, αποφάσισε να ενεργοποιηθεί.
Πουλούσε το αίμα του λαού για να πλουτίσει
Μία από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες του δικτάτορα, ήταν το αίμα του λαού. Αγόραζε προς 3 δολάρια κάθε λίτρο αίματος που έδιναν οι Αϊτινοί και το πωλούσε σε αμερικανικές εταιρείες υγείας, κερδίζοντας πολλά εκατομμύρια δολάρια. Οι σπατάλες ήταν ατελείωτες και ο Ντιβαλιέ αγόρασε 4 πολυτελή διαμερίσματα στο Μανχάταν, ένα εκ των οποίων στον ουρανοξύστη του μεγιστάνα Ντόναλντ Τράμπ. Αγόρασε και ένα μεγάλο γιοτ, που το έδεσε στη Φλόριντα.
Τα βασανιστήρια του λαού
Ο Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ μετονόμασε τον προσωπικό του στρατό σε Leopard Corps και τους παραχώρησε τις περισσότερες αρμοδιότητες της αστυνομίας. Η αυθαιρεσίες και τα βασανιστήρια που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του, τώρα συνεχίζονταν. Η τρομοκρατία των πολιτών εντάθηκε. Η φτώχεια και η ανέχεια επικρατούσαν σε όλη την Αϊτή. Το προσδόκιμο ζωής έπεφτε συνεχώς και είχε φτάσει στα 53 χρόνια. Υπήρχε κάποια στιγμή που κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια πόσος ήταν ο πληθυσμός της χώρας. Το 1978, επιτροπή του Οργανισμού για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, επισκέφθηκε πόλεις της Αϊτής και βρήκε αποδείξεις για κακοποιήσεις, εκτελέσεις, βασανιστήρια και παράνομες φυλακίσεις.
Ο ακριβότερος γάμος και η τρομοκρατία
Η μαγεία Βουντού παρέμενε ιερή για την οικογένεια Ντιβαλιέ. Το 1979, μητέρα και γιος παντρεύτηκαν με ιεροτελεστία βουντού, για να ανανεωθεί η συμφωνία με το διάολο, που είχε κάνει 22 χρόνια πριν, ο πατέρας δυνάστης. Την επόμενη χρονιά πάντως, ο «Baby Doc» αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη ενός μεγάλου επιχειρηματία του καφέ. Ο γάμος με τη μιγάδα Μισέλ Μπένετ ήταν ο ακριβότερος που έγινε ποτέ και μπήκε στο βιβλίο Γκίνες. Κόστισε τρία εκατομμύρια δολάρια. Η οικογένεια της νύφης ήταν επίσης πανίσχυρη καθώς εκτός από τον καφέ, έκανε και εμπόριο ναρκωτικών.
Μετά το γάμο ακολούθησαν νέες φυλακίσεις δημοσιογράφων, συνδικαλιστών και αντιπολιτευόμενων. Ο νεαρός πρόεδρος, αιματοκύλισε διαμαρτυρίες πολιτών που ζητούσαν καλύτερες συνθήκες ζωής και οι άνδρες του έδειραν ακόμη και πρέσβεις ξένων χωρών. Η μετανάστευση των αϊτινών, προς τη Φλόριντα των ΗΠΑ για να γλιτώσουν από το μαρτύριο, άρχισε και πάλι. Η μάνα που έλυνε και έδενε βρήκε το δάσκαλο της. Η νύφη έδιωξε τελείως τη μητέρα του Ντιβαλιέ από το παλάτι και έγινε η Πρώτη Κυρία της χώρας. Ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι θα κυβερνούσε μαζί με τον άνδρα της.
Το 1984 κηρύχθηκαν εκλογές, αλλά δεν υπήρχαν υποψήφιοι αντίπαλοι του Baby Doc. Είχαν εκτελεστεί, εξοριστεί, βασανιστεί και φιμωθεί όλοι. Το αδιαφιλονίκητο φαβορί Ζαν Κλοντ πάντως έκανε πρωτότυπη προεκλογική καμπάνια. Γυρνούσε στους δρόμους της πρωτεύουσας με τη λιμουζίνα του, πετώντας κέρματα στους πεινασμένους Αϊτινούς που ορμούσαν σαν τις ύαινες να τα μαζέψουν. Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε ότι ο Ζαν Κλοντ έλαβε το 99% των ψήφων, αν και κανείς δεν ήξερε πόσοι ψήφισαν.
Η χώρα διαλυόταν κάθε μέρα και περισσότερο. Ο τουρισμός είχε εξαφανιστεί και η Αϊτή διεθνώς είχε ταυτιστεί με το Έιτζ. Η παραγωγή καφέ είχε πέσει στο μισό, σε σχέση με τη δεκαετία του ’60. Η χώρα ήταν απομονωμένη διεθνώς, εθνικό οδικό δίκτυο δεν υπήρχε, η ηλεκτροδότηση στις πόλεις ήταν προβληματική, όπως και η ύδρευση. Ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ επισκέφθηκε την Αϊτή και είπε στην ομιλία του: «κάτι πρέπει να αλλάξει εδώ».
Τα πήρε όλα και έφυγε
Το 1985 η ανεργία είχε «χτυπήσει κόκκινο». Η φτώχεια, η καταπάτηση των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, έβγαλαν μαζικά τον κόσμο στους δρόμους. Ο Ζαν Κλοντ αντέδρασε δυναμικά στέλνοντας τα Leopard Corps. Σε μια από τις πολλές ταραχές που ξέσπασαν στις πόλεις, οι «πραιτοριανοί» κυνήγησαν τρεις διαδηλωτές που κρύφτηκαν μέσα σε ένα σχολικό λεωφορείο. Οι αδίστακτοι άνδρες των Tonton Macoutes, μπήκαν στο σχολικό και πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Σκότωσαν τρεις μαθητές που δεν είχαν καμία σχέση και αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάστηκαν και οι δυνάμεις του δικτάτορα δεν αρκούσαν για να αντιμετωπίζουν τους αμέτρητους και εξαγριωμένους διαδηλωτές. Η πολιτική και η απληστία του, τους έφθασε εκεί που δεν είχαν να χάσουν. Και έτσι ξέσπασαν. Χτυπούσαν και αυτοί ανελέτητα τα Tonton Macoutes, έκαιγαν κρατικά κτίρια, αυτοκίνητα και σύμβολα. Ο Baby Doc άρχισε να φοβάται για τη ζωή του.
Μπροστά σ” αυτές τις εξελίξεις, οι ΗΠΑ τον θεώρησαν «καμένο χαρτί» και αποστασιοποιήθηκαν. Ο Ντιβαλιέ στην απελπισία του κηρύσσει στρατιωτικό νόμο, όμως οι διαδηλώσεις πολλαπλασιάστηκαν. Οι Tonton Macoutes δολοφόνησαν 50 διαδηλωτές. Όμως ο στρατός σταμάτησε να τον στηρίζει και μετά από πιέσεις των στρατηγών ο πρόεδρος αποφάσισε να διαφύγει στο εξωτερικό. Οι ΗΠΑ του έστειλαν ένα εμπορικό αεροπλάνο για να μεταφέρει την οικογένεια και 17 συνεργάτες του στη Γαλλία, που του προσέφερε προσωρινά άσυλο.
Καμία άλλη χώρα δεν τον δεχόταν. Στο αεροπλάνο φορτώθηκαν επίσης χρήματα, θησαυροί και άλλα «ασημικά» που κοσμούσαν το παλάτι. Η Αϊτή είχε απαλλαχθεί οριστικά από τη οικογένεια των δυναστών που την κατάντησαν από «διαμάντι» του δυτικού ημισφαιρίου, σε μια από τις φτωχές χώρες του πλανήτη.
Το διαζύγιο και οικονομικό κραχ του δικτάτορα
Στη Γαλλία ο Ντιβαλιέ έζησε πολυτελή ζωή στη Ριβιέρα. Οι Αμερικάνοι όμως κατάσχεσαν την περιουσία του στη Νέα Υόρκη και τη Φλόριντα, επειδή είχε «βάλει χέρι» στην οικονομική ενίσχυση. Επίσης «πάγωσε» και ένας λογαριασμός του στην Ελβετία με 5 εκατομμύρια δολάρια. Ο αυτοεξόριστος δικτάτορας και η γυναίκα του όμως δεν μπορούσαν να σταματήσουν τη σπάταλη ζωή τους. Σε ένα ταξιδάκι στο Παρίσι, το ζευγάρι αγόρασε κοσμήματα αξίας 500 χιλιάδων δολαρίων. Το 1990 ο Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ χώρισε από τη γυναίκα του, όταν η Μισέλ Μπένετ έμαθε ότι τα αδέρφια της, κανόνιζαν συχνά ιδιωτικά πάρτι οργίων και ο άνδρας της έπαιζε τον «Καλιγούλα».
Τότε μετακόμισε σε ένα πολυτελές σπίτι στην Cote D’Azur, για το οποίο το νοίκι ήταν 9 χιλιάδες δολάρια το μήνα. Τα έξοδα ανέβαιναν και τα έσοδα μηδενίζονταν. Η νέα Αϊτινή κυβέρνηση τον «εξόντωσε» οικονομικά, όταν δέσμευσε διεθνείς τραπεζικούς λογαριασμούς προς όφελός του κράτους.
Το 1994 ο Ντιβαλιέ δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε το τηλέφωνό του. Η France Telecom το έκοψε επειδή χρωστούσε 14 χιλιάδες δολάρια και του έκαναν έξωση από το σπίτι. Κατέληξε να μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τη μητέρα του και 5 σκυλιά. Όταν επέστρεψε στην Αϊτή, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά, ενώ αυτός υποστήριξε ότι στα 25 χρόνια που έμεινε μακριά, η πρόοδος στη χώρα σταμάτησε. Μέχρι και σήμερα η Αϊτή αδυνατεί να συνέλθει και αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.
Ο κοσμοπολίτης πλέιμποϊ δικτάτορας
Ο μικρός Ντιβαλιέ στην πραγματικότητα δεν ήθελε το θρόνο του πατέρα του, αλλά να αφιερωθεί στην άσωτη ζωή. Λάτρευε τα γρήγορα σπορ αυτοκίνητα, τις μηχανές, τα πάρτι, το κυνήγι, τις πριβέ κρουαζιέρες και το σεξ με γυναίκες και όχι μόνο. Στο παλάτι βρισκόταν συνέχεια οι φίλοι του από το σχολείο. Έξι μήνες μετά την προεδρία, αποφάσισε να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο της Αϊτής, παρά τους άθλιους βαθμούς που είχε ως μαθητής.
Όσο ο Baby Doc ζούσε την ανέμελη ζωή του πλέιμποϊ, τη χώρα κυβερνούσαν η μητέρα και η μεγαλύτερη αδερφή του, με τη βοήθεια συμβούλων του πρώην προέδρου. Οι δύο γυναίκες προσπάθησαν να δείξουν ότι κάτι αλλάζει στην Αϊτή. Η στρατιωτική ακαδημία επαναλειτούργησε και απελευθερώθηκαν οι λίγοι πολιτικοί κρατούμενοι που είχαν επιζήσει από τα φρικτά βασανιστήρια, του προηγούμενου προέδρου, του πατρός Ντιβαλιέ. «Χαλάρωσαν» επίσης την αυστηρή λογοκρισία των Μέσων Ενημέρωσης και υποσχέθηκαν φιλελεύθερη πολιτική. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ αναθερμάνθηκαν και ο τουρισμός ανέβηκε.
Τα ξενοδοχεία γέμισαν με ξένους που απολάμβαναν κοκτέιλ στις πισίνες, ενώ ο κόσμος λιμοκτονούσε αλλά ήλπιζε σε μια ταχεία ανάπτυξη. Ο Μπιλ και η Χίλαρι Κλίντον έκαναν τότε στην Αϊτή, το μήνα του μέλιτος. Για την ανοικοδόμηση της χώρας, δόθηκε οικονομική βοήθεια από τους Αμερικάνους, τα δύο τρίτα της οποίας κατέληξαν σε προσωπικούς λογαριασμούς του Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ.
Φυσικά η διαφθορά στις κρατικές υπηρεσίες παρέμενε σε δυσθεώρητα επίπεδα και οι παραστρατιωτικοί μακελάρηδες με την ονομασία «Tonton Macoutes», συνέχιζαν να μην ελέγχονται από κανένα. Κάπως έτσι κυλούσε η ζωή, μέχρι που συνέβη το αναπόφευκτο. Η μάνα και η κόρη διαφώνησαν. Η θυγατέρα εξορίστηκε και ο νεαρός Ζαν Κλοντ, που μέχρι τότε μόνο τυπικά έκανε τον πρόεδρο, αποφάσισε να ενεργοποιηθεί.
Πουλούσε το αίμα του λαού για να πλουτίσει
Μία από τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες του δικτάτορα, ήταν το αίμα του λαού. Αγόραζε προς 3 δολάρια κάθε λίτρο αίματος που έδιναν οι Αϊτινοί και το πωλούσε σε αμερικανικές εταιρείες υγείας, κερδίζοντας πολλά εκατομμύρια δολάρια. Οι σπατάλες ήταν ατελείωτες και ο Ντιβαλιέ αγόρασε 4 πολυτελή διαμερίσματα στο Μανχάταν, ένα εκ των οποίων στον ουρανοξύστη του μεγιστάνα Ντόναλντ Τράμπ. Αγόρασε και ένα μεγάλο γιοτ, που το έδεσε στη Φλόριντα.
Τα βασανιστήρια του λαού
Ο Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ μετονόμασε τον προσωπικό του στρατό σε Leopard Corps και τους παραχώρησε τις περισσότερες αρμοδιότητες της αστυνομίας. Η αυθαιρεσίες και τα βασανιστήρια που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του, τώρα συνεχίζονταν. Η τρομοκρατία των πολιτών εντάθηκε. Η φτώχεια και η ανέχεια επικρατούσαν σε όλη την Αϊτή. Το προσδόκιμο ζωής έπεφτε συνεχώς και είχε φτάσει στα 53 χρόνια. Υπήρχε κάποια στιγμή που κανείς δεν μπορούσε να πει με ακρίβεια πόσος ήταν ο πληθυσμός της χώρας. Το 1978, επιτροπή του Οργανισμού για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, επισκέφθηκε πόλεις της Αϊτής και βρήκε αποδείξεις για κακοποιήσεις, εκτελέσεις, βασανιστήρια και παράνομες φυλακίσεις.
Η μαγεία Βουντού παρέμενε ιερή για την οικογένεια Ντιβαλιέ. Το 1979, μητέρα και γιος παντρεύτηκαν με ιεροτελεστία βουντού, για να ανανεωθεί η συμφωνία με το διάολο, που είχε κάνει 22 χρόνια πριν, ο πατέρας δυνάστης. Την επόμενη χρονιά πάντως, ο «Baby Doc» αποφάσισε να παντρευτεί την κόρη ενός μεγάλου επιχειρηματία του καφέ. Ο γάμος με τη μιγάδα Μισέλ Μπένετ ήταν ο ακριβότερος που έγινε ποτέ και μπήκε στο βιβλίο Γκίνες. Κόστισε τρία εκατομμύρια δολάρια. Η οικογένεια της νύφης ήταν επίσης πανίσχυρη καθώς εκτός από τον καφέ, έκανε και εμπόριο ναρκωτικών.
Το 1984 κηρύχθηκαν εκλογές, αλλά δεν υπήρχαν υποψήφιοι αντίπαλοι του Baby Doc. Είχαν εκτελεστεί, εξοριστεί, βασανιστεί και φιμωθεί όλοι. Το αδιαφιλονίκητο φαβορί Ζαν Κλοντ πάντως έκανε πρωτότυπη προεκλογική καμπάνια. Γυρνούσε στους δρόμους της πρωτεύουσας με τη λιμουζίνα του, πετώντας κέρματα στους πεινασμένους Αϊτινούς που ορμούσαν σαν τις ύαινες να τα μαζέψουν. Το εκλογικό αποτέλεσμα έδειξε ότι ο Ζαν Κλοντ έλαβε το 99% των ψήφων, αν και κανείς δεν ήξερε πόσοι ψήφισαν.
Τα πήρε όλα και έφυγε
Το 1985 η ανεργία είχε «χτυπήσει κόκκινο». Η φτώχεια, η καταπάτηση των ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, έβγαλαν μαζικά τον κόσμο στους δρόμους. Ο Ζαν Κλοντ αντέδρασε δυναμικά στέλνοντας τα Leopard Corps. Σε μια από τις πολλές ταραχές που ξέσπασαν στις πόλεις, οι «πραιτοριανοί» κυνήγησαν τρεις διαδηλωτές που κρύφτηκαν μέσα σε ένα σχολικό λεωφορείο. Οι αδίστακτοι άνδρες των Tonton Macoutes, μπήκαν στο σχολικό και πυροβόλησαν εν ψυχρώ. Σκότωσαν τρεις μαθητές που δεν είχαν καμία σχέση και αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάστηκαν και οι δυνάμεις του δικτάτορα δεν αρκούσαν για να αντιμετωπίζουν τους αμέτρητους και εξαγριωμένους διαδηλωτές. Η πολιτική και η απληστία του, τους έφθασε εκεί που δεν είχαν να χάσουν. Και έτσι ξέσπασαν. Χτυπούσαν και αυτοί ανελέτητα τα Tonton Macoutes, έκαιγαν κρατικά κτίρια, αυτοκίνητα και σύμβολα. Ο Baby Doc άρχισε να φοβάται για τη ζωή του.
Καμία άλλη χώρα δεν τον δεχόταν. Στο αεροπλάνο φορτώθηκαν επίσης χρήματα, θησαυροί και άλλα «ασημικά» που κοσμούσαν το παλάτι. Η Αϊτή είχε απαλλαχθεί οριστικά από τη οικογένεια των δυναστών που την κατάντησαν από «διαμάντι» του δυτικού ημισφαιρίου, σε μια από τις φτωχές χώρες του πλανήτη.
Το διαζύγιο και οικονομικό κραχ του δικτάτορα
Στη Γαλλία ο Ντιβαλιέ έζησε πολυτελή ζωή στη Ριβιέρα. Οι Αμερικάνοι όμως κατάσχεσαν την περιουσία του στη Νέα Υόρκη και τη Φλόριντα, επειδή είχε «βάλει χέρι» στην οικονομική ενίσχυση. Επίσης «πάγωσε» και ένας λογαριασμός του στην Ελβετία με 5 εκατομμύρια δολάρια. Ο αυτοεξόριστος δικτάτορας και η γυναίκα του όμως δεν μπορούσαν να σταματήσουν τη σπάταλη ζωή τους. Σε ένα ταξιδάκι στο Παρίσι, το ζευγάρι αγόρασε κοσμήματα αξίας 500 χιλιάδων δολαρίων. Το 1990 ο Ζαν Κλοντ Ντιβαλιέ χώρισε από τη γυναίκα του, όταν η Μισέλ Μπένετ έμαθε ότι τα αδέρφια της, κανόνιζαν συχνά ιδιωτικά πάρτι οργίων και ο άνδρας της έπαιζε τον «Καλιγούλα».
Τότε μετακόμισε σε ένα πολυτελές σπίτι στην Cote D’Azur, για το οποίο το νοίκι ήταν 9 χιλιάδες δολάρια το μήνα. Τα έξοδα ανέβαιναν και τα έσοδα μηδενίζονταν. Η νέα Αϊτινή κυβέρνηση τον «εξόντωσε» οικονομικά, όταν δέσμευσε διεθνείς τραπεζικούς λογαριασμούς προς όφελός του κράτους.
Το 1994 ο Ντιβαλιέ δεν μπορούσε να πληρώσει ούτε το τηλέφωνό του. Η France Telecom το έκοψε επειδή χρωστούσε 14 χιλιάδες δολάρια και του έκαναν έξωση από το σπίτι. Κατέληξε να μένει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τη μητέρα του και 5 σκυλιά. Όταν επέστρεψε στην Αϊτή, του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για οικονομικά σκάνδαλα και διαφθορά, ενώ αυτός υποστήριξε ότι στα 25 χρόνια που έμεινε μακριά, η πρόοδος στη χώρα σταμάτησε. Μέχρι και σήμερα η Αϊτή αδυνατεί να συνέλθει και αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.