Ν.Tσόμσκι: Η Κατασκευή της συναίνεσης από τα ΜΜΕ (Ντοκιμαντέρ)
Σε ένα από τα πιο πολυβραβευμένα ντοκιμαντέρ στην ιστορία του είδους, με τίτλο «Η Κατασκευή της Συναίνεσης: ο Νόαμ Τσόμσκι και τα Μίντια», οι δημιουργοί ακολουθούν σε διαλέξεις ανά τον πλανήτη τον βραβευμένο με το βραβείο Κιότο (ιαπωνικό βραβείο ισότιμο του Νόμπελ για τις κοινωνικές επιστήμες) καθηγητή Γλωσσολογίας και μαχητικό κριτικό της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ για μισό αιώνα, Νόαμ Τσόμσκι. Το αποτέλεσμα τους δικαίωσε με 22 βραβεία και 50 συμμετοχές σε διεθνή φεστιβάλ, καθώς αποτέλεσε το πιο επιτυχημένο ντοκιμαντέρ στην ιστορία του Καναδά μέχρι την προβολή του The Corporation (2003), από τους ίδιους δημιουργούς.
Ο Αμερικανός διανοητής υποστηρίζει ότι τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ είναι, αν όχι «φερέφωνα», τουλάχιστον εκφραστές των συμφερόντων του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου (των «πολυεθνικών»).
«Ο ρόλος των ΜΜΕ», σημειώνει, «είναι να υπερασπίζονται την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα των προνομιούχων ομάδων που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο κράτος». Αυτήη εξάρτηση από την πολιτική και οικονομική εξουσία κάνει τα ΜΜΕ όργανα προπαγάνδας και όχι ενημέρωσης.
Οι έλεγχοι τους οποίους ασκεί η οικονομική και η πολιτική εξουσία μέσω των ΜΜΕ στις «Δημοκρατίες της Δύσης» διαφέρουν από αυτούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων κι έτσι οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» δεν είναι η σοβιετική «Πράβδα».
Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα όσων αποτυπώνονται στο χαρτί είναι «εφάμιλλης ομοιογένειας και συμμόρφωσης», όπως υποστηρίζει.
Το φαινόμενο δεν είναι παράδοξο, επισημαίνει, ενώ η κατάδειξή του δε συνιστά θεωρία συνωμοσίας:
Τίποτα δεν είναι πιο άσχετο σε αυτά που συζητήσαμε από μια θεωρία συνωμοσίας. Αν αναλύσω το οικονομικό σύστημα και πω ότι η General Motors προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το κέρδος και το μερίδιο της αγοράς, αυτό δεν είναι θεωρία συνωμοσίας, είναι ανάλυση των θεσμών.
Δεν έχει καμία σχέση με τις συνωμοσίες και είναι η ίδια ακριβώς λογική που εφαρμόζεται για τα μέσα ενημέρωσης. Η φράση «θεωρία συνωμοσίας» αναφέρεται συνεχώς και νομίζω πως έχει σκοπό ακριβώς να αποθαρρύνει τη θεσμική ανάλυση.
Παράλληλα, για τους δομικούς περιορισμούς των δελτίων ειδήσεων και των ειδησεογραφικών εκπομπών που κατά κανόνα δεν επιτρέπουν εμβάθυνση στις αναλύσεις, σημειώνει:
Ας υποθέσουμε ότι εμφανίζομαι και μέσα σε δυο λεπτά πω ότι ο Καντάφι είναι τρομοκράτης ο Χομεϊνί δολοφόνος και ότι οι Ρώσοι εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Δεν χρειάζομαι αποδείξεις, όλοι θα συμφωνήσουν.
Ας υποθέσουμε όμως ότι πω κάτι που δεν αναμασάει τα συμβατικά πιστεύω.
Ας υποθέσουμε ότι πω κάτι που δεν είναι αυτό που περιμένουν.
Ας υποθέσουμε ότι πω... «Οι μεγαλύτερες διεθνείς τρομοκρατικές επιχειρήσεις είναι αυτές που γίνονται από την Ουάσινγκτον».
Ή ας υποθέσουμε ότι πω: «Τη δεκαετία του '80 η κυβέρνηση των ΗΠΑ λειτουργούσε υπόγεια».
Ας υποθέσουμε ότι πω: «οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Νότιο Βιετνάμ». «Οι καλύτεροι πολιτικοί ηγέτες είναι τεμπέληδες και διεφθαρμένοι» - «Αν εφαρμόζονταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης τότε όλοι οι μεταπολεμικοί πρόεδροι των ΗΠΑ θα είχαν κρεμαστεί» - «Η Βίβλος είναι πιθανότατα το βιβλίο με τις περισσότερες γενοκτονίες» - «Η εκπαίδευση είναι ένα σύστημα επιβαλλόμενης άγνοιας» - «Δεν υπάρχει περισσότερη ηθική στις διεθνείς σχέσεις απ' ότι υπήρχε στην εποχή του Τζέγκις Χαν. Απλώς υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες». Τότε «οι άνθρωποι θα θελήσουν να καταλάβουν τι εννοώ», συνεχίζει.
Εύλογα θα σκεφτούν: «Γιατί το είπες αυτό; Δεν το έχω ξανακούσει αυτό. Αφού το είπες θα πρέπει να δώσεις μια εξήγηση. Ίσως μερικές αποδείξεις και καλύτερα να έχεις πολλές αποδείξεις γιατί αυτό είναι ένα αρκετά αναπάντεχο σχόλιο. Ωστόσο δεν μπορείς να δώσεις αποδείξεις όταν μιλάς συνοπτικά. Αυτή είναι η μεγαλοφυΐα αυτού του δομικού περιορισμού».
Για το ντοκιμαντέρ που διέγραψε τη δική του πορεία, ο ίδιος σημειώνει μετά από εκκλήσεις του κόσμου «να προσχωρήσουν στο κίνημα του οποίου ηγείται», ότι ενδεχομένως είναι στη φύση του τηλεοπτικού μέσου να «θεοποιείται» το πρόσωπο σε βάρος του μηνύματος που μεταφέρει.
Χαρακτηριστικά, για τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» απάντησε πως το ντοκιμαντέρ -και κυρίως το βιβλίο στο οποίο βασίζεται- αποτελεί πάνω από όλα μια κριτική για τα ΜΜΕ κι όχι ένα κάλεσμα για οργάνωση, όπως οι ίδιοι σημειώνουν αγνοώντας την πρώτη παράμετρο.
Ο Αμερικανός διανοητής υποστηρίζει ότι τα ΜΜΕ στις ΗΠΑ είναι, αν όχι «φερέφωνα», τουλάχιστον εκφραστές των συμφερόντων του κυρίαρχου πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου (των «πολυεθνικών»).
«Ο ρόλος των ΜΜΕ», σημειώνει, «είναι να υπερασπίζονται την πολιτική, οικονομική και κοινωνική ατζέντα των προνομιούχων ομάδων που κυριαρχούν στην κοινωνία και στο κράτος». Αυτήη εξάρτηση από την πολιτική και οικονομική εξουσία κάνει τα ΜΜΕ όργανα προπαγάνδας και όχι ενημέρωσης.
Οι έλεγχοι τους οποίους ασκεί η οικονομική και η πολιτική εξουσία μέσω των ΜΜΕ στις «Δημοκρατίες της Δύσης» διαφέρουν από αυτούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων κι έτσι οι «Τάιμς της Νέας Υόρκης» δεν είναι η σοβιετική «Πράβδα».
Ωστόσο, το τελικό αποτέλεσμα όσων αποτυπώνονται στο χαρτί είναι «εφάμιλλης ομοιογένειας και συμμόρφωσης», όπως υποστηρίζει.
Το φαινόμενο δεν είναι παράδοξο, επισημαίνει, ενώ η κατάδειξή του δε συνιστά θεωρία συνωμοσίας:
Τίποτα δεν είναι πιο άσχετο σε αυτά που συζητήσαμε από μια θεωρία συνωμοσίας. Αν αναλύσω το οικονομικό σύστημα και πω ότι η General Motors προσπαθεί να μεγιστοποιήσει το κέρδος και το μερίδιο της αγοράς, αυτό δεν είναι θεωρία συνωμοσίας, είναι ανάλυση των θεσμών.
Δεν έχει καμία σχέση με τις συνωμοσίες και είναι η ίδια ακριβώς λογική που εφαρμόζεται για τα μέσα ενημέρωσης. Η φράση «θεωρία συνωμοσίας» αναφέρεται συνεχώς και νομίζω πως έχει σκοπό ακριβώς να αποθαρρύνει τη θεσμική ανάλυση.
Παράλληλα, για τους δομικούς περιορισμούς των δελτίων ειδήσεων και των ειδησεογραφικών εκπομπών που κατά κανόνα δεν επιτρέπουν εμβάθυνση στις αναλύσεις, σημειώνει:
Ας υποθέσουμε ότι εμφανίζομαι και μέσα σε δυο λεπτά πω ότι ο Καντάφι είναι τρομοκράτης ο Χομεϊνί δολοφόνος και ότι οι Ρώσοι εισέβαλαν στο Αφγανιστάν. Δεν χρειάζομαι αποδείξεις, όλοι θα συμφωνήσουν.
Ας υποθέσουμε όμως ότι πω κάτι που δεν αναμασάει τα συμβατικά πιστεύω.
Ας υποθέσουμε ότι πω κάτι που δεν είναι αυτό που περιμένουν.
Ας υποθέσουμε ότι πω... «Οι μεγαλύτερες διεθνείς τρομοκρατικές επιχειρήσεις είναι αυτές που γίνονται από την Ουάσινγκτον».
Ή ας υποθέσουμε ότι πω: «Τη δεκαετία του '80 η κυβέρνηση των ΗΠΑ λειτουργούσε υπόγεια».
Ας υποθέσουμε ότι πω: «οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Νότιο Βιετνάμ». «Οι καλύτεροι πολιτικοί ηγέτες είναι τεμπέληδες και διεφθαρμένοι» - «Αν εφαρμόζονταν οι νόμοι της Νυρεμβέργης τότε όλοι οι μεταπολεμικοί πρόεδροι των ΗΠΑ θα είχαν κρεμαστεί» - «Η Βίβλος είναι πιθανότατα το βιβλίο με τις περισσότερες γενοκτονίες» - «Η εκπαίδευση είναι ένα σύστημα επιβαλλόμενης άγνοιας» - «Δεν υπάρχει περισσότερη ηθική στις διεθνείς σχέσεις απ' ότι υπήρχε στην εποχή του Τζέγκις Χαν. Απλώς υπάρχουν διαφορετικοί παράγοντες». Τότε «οι άνθρωποι θα θελήσουν να καταλάβουν τι εννοώ», συνεχίζει.
Εύλογα θα σκεφτούν: «Γιατί το είπες αυτό; Δεν το έχω ξανακούσει αυτό. Αφού το είπες θα πρέπει να δώσεις μια εξήγηση. Ίσως μερικές αποδείξεις και καλύτερα να έχεις πολλές αποδείξεις γιατί αυτό είναι ένα αρκετά αναπάντεχο σχόλιο. Ωστόσο δεν μπορείς να δώσεις αποδείξεις όταν μιλάς συνοπτικά. Αυτή είναι η μεγαλοφυΐα αυτού του δομικού περιορισμού».
Για το ντοκιμαντέρ που διέγραψε τη δική του πορεία, ο ίδιος σημειώνει μετά από εκκλήσεις του κόσμου «να προσχωρήσουν στο κίνημα του οποίου ηγείται», ότι ενδεχομένως είναι στη φύση του τηλεοπτικού μέσου να «θεοποιείται» το πρόσωπο σε βάρος του μηνύματος που μεταφέρει.
Χαρακτηριστικά, για τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» απάντησε πως το ντοκιμαντέρ -και κυρίως το βιβλίο στο οποίο βασίζεται- αποτελεί πάνω από όλα μια κριτική για τα ΜΜΕ κι όχι ένα κάλεσμα για οργάνωση, όπως οι ίδιοι σημειώνουν αγνοώντας την πρώτη παράμετρο.
Πηγή