«Λείπουν» από τα ιστορικά αρχεία πολλοί τεράστιοι σεισμοί στη Γη
Πολλοί σεισμοί τεράστιας ισχύος έχουν πλήξει τη Γη στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν, κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, αλλά δεν έχουν καταγραφεί σε κανένα ιστορικό αρχείο, με συνέπεια να υποτιμάται σήμερα η συχνότητα με την οποία τέτοια καταστροφικά γεωλογικά συμβάντα μπορούν να ενσκήψουν ξανά στο μέλλον. Όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ, αυτό ανακοίνωσαν Αμερικανοί γεωλόγοι στο διεθνές συνέδριο της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης στο Σαν Φρανσίσκο, που αποτελεί τη μεγαλύτερη ετήσια συγκέντρωση γεωεπιστημόνων στον κόσμο. Οι επιστήμονες, με επικεφαλής τη δρ. Σούζαν Χιου της Αμερικανικής Γεωλογικής Υπηρεσίας, σύμφωνα με το BBC, μελέτησαν επισταμένως τα ιστορικά αρχεία πολλών χωρών και κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι καταγεγραμμένοι ισχυροί σεισμοί είναι αρκετά λιγότεροι από αυτούς που έχουν συμβεί στην πραγματικότητα (και μάλιστα στην πρόσφατη ιστορία του πλανήτη), γεγονός που τροφοδοτεί ένα παραπλανητικό αίσθημα καθησυχασμού ότι τέτοια γεγονότα είναι πολύ πιο σπάνια από ό,τι είναι.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι μόνο οι μισοί περίπου από τους σεισμούς άνω των 8,5 Ρίχτερ που συνέβησαν τον 19ο αιώνα, έχουν καταγραφεί σε κάποιο αρχείο. Τέτοιοι σεισμοί θεωρούνται ικανοί για μεγάλες καταστροφές, όπως εκείνοι του 2004 στον Ινδικό Ωκεανό (που προκάλεσε το φονικό τσουνάμι), του 2010 στη Χιλή και στην Αϊτή, καθώς και του 2011 στην Ιαπωνία (με το συνακόλουθο τσουνάμι και την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα).
Ενώ τέτοιοι σεισμοί έχουν γίνει αρκετοί κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα, περιέργως αντίστοιχοι σεισμοί αυτής της κλίμακας σπάνια αναφέρονται πριν τον 20ό αιώνα. Σημειωτέον ότι οι σεισμογράφοι ανακαλύφθηκαν περίπου το 1900, οπότε πλέον, σύμφωνα με τη Χιου, «οι σεισμοί άρχισαν να δείχνουν μεγαλύτεροι». Για τα χρόνια πριν το 1900, οι επιστήμονες αναγκαστικά καταφεύγουν στην αναδίφηση ιστορικών εγγράφων, προσπαθώντας να κάνουν εκτιμήσεις για το μέγεθος των παλαιότερων σεισμών και τη συχνότητά τους.
Επειδή όμως αυτή η αναζήτηση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι ακριβής, οι Αμερικανοί γεωλόγοι πιστεύουν ότι κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα συνέβησαν πολλοί μεγάλοι σεισμοί, αλλά ποτέ δεν καταγράφηκαν κάπου ή έγιναν αντιληπτοί ως μικρότερου μεγέθους λόγω και της ανυπαρξίας των σεισμογράφων. Για παράδειγμα, εκτιμούν ότι ένας σεισμός που συνέβη το 1841 στην ασιατική χερσόνησο Καμτσάτκα της Ρωσίας και είχε αρχικά εκτιμηθεί ως 8,3 Ρίχτερ, στην πραγματικότητα ήταν 9,2.
Οι επιστήμονες θέλουν να έχουν μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική ιστορική καταγραφή των «χαμένων» σεισμών, για να μπορούν να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια πού και πότε τέτοιες φυσικές καταστροφές θα μπορούσαν να υπάρξουν στο μέλλον οπουδήποτε στον κόσμο.
Οι ερευνητές εκτιμούν ότι μόνο οι μισοί περίπου από τους σεισμούς άνω των 8,5 Ρίχτερ που συνέβησαν τον 19ο αιώνα, έχουν καταγραφεί σε κάποιο αρχείο. Τέτοιοι σεισμοί θεωρούνται ικανοί για μεγάλες καταστροφές, όπως εκείνοι του 2004 στον Ινδικό Ωκεανό (που προκάλεσε το φονικό τσουνάμι), του 2010 στη Χιλή και στην Αϊτή, καθώς και του 2011 στην Ιαπωνία (με το συνακόλουθο τσουνάμι και την πυρηνική καταστροφή της Φουκουσίμα).
Ενώ τέτοιοι σεισμοί έχουν γίνει αρκετοί κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα, περιέργως αντίστοιχοι σεισμοί αυτής της κλίμακας σπάνια αναφέρονται πριν τον 20ό αιώνα. Σημειωτέον ότι οι σεισμογράφοι ανακαλύφθηκαν περίπου το 1900, οπότε πλέον, σύμφωνα με τη Χιου, «οι σεισμοί άρχισαν να δείχνουν μεγαλύτεροι». Για τα χρόνια πριν το 1900, οι επιστήμονες αναγκαστικά καταφεύγουν στην αναδίφηση ιστορικών εγγράφων, προσπαθώντας να κάνουν εκτιμήσεις για το μέγεθος των παλαιότερων σεισμών και τη συχνότητά τους.
Επειδή όμως αυτή η αναζήτηση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να είναι ακριβής, οι Αμερικανοί γεωλόγοι πιστεύουν ότι κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα συνέβησαν πολλοί μεγάλοι σεισμοί, αλλά ποτέ δεν καταγράφηκαν κάπου ή έγιναν αντιληπτοί ως μικρότερου μεγέθους λόγω και της ανυπαρξίας των σεισμογράφων. Για παράδειγμα, εκτιμούν ότι ένας σεισμός που συνέβη το 1841 στην ασιατική χερσόνησο Καμτσάτκα της Ρωσίας και είχε αρχικά εκτιμηθεί ως 8,3 Ρίχτερ, στην πραγματικότητα ήταν 9,2.
Οι επιστήμονες θέλουν να έχουν μια όσο γίνεται πιο αντικειμενική ιστορική καταγραφή των «χαμένων» σεισμών, για να μπορούν να προβλέψουν με μεγαλύτερη ακρίβεια πού και πότε τέτοιες φυσικές καταστροφές θα μπορούσαν να υπάρξουν στο μέλλον οπουδήποτε στον κόσμο.