Στόλος μη επανδρωμένων υποβρύχιων ρομπότ εξερευνά τον βυθό της Μεσογείου
Στο γαλλικό λιμάνι της πόλης Τουλόν, στα ρηχά νερά της Μεσογείου, γίνονται οι δοκιμές του πρώτου στόλου από μικρά αυτόνομα και συνεργαζόμενα μεταξύ τους, μη επανδρωμένα υποβρύχια ρομπότ-ανιχνευτές (marine drones), που διαθέτουν τεχνητή νοημοσύνη, σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο ειδήσεων. Πέντε ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο, έχουν στείλει για κοινές δοκιμές τα πρωτότυπα ρομπότ στο πλαίσιο του τετραετούς ευρωπαϊκού προγράμματος MORPH (Marine Robotic System of Self-Organising, Logically Linked Physical Nodes), το οποίο χρηματοδοτείται από το 7ο Πρόγραμμα-Πλαίσιο για την Έρευνα της ΕΕ και έχει προϋπολογισμό 4 εκατ. ευρώ.
Το πρόγραμμα MORPH ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 2012 με τη συμμετοχή συνολικά 32 επιστημόνων. Τα ρομπότ, που έχουν σχήμα τορπίλης ή «έλκηθρου», ζυγίζουν από 31 (το ιταλικό) έως 200 κιλά (το ισπανικό), ενώ μπορούν να δράσουν σε βάθη έως 500 μέτρων.
Τα ρομπότ ποντίζονται στη θάλασσα από ένα σκάφος επιφανείας και στη συνέχεια παρακολουθούνται συνεχώς από την οθόνη του υπολογιστή.
Τα ρομπότ, που διαθέτουν βιντεοκάμερες και συστήματα (σόναρ) ηχοεντοπισμού, επικοινωνούν ασύρματα τόσο με το σκάφος όσο και μεταξύ τους, συντονίζοντας ανάλογα τις κινήσεις τους.
Μεταξύ άλλων, στόχος των ερευνητών είναι, με τη βοήθεια του ρομποτικού υποβρύχιου στόλου, να δημιουργήσουν τρισδιάστατους χάρτες ακριβείας του βυθού, κάτι που θα βοηθήσει σημαντικά το έργο των ωκεανογράφων, αρχαιολόγων, γεωλόγων, θαλάσσιων βιολόγων και άλλων επιστημόνων.
Παράλληλα, όπως είναι προφανές, τέτοιοι μίνι-στόλοι μπορούν να έχουν διάφορες στρατιωτικές εφαρμογές (παρακολούθηση εχθρικών σκαφών, εντοπισμός ναρκών κ.α.).
Μεμονωμένα υποβρύχια ρομποτικά σκάφη βρίσκονται σε δράση εδώ και χρόνια. Αυτό όμως που συνιστά καινοτομία, όπως δήλωσε ο ερευνητής Βενσάν Ριγκό του Γαλλικού Ινστιτούτου Θαλασσίων Ερευνών (INFREMER), είναι η δημιουργία ενός ολόκληρου στόλου από αυτά και μάλιστα με τη δυνατότητα να «συνομιλούν» μεταξύ τους και να δρουν αυτόνομα και συντονισμένα, χάρη στο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτουν.
Τα αντίστοιχα ιπτάμενα σκάφη (drones) επικοινωνούν μέσω ραδιοκυμάτων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ελεγκτές εδάφους που κατευθύνουν την αποστολή τους. Όμως κάτω από το νερό οι τεχνικές δυσκολίες είναι πολύ μεγαλύτερες, επειδή τα ραδιοκύματα δεν μπορούν να διαδοθούν στο νερό, με συνέπεια η επικοινωνία μέσω ηχητικών κυμάτων να είναι η μόνη λύση.
Έτσι, τα υποβρύχια ρομποτάκια χρησιμοποιούν ακουστικά σήματα για να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να λαμβάνουν οδηγίες. Όμως οι δυσκολίες παραμένουν, επειδή η μετάδοση των δεδομένων μέσω ήχων μέσα στο νερό είναι πολύ αργή και διαταράσσεται συχνά από παρεμβολές και θορύβους όπως η διέλευση των πλοίων.
Όπως δήλωσε ο Ισπανός ερευνητής του πανεπιστημίου της Χιρόνα Πέρε Ριδάο, «είναι σαν να γυρνάμε πίσω στα μόντεμ στο ξεκίνημα της εποχής των υπολογιστών. Η μέγιστη ταχύτητα μετάδοσης των δεδομένων κάτω από το νερό είναι περίπου 100.000 φορές πιο αργή από μια κοινή σύνδεση ADSL. Χρειάζονται αρκετά λεπτά για να σταλεί μια (ψηφιακή) εικόνα».
Γι’ αυτό τον λόγο, προς το παρόν τουλάχιστον, τα ρομπότ αποθηκεύουν στη μνήμη τους αυτά που «βλέπουν» γύρω τους, ώστε αργότερα, όταν αναδύονται πλέον στην επιφάνεια, οι επιστήμονες να ανακτήσουν τα αποθηκευμένα δεδομένα και να τα επεξεργαστούν περαιτέρω.
Υποβρύχιο μη επανδρωμένο ρομπότ που ποντίστηκε τον Οκτώβριο του 2012 στο βυθό της Ανταρκτικής κατορθώνοντας να βοηθήσει σημαντικά στην τρισδιάστατη χαρτογράφηση του βυθού κάτω από τους πάγους.
Τα ρομπότ ποντίζονται στη θάλασσα από ένα σκάφος επιφανείας και στη συνέχεια παρακολουθούνται συνεχώς από την οθόνη του υπολογιστή.
Τα ρομπότ, που διαθέτουν βιντεοκάμερες και συστήματα (σόναρ) ηχοεντοπισμού, επικοινωνούν ασύρματα τόσο με το σκάφος όσο και μεταξύ τους, συντονίζοντας ανάλογα τις κινήσεις τους.
Μεταξύ άλλων, στόχος των ερευνητών είναι, με τη βοήθεια του ρομποτικού υποβρύχιου στόλου, να δημιουργήσουν τρισδιάστατους χάρτες ακριβείας του βυθού, κάτι που θα βοηθήσει σημαντικά το έργο των ωκεανογράφων, αρχαιολόγων, γεωλόγων, θαλάσσιων βιολόγων και άλλων επιστημόνων.
Παράλληλα, όπως είναι προφανές, τέτοιοι μίνι-στόλοι μπορούν να έχουν διάφορες στρατιωτικές εφαρμογές (παρακολούθηση εχθρικών σκαφών, εντοπισμός ναρκών κ.α.).
Μεμονωμένα υποβρύχια ρομποτικά σκάφη βρίσκονται σε δράση εδώ και χρόνια. Αυτό όμως που συνιστά καινοτομία, όπως δήλωσε ο ερευνητής Βενσάν Ριγκό του Γαλλικού Ινστιτούτου Θαλασσίων Ερευνών (INFREMER), είναι η δημιουργία ενός ολόκληρου στόλου από αυτά και μάλιστα με τη δυνατότητα να «συνομιλούν» μεταξύ τους και να δρουν αυτόνομα και συντονισμένα, χάρη στο λογισμικό τεχνητής νοημοσύνης που διαθέτουν.
Τα αντίστοιχα ιπτάμενα σκάφη (drones) επικοινωνούν μέσω ραδιοκυμάτων τόσο μεταξύ τους, όσο και με τους ελεγκτές εδάφους που κατευθύνουν την αποστολή τους. Όμως κάτω από το νερό οι τεχνικές δυσκολίες είναι πολύ μεγαλύτερες, επειδή τα ραδιοκύματα δεν μπορούν να διαδοθούν στο νερό, με συνέπεια η επικοινωνία μέσω ηχητικών κυμάτων να είναι η μόνη λύση.
Έτσι, τα υποβρύχια ρομποτάκια χρησιμοποιούν ακουστικά σήματα για να ανταλλάσσουν πληροφορίες και να λαμβάνουν οδηγίες. Όμως οι δυσκολίες παραμένουν, επειδή η μετάδοση των δεδομένων μέσω ήχων μέσα στο νερό είναι πολύ αργή και διαταράσσεται συχνά από παρεμβολές και θορύβους όπως η διέλευση των πλοίων.
Όπως δήλωσε ο Ισπανός ερευνητής του πανεπιστημίου της Χιρόνα Πέρε Ριδάο, «είναι σαν να γυρνάμε πίσω στα μόντεμ στο ξεκίνημα της εποχής των υπολογιστών. Η μέγιστη ταχύτητα μετάδοσης των δεδομένων κάτω από το νερό είναι περίπου 100.000 φορές πιο αργή από μια κοινή σύνδεση ADSL. Χρειάζονται αρκετά λεπτά για να σταλεί μια (ψηφιακή) εικόνα».
Γι’ αυτό τον λόγο, προς το παρόν τουλάχιστον, τα ρομπότ αποθηκεύουν στη μνήμη τους αυτά που «βλέπουν» γύρω τους, ώστε αργότερα, όταν αναδύονται πλέον στην επιφάνεια, οι επιστήμονες να ανακτήσουν τα αποθηκευμένα δεδομένα και να τα επεξεργαστούν περαιτέρω.