Η φρικτή αληθινή ιστορία που ενέπνευσε τον Χέρμαν Μέλβιλ να γράψει τον «Μόμπι Ντικ»
Τον Ιούλιο του 1852, ο 32χρονος μυθιστοριογράφος Χέρμαν Μέλβιλ είχε υψηλές προσδοκίες για το νέο του έργο, το Μόμπυ Ντικ (ή The Whale). Εκείνο το μήνα πήγε για πρώτη φορά στο Nantucket, την ιδιαίτερη πατρίδα του πρωταγωνιστή του βιβλίου του, Captain Ahab, και του πλοίου του, Pequod. Σαν τουρίστας, ο Μέλβιλ συνάντησε τοπικούς αξιωματούχους, δείπνησε μαζί τους και γύρισε τα μέρη που μέχρι πριν, απλά είχε φανταστεί. Την τελευταία μέρα στο Nantucket συνάντησε τον 60χρονο που κάποτε ήταν καπετάνιος του Essex, του πλοίου που είχε δεχθεί επίθεση από μια φάλαινα και βούλιαξε το 1820, το ατύχημα που ενέπνευσε τον Μέλβιλ. Ο καπετάνιος George Pollard Jr. ήταν μόλις 29 χρονών όταν το Essex βούλιαξε. Ο Pollard επιβίωσε, επέστρεψε στο Nantucket και έγινε καπετάνιος σε ένα άλλο φαλαινοθηρικό, το Two Brothers. Αλλά όταν αυτό το πλοίο έπεσε σε κοραλλιογενή ύφαλο δυο χρόνια μετά, ο καπετάνιος χαρακτηριστικέ γρουσούζης και κανείς πλέον δεν τον εμπιστευόταν. Ο Pollard έγινε ο νυχτοφύλακας του χωριού.
Ο Pollard είχε αφηγηθεί όλη την ιστορία σε κάτι φίλους του κατά τη διάρκεια ενός δείπνου λίγο μετά το συμβάν και σε κάποιον ιεραπόστολο ονόματι George Bennet. Εξιστόρησε τις 92 μέρες και άυπνες νύχτες στη θάλασσα σε μια βάρκα χωρίς φαγητό, την τρέλα των αντρών που είχαν σωθεί, τον κανιβαλισμό και την άτυχη μοίρα δυο νεαρών, ανάμεσα τους και τον πρώτο ξάδερφο του Pollard, τον Owen Coffin.
Τα προβλήματα για το Essex ξεκίνησαν στις 14 Αυγούστου του 1819, μόλις δυο μέρες μετά το σαλπάρισμα από το Nantucket, σε ένα ταξίδι για φάλαινες που θα διαρκούσε 2 1/2 χρόνια. Το 26,5 μέτρων πλοίο έπεσε σε καταιγίδα, καταστράφηκε ένα κατάρτι του και παραλίγο να βυθιστεί. Ο Pollard συνέχισε, φτάνοντας στο Cape Horn πέντε εβδομάδες αργότερα. Αλλά οι 20 άντρες του πληρώματος δεν βρήκαν ψάρια στη θάλασσα της Νότιας Αμερικής και έτσι αποφάσισαν να σαλπάρουν για τον Νότιο Ειρηνικό.
Για ανεφοδιασμό, το Essex σταμάτησε στο νησί Charles στα νησιά Γκαλαπάγκος, όπου το πλήρωμα μάζεψε 60 χελώνες βάρους 45 κιλών η κάθε μια. Για να κάνει πλάκα, ένας άντρας από το πλήρωμα άναψε φωτιά, η οποία εξαπλώθηκε αμέσως. Οι άντρες του Pollard ίσα που ξέφυγαν. Ο Pollard εξοργίστηκε και ορκίστηκε να εκδικηθεί αυτόν που το έκανε.
Το Νοέμβριο του 1820, μετά από τόσους μήνες ταξίδι, οι βάρκες του Essex καμάκωσαν φάλαινες που τους τράβηξαν μακριά. Ο 23χρονος Owen Chase, είχε μείνει στο Essex, ενώ ο Pollard κυνηγούσε. Αυτός ήταν που είδε πρώτος μια μεγάλη φάλαινα -26 μέτρα μήκος και με το κεφάλι της στραμμένο προς το πλοίο. Η φάλαινα χτύπησε το πλοίο με ταχύτητα σχεδόν 3 κόμβων.
Η φάλαινα πέρασε κάτω από το πλοίο και άρχισε να το "μαστιγώνει". Έπειτα εξαφανίστηκε. Το πλήρωμα άρχισε να αντλεί τα νερά από την τρύπα, όταν ένας από τους άντρες είδε τη φάλαινα να επιστρέφει. Αυτή τη φορά το κήτος πλησίαζε με ταχύτητα 6 κόμβων, χτύπησε το πλοίο για τα καλά και εξαφανίστηκε.
Το νερό μπήκε στο πλοίο πολύ γρήγορα και το πλήρωμα το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να κατεβάσει τις βάρκες και να τις γεμίσει με όργανα ναυσιπλοΐας, ψωμί και προμήθειες, πριν το Essex αναποδογυρίσει.
Οι άντρες δεν ήθελαν να αφήσουν το βυθιζόμενο Essex και ο Pollard έψαχνε ένα σχέδιο. Υπήρχαν τρεις βάρκες για 20 άντρες. Η πιο κοντινή στεριά ήταν τα νησιά Marquesas και τα Society, και ο Pollard ήθελε να ξεκινήσει για εκεί. Το πλήρωμα όμως τον έπεισε ότι στα νησιά κατοικούσαν κανίβαλοι και πως έπρεπε να πάνε νότια.
Οι προκλήσεις άρχισαν αμέσως. Το αλμυρό νερό ξέρανε το ψωμί και οι άντρες άρχισαν να υποσιτίζονται. Ο ήλιος ήταν ανελέητος. Η βάρκα του Pollard δέχθηκε επίθεση από άλλη φάλαινα. Είδαν γη -το νησί Henderson- μετά από δυο εβδομάδες, αλλά ήταν άγονο. Μετά από μια εβδομάδα, οι προμήθειες άρχισαν να τελειώνουν.
Στα μέσα Δεκεμβρίου, οι βάρκες άρχισαν να μπάζουν νερά, τις νύχτες δεχόντουσαν επιθέσεις από φάλαινες και τον Ιανουάριο οι μερίδες είχαν ελαχιστοποιηθεί πλήρως. Στην βάρκα του Chase, ένας άντρας τρελάθηκε, σηκώθηκε όρθιος, απαίτησε δείπνο και έπεσε σε σπασμούς πριν πεθάνει το επόμενο πρωί. "Το πλήρωμα έκοψε τα άκρα του, και αφαίρεσε τη σάρκα από τα κόκαλα. Έπειτα το άνοιξαν, αφαίρεσαν την καρδιά, έραψαν την τρύπα και το έριξαν στη θάλασσα", ανέφερε ο Chase. Έπειτα έψησαν τα όργανα σε μια πέτρα και τα έφαγαν.
Την επόμενη εβδομάδα άλλοι τρεις πέθαναν και τα κορμιά τους μαγειρεύτηκαν και φαγώθηκαν. Μια βάρκα εξαφανίστηκε, και οι βάρκες των Chase και Pollard έχασαν η μια την άλλη. Οι μερίδες της ανθρώπινης σάρκας δεν κράτησαν για πολύ και όσο οι διασωθέντες έτρωγαν τόσο πεινούσαν. Και στις δυο βάρκες οι άντρες αδυνάτισαν πολύ και δεν μπορούσαν ούτε να μιλάνε. Στις 6 Φεβρουαρίου 1821, εννιά εβδομάδες αφότου είχαν εγκαταλείψει το Essex, ο νεαρός Charles Ramsdell, πρότεινε να ρίξουν κλήρο ποιον θα έτρωγαν. Οι άντρες στη βάρκα του Pollard το δέχτηκαν και ο κλήρος έπεσε στον Owen Coffin, ξάδερφο του καπετάνιου.
Ο Pollard προσπάθησε να τον σώσει και πρότεινε να φάνε αυτόν, αλλά ο νεαρός δεν δέχτηκε.
Ο κλήρος για το ποιος θα τον σκότωνε έπεσε στον Ramsdell. Ο Coffin έβαλε το κεφάλι του στο όπλο και ο Ramsdell πάτησε τη σκανδάλη.
Δεν έμεινε τίποτα από τον νεαρό.
Στο 18 Φεβρουαρίου, οι τελευταίοι τρεις άντρες στη βάρκα του Chase είδαν πλοίο -το αγγλικό Indian- σε κάποια απόσταση. Το πρόλαβαν και σώθηκαν.
3000 μίλια μακριά, ο Pollard είχε μείνει μόνος του με τον Charles Ramsdell. Μια εβδομάδα μετά τη διάσωση του Chase, κάποιος από το πλήρωμα ξεκίνησε με το αμερικάνικο πλοίο Dauphin να βρει τον Pollard. Μπερδεμένοι οι Pollard και Ramsdell δεν έδειξαν να χάρηκαν με τη διάσωση τους, αλλά απλά, γύρισαν στη βάρκα τους, μάζεψαν κόκαλα από τους συντρόφους τους και τα έβαλαν στις τσέπες τους. Ακόμα και πάνω στο Dauphin, οι δυο τρελαμένοι άντρες εθεάθησαν να ρουφάνε τα κόκαλα.
Οι πέντε διασωθέντες του Essex ενώθηκαν στο Valparaiso, πριν τους στείλουν πίσω στο Nantucket. Ο Pollard είχε αναρρώσει πλήρως και ένα βράδυ σε ένα δείπνο καπεταναίων διηγήθηκε τι είχε συμβεί όλο αυτόν τον καιρό. Ένας από τους καπετάνιους γύρισε στο δωμάτιο του και κατέγραψε τα πάντα.
Μετά από χρόνια, η τρίτη βάρκα βρέθηκε στο νησί Ducie, με τρεις σκελετούς πάνω τις. Οι τρεις άντρες που είχαν επιλέξει να μείνουν στο νησί Henderson, είχαν επιβιώσει τρώγοντας για τέσσερις μήνες, οστρακοειδή και αυγά πουλιών, μέχρι που τους βρήκε ένα αυστραλιανό πλοίο.
Μόλις έφτασαν στο Nantucket, οι διασωθέντες του Essex έγιναν καλοδεχούμενοι και δεν κατηγορήθηκαν για κανιβαλισμό, μιας και ήταν ένας άγραφος νόμος της τότε εποχής -σε παρόμοιες καταστάσεις, επιζώντες δεν έτρωγαν τους συναδέλφους τους, αλλά χρησιμοποιούσαν τη σάρκα τους για ψάρεμα.
Τον Pollard, όμως, δεν τον συγχώρεσαν έτσι εύκολα, μιας και είχε φάει τον ξάδερφο του. Η μητέρα του Coffin δεν άντεχε να βλέπει τον καπετάνιο. Κάθε χρόνο στην επέτειο του ναυαγίου του Essex, ο καπετάνιος, κλειδωνόταν στο σπίτι του και νήστευε προς τιμή των συντρόφων του.
Ο Μόμπυ Ντικ, όσο ζούσε ο Μέλβιλ, δεν πήγε καλά -πούλησε μόνο μερικές χιλιάδες αντίτυπα.
Χέρμαν Μέλβιλ
Τα προβλήματα για το Essex ξεκίνησαν στις 14 Αυγούστου του 1819, μόλις δυο μέρες μετά το σαλπάρισμα από το Nantucket, σε ένα ταξίδι για φάλαινες που θα διαρκούσε 2 1/2 χρόνια. Το 26,5 μέτρων πλοίο έπεσε σε καταιγίδα, καταστράφηκε ένα κατάρτι του και παραλίγο να βυθιστεί. Ο Pollard συνέχισε, φτάνοντας στο Cape Horn πέντε εβδομάδες αργότερα. Αλλά οι 20 άντρες του πληρώματος δεν βρήκαν ψάρια στη θάλασσα της Νότιας Αμερικής και έτσι αποφάσισαν να σαλπάρουν για τον Νότιο Ειρηνικό.
Για ανεφοδιασμό, το Essex σταμάτησε στο νησί Charles στα νησιά Γκαλαπάγκος, όπου το πλήρωμα μάζεψε 60 χελώνες βάρους 45 κιλών η κάθε μια. Για να κάνει πλάκα, ένας άντρας από το πλήρωμα άναψε φωτιά, η οποία εξαπλώθηκε αμέσως. Οι άντρες του Pollard ίσα που ξέφυγαν. Ο Pollard εξοργίστηκε και ορκίστηκε να εκδικηθεί αυτόν που το έκανε.
Το Νοέμβριο του 1820, μετά από τόσους μήνες ταξίδι, οι βάρκες του Essex καμάκωσαν φάλαινες που τους τράβηξαν μακριά. Ο 23χρονος Owen Chase, είχε μείνει στο Essex, ενώ ο Pollard κυνηγούσε. Αυτός ήταν που είδε πρώτος μια μεγάλη φάλαινα -26 μέτρα μήκος και με το κεφάλι της στραμμένο προς το πλοίο. Η φάλαινα χτύπησε το πλοίο με ταχύτητα σχεδόν 3 κόμβων.
Το νερό μπήκε στο πλοίο πολύ γρήγορα και το πλήρωμα το μόνο που πρόλαβε να κάνει ήταν να κατεβάσει τις βάρκες και να τις γεμίσει με όργανα ναυσιπλοΐας, ψωμί και προμήθειες, πριν το Essex αναποδογυρίσει.
Οι άντρες δεν ήθελαν να αφήσουν το βυθιζόμενο Essex και ο Pollard έψαχνε ένα σχέδιο. Υπήρχαν τρεις βάρκες για 20 άντρες. Η πιο κοντινή στεριά ήταν τα νησιά Marquesas και τα Society, και ο Pollard ήθελε να ξεκινήσει για εκεί. Το πλήρωμα όμως τον έπεισε ότι στα νησιά κατοικούσαν κανίβαλοι και πως έπρεπε να πάνε νότια.
Οι προκλήσεις άρχισαν αμέσως. Το αλμυρό νερό ξέρανε το ψωμί και οι άντρες άρχισαν να υποσιτίζονται. Ο ήλιος ήταν ανελέητος. Η βάρκα του Pollard δέχθηκε επίθεση από άλλη φάλαινα. Είδαν γη -το νησί Henderson- μετά από δυο εβδομάδες, αλλά ήταν άγονο. Μετά από μια εβδομάδα, οι προμήθειες άρχισαν να τελειώνουν.
Στα μέσα Δεκεμβρίου, οι βάρκες άρχισαν να μπάζουν νερά, τις νύχτες δεχόντουσαν επιθέσεις από φάλαινες και τον Ιανουάριο οι μερίδες είχαν ελαχιστοποιηθεί πλήρως. Στην βάρκα του Chase, ένας άντρας τρελάθηκε, σηκώθηκε όρθιος, απαίτησε δείπνο και έπεσε σε σπασμούς πριν πεθάνει το επόμενο πρωί. "Το πλήρωμα έκοψε τα άκρα του, και αφαίρεσε τη σάρκα από τα κόκαλα. Έπειτα το άνοιξαν, αφαίρεσαν την καρδιά, έραψαν την τρύπα και το έριξαν στη θάλασσα", ανέφερε ο Chase. Έπειτα έψησαν τα όργανα σε μια πέτρα και τα έφαγαν.
Την επόμενη εβδομάδα άλλοι τρεις πέθαναν και τα κορμιά τους μαγειρεύτηκαν και φαγώθηκαν. Μια βάρκα εξαφανίστηκε, και οι βάρκες των Chase και Pollard έχασαν η μια την άλλη. Οι μερίδες της ανθρώπινης σάρκας δεν κράτησαν για πολύ και όσο οι διασωθέντες έτρωγαν τόσο πεινούσαν. Και στις δυο βάρκες οι άντρες αδυνάτισαν πολύ και δεν μπορούσαν ούτε να μιλάνε. Στις 6 Φεβρουαρίου 1821, εννιά εβδομάδες αφότου είχαν εγκαταλείψει το Essex, ο νεαρός Charles Ramsdell, πρότεινε να ρίξουν κλήρο ποιον θα έτρωγαν. Οι άντρες στη βάρκα του Pollard το δέχτηκαν και ο κλήρος έπεσε στον Owen Coffin, ξάδερφο του καπετάνιου.
Ο Pollard προσπάθησε να τον σώσει και πρότεινε να φάνε αυτόν, αλλά ο νεαρός δεν δέχτηκε.
Ο κλήρος για το ποιος θα τον σκότωνε έπεσε στον Ramsdell. Ο Coffin έβαλε το κεφάλι του στο όπλο και ο Ramsdell πάτησε τη σκανδάλη.
Δεν έμεινε τίποτα από τον νεαρό.
3000 μίλια μακριά, ο Pollard είχε μείνει μόνος του με τον Charles Ramsdell. Μια εβδομάδα μετά τη διάσωση του Chase, κάποιος από το πλήρωμα ξεκίνησε με το αμερικάνικο πλοίο Dauphin να βρει τον Pollard. Μπερδεμένοι οι Pollard και Ramsdell δεν έδειξαν να χάρηκαν με τη διάσωση τους, αλλά απλά, γύρισαν στη βάρκα τους, μάζεψαν κόκαλα από τους συντρόφους τους και τα έβαλαν στις τσέπες τους. Ακόμα και πάνω στο Dauphin, οι δυο τρελαμένοι άντρες εθεάθησαν να ρουφάνε τα κόκαλα.
Οι πέντε διασωθέντες του Essex ενώθηκαν στο Valparaiso, πριν τους στείλουν πίσω στο Nantucket. Ο Pollard είχε αναρρώσει πλήρως και ένα βράδυ σε ένα δείπνο καπεταναίων διηγήθηκε τι είχε συμβεί όλο αυτόν τον καιρό. Ένας από τους καπετάνιους γύρισε στο δωμάτιο του και κατέγραψε τα πάντα.
Μετά από χρόνια, η τρίτη βάρκα βρέθηκε στο νησί Ducie, με τρεις σκελετούς πάνω τις. Οι τρεις άντρες που είχαν επιλέξει να μείνουν στο νησί Henderson, είχαν επιβιώσει τρώγοντας για τέσσερις μήνες, οστρακοειδή και αυγά πουλιών, μέχρι που τους βρήκε ένα αυστραλιανό πλοίο.
Μόλις έφτασαν στο Nantucket, οι διασωθέντες του Essex έγιναν καλοδεχούμενοι και δεν κατηγορήθηκαν για κανιβαλισμό, μιας και ήταν ένας άγραφος νόμος της τότε εποχής -σε παρόμοιες καταστάσεις, επιζώντες δεν έτρωγαν τους συναδέλφους τους, αλλά χρησιμοποιούσαν τη σάρκα τους για ψάρεμα.
Τον Pollard, όμως, δεν τον συγχώρεσαν έτσι εύκολα, μιας και είχε φάει τον ξάδερφο του. Η μητέρα του Coffin δεν άντεχε να βλέπει τον καπετάνιο. Κάθε χρόνο στην επέτειο του ναυαγίου του Essex, ο καπετάνιος, κλειδωνόταν στο σπίτι του και νήστευε προς τιμή των συντρόφων του.
Ο Μόμπυ Ντικ, όσο ζούσε ο Μέλβιλ, δεν πήγε καλά -πούλησε μόνο μερικές χιλιάδες αντίτυπα.