ΠΟΙΟ ήταν το Μυστηριώδες Ταξίδι του Καθηγητή Λιαντίνη...
Κατά καιρούς, εμφανίζονται στο προσκήνιο της ιστορίας ορισμένοι άνθρωποι που περιβάλλονται από μια ιδιαίτερη αίγλη οντότητες ξεχωριστές, δυσνόητες για το περιβάλλον και την εποχή τους. Έρχονται να αφήσουν ένα λιθαράκι, να εκφράσουν μια διαμαρτυρία και ύστερα αποχωρούν έτσι ξαφνικά όπως εμφανίστηκαν.
Συμβαίνει αυτό με τους αξιοσημείωτους ανθρώπους. Και φαίνεται πως και η ίδια η ιστορία (είτε μιλάμε για την ιστορία της διανόησης, της τέχνης, του πολιτισμού, είτε για την ιστορία του κόσμου γενικά) χρειάζεται τα άτομα αυτά που έρχονται να αναταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της και ύστερα να χαθούν, αφήνοντας όλους εμάς πίσω τους προβληματισμένους.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ανθρώπου αποτελεί και ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης, που με αφορμή την παράξενη εξαφάνιση του πριν κάποια χρόνια, έστρεψε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και αρκετών στοχαστών και ερευνητών σε ένα ιερό βουνό των Ελλήνων, τον Ταΰγετο, και ακόμη παραπέρα σε θέματα ζωής και θανάτου.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στη Λιαντίνα της Λακωνίας στις 23 Ιουλίου του 1942, την ίδια ημερομηνία που είχε γεννηθεί και ο Μέγας Αλέξανδρος, γεγονός για το οποίο περηφανευόταν συχνά. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Νικολακάκος, το άλλαξε όμως σε ηλικία 35 χρόνων για λόγους αισθητικούς και ποιητικούς.
Από τα μαθητικά του χρόνια έδειξε μια ιδιαίτερη αγάπη και κλήση στην ελληνική φιλοσοφία και ποίηση. Το 1966, τελειώνει τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο της Γερμανίας. Παράλληλα μελετά αδιάκοπα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενώ υπήρξε και μέλος του σωματείου «Οδύσσεια», που υποστήριζε την καύση των νεκρών, σύμφωνα με τα πρότυπα της αρχαιότητας.
Ο μεγάλος του έρωτας όμως ήταν η Φύση. Λάτρευε τους περιπάτους στα βουνά και τα δάση της Λακωνίας και πιο πολύ από όλα λάτρευε τον Ταΰγετο, όπου ανέβαινε συχνά για να ατενίσει τους ορίζοντες ή να πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Πολλές φορές καθόταν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και χανόταν στις σελίδες των βιβλίων και των σημειώσεών του. «Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο» γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του Homo Educandus. Έτσι ήταν ο ίδιος. Αγαπούσε τα δέντρα, τους μοναχικούς περιπάτους, την ηρεμία και τη γαλήνη, τη γνώση, την αλήθεια… Την ίδια τη ζωή. Και γι’ αυτό ίσως έφτασε στο σημείο να γίνει ένας αρνητής του θανάτου.
Όλη του η ζωή υπήρξε μια σπουδή πάνω στην αλήθεια και τη γνώση. Συνέγραψε οχτώ βιβλία, πραγματοποίησε αναρίθμητες διαλέξεις και ομιλίες, ταξίδεψε, ερωτεύτηκε και στο τέλος αποχώρησε περήφανα, επιλέγοντας ο ίδιος τον τρόπο και τη στιγμή. Μάλιστα φαίνεται ότι από πολύ νωρίς είχε συνειδητοποιήσει το αναπόδραστο από τα δεσμά μιας πραγματικότητας λειψής, μια κατάσταση άσχημη και θλιβερή. Και έτσι αρκετά χρόνια πριν μελετούσε τον τρόπο διαμαρτυρίας, ίσως τον πιο δυνατό που έχει ένας ζωντανός άνθρωπος: το θάνατό του.
Γιατί ο Δημήτρης Λιαντίνης, όντας από τη φύση του άνθρωπος ευγενικός και ευαίσθητος, πονούσε και υπέφερε βαθιά για όλα αυτά που έβλεπε γύρω του. Τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του και το μεγάλο ξεπεσμό από αυτόν των αρχαίων τους προγόνων. Τη διαστρέβλωση και την καταστροφή της Φύσης. Το ψέμα και την ηλιθιότητα που κάνουν ολοένα και πιο έντονη την εμφάνισή τους σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας.
Στο τελευταίο του βιβλίο, Γκέμμα, λέει αναφερόμενος στον Ιησού: «Στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί, αυτός, ο φάγος και οινοπότης: “Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφακιάρηδες. Και εσείς μοιάζετε σε μένα όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια. Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία ψυχή και τις δολερές σας πράξεις…”».
Οργισμένος και απογοητευμένος από τη ράτσα του ο Λιαντίνης πραγματοποιεί συχνά αναβάσεις στον Ταΰγετο αρκετά χρόνια πριν από το θάνατό του, αναζητώντας το κατάλληλο μέρος, το «σήμα» του, μια σπηλιά απρόσιτη και αθέατη από ανθρώπου μάτι. Και φυσικά όσο γίνεται ψηλότερα, έτσι ώστε «Ελλάδα και ήλιο ο πρώτος να βλέπω» (Γκέμμα). Όπως φαίνεται από τις σημειώσεις του το σημείο αυτό το βρήκε τον Ιούνιο του ’94.
Στα τέσσερα χρόνια που μεσολαβούν μέχρι την εξαφάνισή του, γράφει, διδάσκει και ψάχνει πληροφορίες για τον τρόπο που θα πεθάνει. Στις 31 Μαΐου του 1998 επισκέπτεται το πατρικό του, βλέπει παλιούς φίλους και γνωστούς και το βράδυ της ίδιας μέρας εκμυστηρεύεται στη μητέρα του τι πρόκειται να κάνει. Της ζητάει να μείνει δυνατή και ψύχραιμη. Την επομένη, κουβαλώντας ένα σάκο, επιβιβάζεται σε ταξί και κατευθύνεται προς τον Ταΰγετο.
Την ίδια στιγμή στο σπίτι του στην Κηφισιά η σύζυγος του βλέπει τον αφημένο φάκελο πάνω στο γραφείο του. Πάνω γράφει: «Για τη Διοτίμα». Ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Λιαντίνη προς την κόρη του. Εκεί αναφέρει ότι «φεύγει» αυτοθέλητα, ότι είναι υγιείς σε μυαλό και σώμα και ακόμη ότι η πράξη του αυτή έχει τη μο0ρφή διαμαρτυρίας για το κακό που ετοιμάζουν οι άνθρωποι στις γενιές που έρχονται. Κλείνει την επιστολή του με τη φράση: «Έζησα έρημος και ισχυρός».
Έκτοτε κανείς δεν ξανάδε τον καθηγητή Λιαντίνη. Ήταν 56 χρονών, όσο δηλαδή και ο Εμπεδοκλής, που τόσο θαύμαζε, όταν ανέβηκε και χάθηκε μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου της Αίτνας, όπως αναφέρει ο μύθος. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, ο Εμπεδοκλής εξαφανίστηκε κάπου στον Ταΰγετο…
Δυο μέρες αργότερα, στις 3 Ιουνίου, δυο φίλοι του στεφανώνουν προτομές του Σολωμού στη Ζάκυνθο και του Λυκούργου στη Σπάρτη, κατ’ εντολή του ίδιου του Λιαντίνη. Σε εκείνο το διάστημα που ακολούθησε την αποχώρησή του για το ιερό βουνό της Σπάρτης, αρκετά περίεργα στοιχεία ήρθαν να προσθέσουν περισσότερο μυστήριο στη φυγή του. Βιβλία ανοιχτά σε συγκεκριμένες σελίδες, κωδικές σημειώσεις σε χειρόγραφα, επιστολές και βιβλία του που είχε στείλει λίγες μέρες πριν την 1η του Ιούνη σε επιλεγμένα πρόσωπα, ένα χαρτί με γεωμετρικά σχήματα αφημένο στο αυτοκίνητο του, καθώς και η παράξενη επιμονή της γυναίκας του ότι ζει ακόμη.
Από τότε και μέχρι τις 6 Ιουλίου του 2005, όπου και επίσημα ανακοινώθηκε η ανεύρεση των οστών του καθηγητή (μαζί βρέθηκαν μεταξύ άλλων και ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, ένα μπουκάλι κρασί, μια χτένα, μια λίρα Αγγλίας, μια ελληνική σημαία), αναρίθμητες θεωρίες και απόψεις είδαν το φως της δημοσιότητας. Ότι ο Λιαντίνης ζει ακόμη, ότι εξαφανίστηκε, ότι τον πήραν εξωγήινοι από το Σείριο (!), ότι το σώμα του αποϋλοποιήθηκε και δεν θα βρεθεί ποτέ και οτιδήποτε πιθανό και απίθανο μπορεί να σκεφτεί κανείς. Εφημερίδες και τηλεόραση καταπιάστηκαν με το θέμα, ενώ κάθε σχετικός και άσχετος εξέφραζε μια γνώμη για το τι είχε συμβεί.
Τι ήταν όμως όντως ο Δημήτρης Λιαντίνης; Ένας φιλόσοφος, ένας λάτρης της Ελλάδας και του αρχαίου πολιτισμού της, ένας άνθρωπος με απίστευτη πίστη και συμπόνια για τους ομοίους του, ένας εραστής της ζωής (της Φύσης, της γυναίκας, των βιβλίων), ένας αρνητής του θανάτου;
Όπως αναφέρει και στην τελευταία επιστολή του προς την αγαπημένη του κόρη: «‘Ολόκληρη η ζωή μου υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη του θανάτου».
Ένα μυστήριο και μια ανεξήγητη αύρα συνεχίζει να συντροφεύει την ιστορία του Δημήτρη Ν. Λιαντίνη, ενός ανθρώπου που ερωτεύτηκε τη ζωή και αποφάσισε να αναμετρηθεί για χάρη της με τον θάνατο, στις κορυφές του Ταΰγετου…
Συμβαίνει αυτό με τους αξιοσημείωτους ανθρώπους. Και φαίνεται πως και η ίδια η ιστορία (είτε μιλάμε για την ιστορία της διανόησης, της τέχνης, του πολιτισμού, είτε για την ιστορία του κόσμου γενικά) χρειάζεται τα άτομα αυτά που έρχονται να αναταράξουν τα λιμνάζοντα νερά της και ύστερα να χαθούν, αφήνοντας όλους εμάς πίσω τους προβληματισμένους.
Ένα τέτοιο παράδειγμα ανθρώπου αποτελεί και ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης, που με αφορμή την παράξενη εξαφάνιση του πριν κάποια χρόνια, έστρεψε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης αλλά και αρκετών στοχαστών και ερευνητών σε ένα ιερό βουνό των Ελλήνων, τον Ταΰγετο, και ακόμη παραπέρα σε θέματα ζωής και θανάτου.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στη Λιαντίνα της Λακωνίας στις 23 Ιουλίου του 1942, την ίδια ημερομηνία που είχε γεννηθεί και ο Μέγας Αλέξανδρος, γεγονός για το οποίο περηφανευόταν συχνά. Το πραγματικό του επώνυμο ήταν Νικολακάκος, το άλλαξε όμως σε ηλικία 35 χρόνων για λόγους αισθητικούς και ποιητικούς.
Από τα μαθητικά του χρόνια έδειξε μια ιδιαίτερη αγάπη και κλήση στην ελληνική φιλοσοφία και ποίηση. Το 1966, τελειώνει τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και στη συνέχεια κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Μόναχο της Γερμανίας. Παράλληλα μελετά αδιάκοπα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενώ υπήρξε και μέλος του σωματείου «Οδύσσεια», που υποστήριζε την καύση των νεκρών, σύμφωνα με τα πρότυπα της αρχαιότητας.
Ο μεγάλος του έρωτας όμως ήταν η Φύση. Λάτρευε τους περιπάτους στα βουνά και τα δάση της Λακωνίας και πιο πολύ από όλα λάτρευε τον Ταΰγετο, όπου ανέβαινε συχνά για να ατενίσει τους ορίζοντες ή να πέσει σε βαθιά περισυλλογή. Πολλές φορές καθόταν κάτω από τη σκιά ενός δέντρου και χανόταν στις σελίδες των βιβλίων και των σημειώσεών του. «Να σέβεσαι ένα δέντρο περισσότερο από ένα βιβλίο» γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του Homo Educandus. Έτσι ήταν ο ίδιος. Αγαπούσε τα δέντρα, τους μοναχικούς περιπάτους, την ηρεμία και τη γαλήνη, τη γνώση, την αλήθεια… Την ίδια τη ζωή. Και γι’ αυτό ίσως έφτασε στο σημείο να γίνει ένας αρνητής του θανάτου.
Όλη του η ζωή υπήρξε μια σπουδή πάνω στην αλήθεια και τη γνώση. Συνέγραψε οχτώ βιβλία, πραγματοποίησε αναρίθμητες διαλέξεις και ομιλίες, ταξίδεψε, ερωτεύτηκε και στο τέλος αποχώρησε περήφανα, επιλέγοντας ο ίδιος τον τρόπο και τη στιγμή. Μάλιστα φαίνεται ότι από πολύ νωρίς είχε συνειδητοποιήσει το αναπόδραστο από τα δεσμά μιας πραγματικότητας λειψής, μια κατάσταση άσχημη και θλιβερή. Και έτσι αρκετά χρόνια πριν μελετούσε τον τρόπο διαμαρτυρίας, ίσως τον πιο δυνατό που έχει ένας ζωντανός άνθρωπος: το θάνατό του.
Γιατί ο Δημήτρης Λιαντίνης, όντας από τη φύση του άνθρωπος ευγενικός και ευαίσθητος, πονούσε και υπέφερε βαθιά για όλα αυτά που έβλεπε γύρω του. Τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του και το μεγάλο ξεπεσμό από αυτόν των αρχαίων τους προγόνων. Τη διαστρέβλωση και την καταστροφή της Φύσης. Το ψέμα και την ηλιθιότητα που κάνουν ολοένα και πιο έντονη την εμφάνισή τους σε όλες τις πτυχές της καθημερινότητας.
Στο τελευταίο του βιβλίο, Γκέμμα, λέει αναφερόμενος στον Ιησού: «Στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν σήμερα σα θεό, τους χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί, αυτός, ο φάγος και οινοπότης: “Μα εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφακιάρηδες. Και εσείς μοιάζετε σε μένα όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια. Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας, την αχρεία ψυχή και τις δολερές σας πράξεις…”».
Οργισμένος και απογοητευμένος από τη ράτσα του ο Λιαντίνης πραγματοποιεί συχνά αναβάσεις στον Ταΰγετο αρκετά χρόνια πριν από το θάνατό του, αναζητώντας το κατάλληλο μέρος, το «σήμα» του, μια σπηλιά απρόσιτη και αθέατη από ανθρώπου μάτι. Και φυσικά όσο γίνεται ψηλότερα, έτσι ώστε «Ελλάδα και ήλιο ο πρώτος να βλέπω» (Γκέμμα). Όπως φαίνεται από τις σημειώσεις του το σημείο αυτό το βρήκε τον Ιούνιο του ’94.
Στα τέσσερα χρόνια που μεσολαβούν μέχρι την εξαφάνισή του, γράφει, διδάσκει και ψάχνει πληροφορίες για τον τρόπο που θα πεθάνει. Στις 31 Μαΐου του 1998 επισκέπτεται το πατρικό του, βλέπει παλιούς φίλους και γνωστούς και το βράδυ της ίδιας μέρας εκμυστηρεύεται στη μητέρα του τι πρόκειται να κάνει. Της ζητάει να μείνει δυνατή και ψύχραιμη. Την επομένη, κουβαλώντας ένα σάκο, επιβιβάζεται σε ταξί και κατευθύνεται προς τον Ταΰγετο.
Την ίδια στιγμή στο σπίτι του στην Κηφισιά η σύζυγος του βλέπει τον αφημένο φάκελο πάνω στο γραφείο του. Πάνω γράφει: «Για τη Διοτίμα». Ήταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Λιαντίνη προς την κόρη του. Εκεί αναφέρει ότι «φεύγει» αυτοθέλητα, ότι είναι υγιείς σε μυαλό και σώμα και ακόμη ότι η πράξη του αυτή έχει τη μο0ρφή διαμαρτυρίας για το κακό που ετοιμάζουν οι άνθρωποι στις γενιές που έρχονται. Κλείνει την επιστολή του με τη φράση: «Έζησα έρημος και ισχυρός».
Έκτοτε κανείς δεν ξανάδε τον καθηγητή Λιαντίνη. Ήταν 56 χρονών, όσο δηλαδή και ο Εμπεδοκλής, που τόσο θαύμαζε, όταν ανέβηκε και χάθηκε μέσα στον κρατήρα του ηφαιστείου της Αίτνας, όπως αναφέρει ο μύθος. Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου, ο Εμπεδοκλής εξαφανίστηκε κάπου στον Ταΰγετο…
Δυο μέρες αργότερα, στις 3 Ιουνίου, δυο φίλοι του στεφανώνουν προτομές του Σολωμού στη Ζάκυνθο και του Λυκούργου στη Σπάρτη, κατ’ εντολή του ίδιου του Λιαντίνη. Σε εκείνο το διάστημα που ακολούθησε την αποχώρησή του για το ιερό βουνό της Σπάρτης, αρκετά περίεργα στοιχεία ήρθαν να προσθέσουν περισσότερο μυστήριο στη φυγή του. Βιβλία ανοιχτά σε συγκεκριμένες σελίδες, κωδικές σημειώσεις σε χειρόγραφα, επιστολές και βιβλία του που είχε στείλει λίγες μέρες πριν την 1η του Ιούνη σε επιλεγμένα πρόσωπα, ένα χαρτί με γεωμετρικά σχήματα αφημένο στο αυτοκίνητο του, καθώς και η παράξενη επιμονή της γυναίκας του ότι ζει ακόμη.
Από τότε και μέχρι τις 6 Ιουλίου του 2005, όπου και επίσημα ανακοινώθηκε η ανεύρεση των οστών του καθηγητή (μαζί βρέθηκαν μεταξύ άλλων και ένα άδειο πακέτο τσιγάρα, ένα μπουκάλι κρασί, μια χτένα, μια λίρα Αγγλίας, μια ελληνική σημαία), αναρίθμητες θεωρίες και απόψεις είδαν το φως της δημοσιότητας. Ότι ο Λιαντίνης ζει ακόμη, ότι εξαφανίστηκε, ότι τον πήραν εξωγήινοι από το Σείριο (!), ότι το σώμα του αποϋλοποιήθηκε και δεν θα βρεθεί ποτέ και οτιδήποτε πιθανό και απίθανο μπορεί να σκεφτεί κανείς. Εφημερίδες και τηλεόραση καταπιάστηκαν με το θέμα, ενώ κάθε σχετικός και άσχετος εξέφραζε μια γνώμη για το τι είχε συμβεί.
Τι ήταν όμως όντως ο Δημήτρης Λιαντίνης; Ένας φιλόσοφος, ένας λάτρης της Ελλάδας και του αρχαίου πολιτισμού της, ένας άνθρωπος με απίστευτη πίστη και συμπόνια για τους ομοίους του, ένας εραστής της ζωής (της Φύσης, της γυναίκας, των βιβλίων), ένας αρνητής του θανάτου;
Όπως αναφέρει και στην τελευταία επιστολή του προς την αγαπημένη του κόρη: «‘Ολόκληρη η ζωή μου υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη του θανάτου».
Ένα μυστήριο και μια ανεξήγητη αύρα συνεχίζει να συντροφεύει την ιστορία του Δημήτρη Ν. Λιαντίνη, ενός ανθρώπου που ερωτεύτηκε τη ζωή και αποφάσισε να αναμετρηθεί για χάρη της με τον θάνατο, στις κορυφές του Ταΰγετου…