ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Καλαβρία: Η ξεχασμένη Ελλάδα

«Καλώς ήρτετε»: με αυτή τη φράση στα χείλη και με χαρούμενα πρόσωπα μας υποδέχονται σε μια Ελλάδα που η καρδιά της χτυπά έξω από τα δικά της όρια. Η Ελληνόφωνη Καλαβρίασαν τραγούδι φερμένο μέσα από τους αιώνες, ταξιδεμένο στις θάλασσες της Μεσογείου επιβιώνει χάρη στους κατοίκους της.

Το μαγευτικό οδοιπορικό στα πιο απομονωμένα και φτωχικά σπλάχνα της Ιταλίας, όπου οι άνθρωποι μιλούν μια αρχαία δωρική γλώσσα, τα γκρεκάνικα, και σύσσωμοι καρδιοχτυπούν για να μη σβήσει η Μεγάλη Ελλάδα, είναι κάτι παραπάνω από συγκινητικό

Στον κόσμο της Ελληνόφωνης Καλαβρίας με μύησε πριν από πολλά χρόνια ο φίλος μου Carmelo Nucera, ένας άνθρωπος που έχει αφιερώσει όλη του τη ζωή στη διάσωση της γκρεκάνικης γλώσσας και της ελληνικής κουλτούρας ετούτου του τόπου.

Πέρασε καιρός από τότε, αλλά πάντα οι βαθιές επιθυμίες εκπληρώνονται… Όταν το αεροπλάνο προσγειωνόταν στο Ρήγιο της Καλαβρίας, δεκάδες πρωτόγνωρα συναισθήματα μας πλημμύρισαν ενώ το τοπίο πλάνευε απροκάλυπτα τη ματιά μας.

Από το παράθυρο ξεπρόβαλλαν πρώτα τα τραχιά βουνά του Ασπρομόντε ποτισμένα με ιστορία και μνήμες από μια Ελλάδα που στοίχειωσε σθεναρά στα δύσβατα μονοπάτια των Ελληνόφωνων χωριών της Καλαβρίας.

Και φυσικά η θάλασσα, με το γνωστό Stretto της Μεσσήνας, το στενό υδάτινο πέρασμα που ενώνει την Καλαβρία με τη Σικελία και μπολιάζει με την καλή της αύρα σκαριά και ταξιδευτές, και προσδοκίες των κατοίκων της φτωχικής Καλαβρίας για ένα καλύτερο «αύριο».

Τον 8ο αιώνα π.χ. ξεκίνησαν όλα

Όλα ξεκίνησαν στα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα όταν Έλληνες άποικοι εγκαταστάθηκαν στα ανατολικά παράλια της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας, χαρίζοντας σε αυτό το ελληνικό τμήμα το όνομα Μεγάλη Ελλάδα.

Στην Καλαβρία ιδρύθηκαν και ήκμασαν σημαντικές ελληνικές αποικίες, όπως το Ρήγιο από τους Χαλκιδείς το 715 π.Χ., το οποίο αργότερα κατοίκησαν Μεσσήνιοι πρόσφυγες. Οι Λοκροί ιδρύθηκαν από Δωριείς της Λοκρίδας το 673 π.Χ. και πήραν το προσωνύμιο Επιζεφύριοι από το ακρωτήριο Ζεφύριο.

Οι πόλεις Κρότων και Σύβαρις, από τα πιο πλούσια κράτη της Ιταλίας, ιδρύθηκαν από μετανάστες Αχαιούς τον 8ο αι. π.Χ. και έπαιξαν σημαντικό πολιτιστικό και εμπορικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.

Από τον 6ο αι. μ.Χ. και μετά εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Βυζαντινοί στρατιωτικοί και πολιτικοί υπάλληλοι, καθώς ο στρατηγός του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Βελισάριος, το 535 μ.Χ. αποβιβάστηκε στη Σικελία και απελευθέρωσε το νησί και την Καλαβρία από τους Γότθους.

Αργότερα επικάθισαν στην Καλαβρία Έλληνες της Καρχηδόνας μετά την κατάληψη της Αφρικής από τους Άραβες, Έλληνες της Σικελίας μετά την κατάληψη του νησιού από τους Άραβες το 823 μ.Χ. και εικονολάτρες από τις ανατολικές βυζαντινές επαρχίες κατά την εικονομαχία (726-843 μ.Χ.) οι οποίοι και ίδρυσαν ερημητήρια και μοναστήρια σε όλη την περιοχή.

Η Καλαβρία υπήρξε για τους Βυζαντινούς ένα σημαντικό οχυρό προς τη Δύση για την αναχαίτιση των βαρβάρων. Η ακμή της τοποθετείται τον 9ο έως και τον 11ο αι. μ.Χ. οπότε κατακτήθηκε από τους Νορμανδούς, έγινε Δουκάτο και εκδιώχθηκαν οι Βυζαντινοί. Τον 12ο αι. μ.Χ. έληξε η βυζαντινή κυριαρχία στην Κάτω Ιταλία και παρά τις ξένες κυριαρχίες οι κάτοικοι διατήρησαν την ελληνικότητά τους, τη γλώσσα και τον πολιτισμό τους.

Οι μεταναστεύσεις πληθυσμών στην Κάτω Ιταλία συνεχίστηκαν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Η Ελληνόφωνη περιοχή της Καλαβρίας τον 16ο αι. μ.Χ. απλωνόταν σε όλη τη Νότια Ιταλία. Σήμερα περιορίζεται στην οροσειρά του Ασπρομόντε και αποτελείται από τα ελληνόφωνα χωριά Αμεντολέα, Βούα, Γιαλός του Βούα, Βουνί, Ροχούδι, Γκαλιτσανό, Κοντοφούρι, Χωρίο Βουνί, Χωρίο Ροχούδι.

Οι λιγοστοί κάτοικοι των χωριών, γεωργοί και κτηνοτρόφοι στην πλειονότητά τους, διατηρούν τη γκρεκάνικη γλώσσα, ήθη και έθιμα από την παράδοση που κληρονόμησαν και κυρίως τη μουσική και τα τραγούδια αιώνων που σμιλεύτηκαν στη συνείδησή τους.

Δηλώνουν Έλληνες, είναι περήφανοι για την καταγωγή τους, ορθώνουν το ανάστημά τους μέσα στα βουβά σοκάκια της απομόνωσης και ανάβουν κεριά για να υποδηλώσουν την ελληνικότητά τους. Είναι η τρανταχτή και μοναδική πια απόδειξη πως εκεί χτυπά ακόμα μια καρδιά Ελληνική.


«Tα γκρεκάνικα πρέπει να επιζήσουν»

Πινακίδες, ευχές, συζητήσεις. Λέξεις και φράσεις γκρεκάνικες που μοιάζουν να ξεπετάγονται από τους στίχους της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Από τον μικρότερο έως τον γεροντότερο, σε τούτα τα μέρη, οι άνθρωποι μιλούν και τραγουδούν την γκρεκάνικη γλώσσα, προσπαθώντας να μείνουν συνδεδεμένοι αιώνια με την ελληνική καταγωγή τους.

Η Ελληνική γλώσσα της Καλαβρίας επιβιώνει αιώνες ολόκληρους στα δύσβατα χωριά του Ασπρομόντε και οι φωνές των ανθρώπων που επιμένουν Ελληνικά μοιάζουν να αγωνίζονται για τη διατήρηση της κοινής μας γλώσσας.

Τα γκρεκάνικα είναι μια αρχαία διάλεκτος με ιταλικές προσμείξεις. Η διάλεκτος αυτή είναι μετεξέλιξη της αρχαίας δωρικής διαλέκτου και διατηρεί ομηρικές λέξεις. H γλώσσα ήταν ισχυρή και αντιστάθηκε στην ιταλική, και ακόμη και όσες ιταλικές λέξεις εισχώρησαν σε αυτήν, φόρεσαν… ελληνικό χιτώνα.

Οι γεροντότεροι κάτοικοι της Ελληνόφωνης Καλαβρίας μιλούν τα γκρεκάνικα στην καθημερινότητά τους. Οι μακρινοί αυτοί απόγονοι των πρώτων Ελλήνων μεταναστών αρνούνται να μιλήσουν ιταλικά και ωθούν τους νέους να διδάσκονται τα γκρεκάνικα.

Μάχονται να διατηρήσουν τη γλώσσα γιατί με τον λόγο τους κρατούν ζωντανή την ελληνική τους ταυτότητα και αντιπαλεύονται εκείνους τους λίγους ντόπιους που ακόμα και σήμερα θεωρούν τα γκρεκάνικα κατώτερη γλώσσα, τη γλώσσα των φτωχών βοσκών.

Στην Καλαβρία το τοπικό Σύνταγμα ρυθμίζει νόμιμα τη χρήση της γλώσσας από την ελληνόφωνη μειονότητα. Γι” αυτό τον λόγο στο Ροχούδι, στο Κοντοφούρι, στην Αμεντολέα, στο Γκαλιτσανό, στη Μπόβα Μαρίνα η γλώσσα που ακούγεται είναι «i glossa tu grecani», δηλαδή «η γλώσσα του Ελληνα» και μάλιστα διδάσκεται με πείσμα.

Η γκρεκάνικη γλώσσα αργοσβήνει σήμερα, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι περήφανοι Eλληνες που αρνούνται να υποταχτούν στις επιταγές των καιρών και διδάσκουν στα σπίτια και στη Bιβλιοθήκη της Bova Marina και των άλλων χωριών τα γκρεκάνικα. Δάσκαλοι και μαθητές κρατάνε ζωντανή σε λευκό χαρτί τη γλώσσα αιώνων. Τα τραγούδια έχουν ιδιαίτερη θέση στο μάθημα, καθώς το κάνουν πιο ευχάριστο και εύκολο. Παράλληλα είναι ίσως και ένας φόρος τιμής αφού χάρη στα τραγούδια η γλώσσα μεταφέρθηκε στους αιώνες.

Η διάσωση της σπουδαίας γκρεκάνικης γλώσσας δεν είναι μόνο υπόθεση των ντόπιων. Πριν από λίγο καιρό επιστήμονες από την Ευρώπη κλήθηκαν σε ένα συνέδριο με θέμα τη «διάσωση της γκρεκάνικης γλώσσας», στη Bova Marina, το οποίο οργάνωσε το Κέντρο Συντονισμού των Ελλήνων της Καλαβρίας.

Την Ελλάδα εκπροσώπησαν η καθηγήτρια του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Στέλλα Πριοβόλου, και η υποφαινόμενη Ιστορικός – Επικοινωνιολόγος Βασιλική Μπαφατάκη. Οι ομιλητές και οι κάτοικοι της περιοχής υποδέχτηκαν με χαρά το 1ο γκρεκάνικο λεξικό του Filippo Violi και υποσχέθηκαν ότι τα ελληνικά της Καλαβρίας θα ανθίσουν στις λεκτικές αγκαλιές των νέων.

Η Ζωή Παπαδοπούλου και ο Γρηγόρης Κοκούσης είναι δάσκαλοι ελληνικών και ζουν με τους τρεις γιους τους στη Bova Marina, εδώ και δύο χρόνια. «Ήρθαμε στην Καλαβρία με πολύ κέφι και όρεξη για να διδάξουμε τα ελληνικά. Δυστυχώς, τα παιδιά γνωρίζουν τη γλώσσα μόνο από τα ακούσματα των παππούδων τους.

Όμως ευτυχώς η διδασκαλία πιάνει τόπο καθώς μαθαίνοντας σωστά τη γλώσσα νιώθουν ότι βρίσκονται κοντά σε εκείνους, ότι συνεννοούνται απόλυτα. Τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες έχουν μεγάλη λαχτάρα να μάθουν τα νέα ελληνικά και να ταξιδέψουν στην Ελλάδα», λέει ο Γρηγόρης. Η Ζωή διδάσκει ελληνικά στις 3 τελευταίες τάξεις του δημοτικού και στο γυμνάσιο:

«Τα ελληνικά είναι ένα μάθημα που αρέσει στα παιδιά. Δυσκολεύονται με τη γλώσσα κι έτσι με τραγούδια κι άλλες δραστηριότητες προσπαθούμε να κάνουμε το μάθημα πιο ευχάριστο. Τους μεταλαμπαδεύουμε την αγάπη μας για τη γλώσσα, και κατ” επέκταση για την Ελλάδα» λέει.

Με ταμπουρέλο και τσεραμέντo

Η μουσική της ελληνόφωνης Καλαβρίας, με γλυκόπικρους αλλά και χαρούμενους ρυθμούς, σταλάζει τις μνήμες της Μεγάλης Ελλάδας με τραγούδια της χαράς και της αγάπης, νανουρίσματα και μοιρολόγια. Με τα παραδοσιακά όργανα, την «τσεραμέντα» (είδος τσαμπούνας), το «οργανέτο» (μια μικρή και πρωτόγονη παραλλαγή του ακορντεόν), τη βυζαντινή καλαβρέζικη λύρα και το «ταμπουρέλο» δένουν το χθες με το σήμερα.

Η πανάρχαια γλώσσα γίνεται τραγούδι και σχεδόν όλοι οι Έλληνες της Καλαβρίας τραγουδούν στα γκρεκάνικα και παίζουν μουσική, λες και είναι γραμμένη στα γονίδιά τους. O Sergio di Giorgio, μουσικός και κατασκευαστής παραδοσιακών οργάνων της Καλαβρίας, με καταγωγή από τη γιαγιά του από τη Θεσσαλονίκη, μας είπε:

«Νιώθω μια ελληνικότητα σε όλα, στα επίθετα, στη γλώσσα, στην καταγωγή γενικότερα. Παίζουμε μουσική με όλα τα παραδοσιακά όργανα της περιοχής, τα οποία και κατασκευάζω. Η μουσική παίζει σημαντικό ρόλο στη διατήρηση της προφορικής κουλτούρας του τόπου από πατέρα στον γιο. Είμαι ευτυχής που μπορώ να συμβάλλω κι εγώ σε αυτό».

Οδοιπορικό στα χωριά της Μεγάλης Ελλάδας

Το Ρήγιο είναι μια πόλη που απλώνεται πλάι στη θάλασσα και ανακαλεί αρχαίες μνήμες του αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας. Τα νεοκλασικά της κτίρια διαφόρων αρχιτεκτονικών επιρροών και η βόλτα κατά μήκος της παραλίας με τα φοινικόδεντρα ανοίγουν εκστασιακά τη ματιά.

Οι κάτοικοι καλοντυμένοι και φιλόξενοι κρατούν τις ελληνικές συνήθειες των κερασμάτων, οπότε εύκολα ο ένας καφές διαδέχεται τον άλλον. Το Ρήγιο αποτελεί ξεκάθαρα μια γη ελληνική που ζητά ανάσα από τη μητέρα Ελλάδα για να ελευθερώσει τον πολιτισμό, την κουλτούρα και την ιστορία της Μεγάλης Ελλάδας.

Οι αρχέτυπες μνήμες οδηγούν το ταξίδι μας στις ψηλές κορυφές τις Καλαβρίας. Ο δρόμος είναι γεμάτος μαιανδρισμούς. Πάνω στις σχισμάδες των βουνών σε υψόμετρο 900-1.000 μέτρων απελευθερώνονται τα είδωλα και οι ζωές των Ελληνόφωνων χωριών, που βιώνουν το ίδιο φως, την ίδια βροχή και τον ίδιο άνεμο αιώνες τώρα.

Τα περισσότερα χωριά αντικρίζουν τον χείμαρρο Amendolea στην κοίτη του οποίου μοιάζει να κυλά ασήμι χάρη στο λαμπερό φως του ήλιου.

Η Bova Marina (Γιαλός του Βούα), είναι μια παραλιακή κωμόπολη όπου βρήκαν καταφύγιο οι κάτοικοι της ορεινής Bova, οι οποίοι φροντίζουν και διατηρούν σαν κερί αναστάσιμο την πολιτιστική και γλωσσική τους κληρονομιά. Εκεί μάλιστα, βρίσκεται το Κέντρο Ελληνόφωνων Σπουδών, όπου διδάσκονται τα γκρεκάνικα, μια μικρή λαογραφική συλλογή και η Βιβλιοθήκη με πολλά ελληνικά βιβλία.

«Τα γκρεκάνικα της Καλαβρίας που μιλάμε μέχρι σήμερα εδώ είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός γλωσσικής αξίας, ένα μνημείο που δεν το βλέπουμε, αλλά το ακούμε», μας λέει ο καθηγητής Elio Cotronei. Η έννοια και η προσπάθεια των ανθρώπων για τη διάσωση των γκρεκάνικων είναι διαρκής: «Προσπαθούμε να μη σβήσει ο πολιτισμός και η γλώσσα αιώνων. Η Ελλάδα πρέπει να είναι κοντά μας και να μην ξεχνάει αυτή τη γωνιά της» παρατηρεί ο Carmelo Nucera, πρόεδρος του Συλλόγου Apo?diafazzi.

Τα γκρεκάνικα τα μιλά από μικρός («platago ti glοssa» όπως λέγεται) και ο Pepe Zindatta, πρόεδρος του Κέντρου Συντονισμού της Καλαβρίας: «Θέλουμε να ζήσει η γλώσσα και να πάει μπροστά. Και όχι μόνο η γλώσσα. Διατηρούμε τα ήθη και τα έθιμά μας και κυρίως τη μουσική μας. Εγώ παίζω ταμπουρέλο, τσαμπούνα, λύρα της Καλαβρίας και φλάουτο. Έχουμε το ίδιο αίμα και μιλούμε την ίδια γλώσσα, είμαστε αδέλφια, όπως λέει κι ένα τραγούδι μας».

Ακρογωνιαίος λίθος για τη διάσωση της γκρεκάνικης γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στην Καλαβρία είναι ο παιδίατρος Tito Squillaci που διδάσκει Ελληνικά:

«Έμαθα ελληνικά από τους παππούδες και τους γονείς μου, γιατί ένιωσα μια ανάγκη εσωτερική να κρατήσω τις ρίζες μου. Τα νέα ελληνικά τα έμαθα στο πανεπιστήμιο και πήγα δύο φορές στη Θεσσαλονίκη. Είμαι ο μόνος εδώ που μιλώ στο σπίτι, στα 3 παιδιά μου, μόνο Ελληνικά.

Εμείς είμαστε εθνικά, πολιτιστικά, γλωσσικά Έλληνες, αλλά Ιταλοί πολίτες. Ο τόπος μιλά 2.800 χρόνια το γκρέκο – είμαστε κομμάτι της Ρωμιοσύνης. Διδάσκω τη γλώσσα, γιατί όλοι πρέπει να μάθουν την ελληνική ιστορία».

Σε ένα παλιό μοναστήρι της Bova Marina συναντήσαμε μια ομάδα παιδιών με Ελληνική καταγωγή να κάνει πρόβα για μια θεατρική παράσταση. Ενθουσιάστηκαν από την επίσκεψή μας και μας μίλησαν για τη μεγάλη τους αγάπη για την Ελλάδα ενώ ευχήθηκαν να τους επισκέπτονται πιο συχνά Έλληνες, να μην τους ξεχνούν.

Ανάλογα συναισθήματα εισπράξαμε και στο εστιατόριο «Μεσόγειος» όπου μας υποδέχτηκαν εγκάρδια ο ιδιοκτήτης και φιλόλογος Salvatore Dienni και η γυναίκα του Alba. Μας τράταραν τις λιχουδιές της περιοχής, αλλά και πολλά ελληνικά εδέσματα, όπως σουβλάκι και τζατζίκι.

«Διδάσκω στο γυμνάσιο τη νεοελληνική γλώσσα, αλλά κάθε Σαββατοκύριακο κάνω μάθημα και σε αρκετά άτομα στο Νέο Ροχούδι», μας είπε ο Salvatore και συμπλήρωσε:

«Αισθάνομαι πνευματικά Έλληνας. Οι Έλληνες πρέπει να επισκέπτονται την περιοχή και να γίνονται επισκέψεις μαθητών, όπως γίνονται από τα δικά μας σχολεία στην Ελλάδα. Στο εστιατόριό μας συνδέουμε τη γαστρονομία που κληρονομήσαμε με την ελληνική. Ευχόμαστε «kala pramata» σε όλους τους Έλληνες και ζούμε με την προσδοκία να μας θυμούνται πάντα».