Τραγωδία στον αέρα: Τι κρύβεται ως τώρα πίσω από τις ξαφνικές «βουτιές» αεροσκαφών
Αυτοκτονίες πιλότων, εκρήξεις και ξεχασμένες βίδες
Εκρήξεις φιαλών οξυγόνου στον χώρο αποσκευών, αποσπάσεις κρίσιμων τμημάτων του αεροσκάφους λόγω προβληματικών επισκευών με… ξεχασμένες βίδες αλλά και σκόπιμες ενέργειες των πιλότων κρύβονται πολλές φορές πίσω από δυσεξήγητες, αιφνιδιαστικές βουτιές θανάτου αεροσκαφών, όπως του Airbus 320 που συνέβη το μεσημέρι της Τρίτης στις Άλπεις ενώ πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Βαρκελώνη – Ντύσελντορφ, με τραγικό απολογισμό τον θάνατο 150 ανθρώπων.
Σύμφωνα με όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία, το αεροσκάφος είχε μια απολύτως ομαλή πορεία σε μεγάλο ύψος όταν οι πιλότοι εξέπεμψαν σήμα κινδύνου και έπεσε σχεδόν κατακόρυφα στην οροσειρά με ταχύτητα 5.000 ποδιών το λεπτό…
Κατά τους ειδικούς, αυτά τα περιστατικά στη διάρκεια της πτήσης αφορούν ποσοστό περίπου 10-15% των αεροπορικών ατυχημάτων και συνήθως υποκρύπτουν ειδικές αιτίες και όχι συνήθεις βλάβες που οδηγούν στην απώλεια στήριξης του αεροσκάφους και στην κατακόρυφη πτώση του.
Σε τέτοιο ύψος τα αεροπλάνα δεν επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες και μια συνήθης βλάβη μπορεί να αντιμετωπισθεί και με εναλλακτικά συστήματα, με ελεγχόμενη πτώση. Γι” αυτό τέτοιου είδους «καταρρεύσεις» αεροσκαφών μπορεί να υποκρύπτουν άλλες αιτίες. Και αυτό βέβαια αν αφαιρεθούν οι περιπτώσεις βομβιστικών επιθέσεων ή πληγμάτων από πυραύλους – όπως συνέβη με την πρόσφατη πτώση του μαλαισιανού αεροσκάφους στον ουκρανικό εναέριο χώρο· συνήθως αυτές οι πτώσεις κρύβουν ιδιαίτερα μυστικά.
Η πτήση 185 της SilkAir: το μυστικό του πιλότου
Ενδεικτικό είναι το δυστύχημα που σημειώθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1997 με την πτήση 185 της εταιρείας SilkAir. Ένα Boeing 737 που εκτελούσε την πτήση από την Τζακάρτα της Ινδονησίας προς τη Σιγκαπούρη, χωρίς να συμβεί οτιδήποτε, βούτηξε κατακόρυφα από μεγάλο ύψος και συνετρίβη στον ποταμό Μούσι στην περιοχή Πάλεμπανγκ, στα νότια της νήσου Σουμάτρας της Ινδονησίας, με αποτέλεσμα τον θάνατο 104 ανθρώπων.
Ύστερα από πολυήμερες έρευνες οι υπεύθυνοι της έρευνας συγκέντρωσαν κρίσιμα τμήματα του αεροσκάφους και εντόπισαν στην όχθη τούς δύο καταγραφείς φωνής και πτήσης του Boeing. Έκπληκτοι ωστόσο διαπίστωσαν ότι και οι δύο καταγραφείς είχαν σταματήσει τη λειτουργία τους δύο και έξι λεπτά αντιστοίχως από τη στιγμή της έναρξης της κατακόρυφης πτώσης του αεροσκάφους.
Προχωρώντας στην ανάλυση των ανεξάρτητων ηλεκτρικών συστημάτων που ρευματοδοτούσαν τα δύο «μαύρα κουτιά» κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διακοπή της λειτουργίας και των δύο συσκευών δεν μπορούσε να οφειλόταν σε βλάβη αλλά και ότι δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί χωρίς την παρέμβαση ανθρώπου.
Τελικώς οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι το αεροσκάφος το έριξε ο ινδονήσιος κυβερνήτης του, ο οποίος αρχικά φρόντισε να παρασύρει και να κλειδώσει εκτός κόκπιτ τον νεαρό συγκυβερνήτη του και ύστερα να κλείσει τους καταγραφείς πτήσεων για να μην προσδιορισθεί η αποτρόπαια πράξη του.
Ως αιτία της ενέργειας του ήταν μεγάλες απώλειες και χρέη που είχε στο ινδονησιακό χρηματιστήριο αλλά και μια υποβάθμισή του στην αεροπορική εταιρεία όπου εργαζόταν. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι την ημερομηνία που οδήγησε στη συντριβή το Boeing ήταν η επέτειος πολύνεκρου ατυχήματος στη στρατιωτική αεροπορία της χώρας του, όπου υπηρετούσε και τότε από τύχη γλίτωσε τη ζωή του.
Σημειώνεται ότι στην ιστορία των αεροπορικών δυστυχημάτων έχουν καταγραφεί επτά πολύνεκρα που οφείλονται είτε σε εγκληματικές ενέργειες είτε σε απονενοημένα διαβήματα των πιλότων.
Πτήση ValuJet από Μαϊάμι προς Ατλάντα: οι μοιραίες φιάλες
Ένα άλλο χαρακτηριστικό δυστύχημα με μοιραία αιφνιδιαστική βουτιά αεροσκάφους είναι αυτό που συνέβη στις 11 Μαΐου 1996 με την πτώση ενός αεροσκάφους McDonnell Douglas DC-9 της εταιρείας ValuJet που εκτελούσε το δρομολόγιο από το Μαϊάμι προς την Ατλάντα (πτήση 592).
Το πλήρωμα δήλωσε αιφνιδιαστικά ότι υπήρχε φωτιά στον χώρο αποσκευών από άγνωστη αιτία. Οι φλόγες τύλιξαν τον χώρο των επιβατών. Το αεροσκάφος συνετρίβη στην περιοχή Εβεργκλέιντς της Φλόριδας.
Από την έρευνα που ακολούθησε για τη φωτιά στο αεροσκάφος, η οποία και οδήγησε στη ραγδαία πτώση του, διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν σε δεκάδες μικρές φιάλες οξυγόνου που βρίσκονταν στον θάλαμο αποσκευών και προέρχονταν από το σύστημα τροφοδοσίας οξυγόνου σε έκτακτη περίσταση άλλου αεροσκάφους.
Στη «φορτωτική» του αεροσκάφους από λάθος συνεννοήσεις οι συσκευές αυτές φέρονταν άδειες. Στην πραγματικότητα ωστόσο ήταν γεμάτες οξυγόνο αλλά και χωρίς βαλβίδες ασφαλείας. Από τις έρευνες που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι τη φωτιά και την καταστροφή ενίσχυσε το πλαστικό περιτύλιγμα των κουτιών που περιείχαν το εύφλεκτο υλικό.
Την περίοδο 1988-1996 υπήρξαν τρία παρόμοια ατυχήματα και έτσι αποφασίστηκε η εγκατάσταση στον χώρο αποσκευών συστήματος ανίχνευσης καπνού και πυρόσβεσης.
Πτήση 123 της Japan Airlines και Jetlink 2574: ανθρώπινα λάθη
Αλλά και η πιο πολύνεκρη τραγωδία στον αέρα (μετά τη σύγκρουση αεροσκαφών στο αεροδρόμιο της Τενερίφης τον Μάρτιο του 1977 με 583 νεκρούς) είναι εκείνη της συντριβής της πτήσης 123 των Ιαπωνικών Αερογραμμών με 520 επιβάτες, που εκτελούσε το δρομολόγιο Τόκιο – Οσάκα στις 12 Αυγούστου 1985. Η πτώση έγινε με παρόμοιο τρόπο αλλά οφείλεται σε λάθη κατασκευής και συντήρησης του αεροσκάφους στο ουραίο τμήμα του.
Παρόμοιο λάθος με κατακόρυφη πτώση είχε γίνει και με την πτήση της Jetlink που εκτελούσε στις 11 Σεπτεμβρίου 1991 πτήση από το αεροδρόμιο Λαρέντο του Τέξας στο Χιούστον με αποτέλεσμα τον θάνατο 14 επιβατών.
Αρχικά υπήρξαν και τότε εικασίες περί έκρηξης βόμβας στο αεροπλάνο, οι οποίες στη συνέχεια διαψεύστηκαν. Από την περαιτέρω έρευνα προέκυψε ότι η κατακόρυφη πτώση του ξεκίνησε από την αποκόλληση του συστήματος ισορροπίας στην ουρά του αεροσκάφους.
Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι αυτή η αποκόλληση οφειλόταν σε λάθος μηχανικών. Σε μία αλλαγή βάρδιας, ύστερα από ασυνεννοησία, ξέχασαν να… βιδώσουν το ένα από τα δύο πτερύγια «ισορροπίας» σε μια τακτική διαδικασία -ρουτίνα- αντικατάστασής τους.
Ο ένας μηχανικός που είχε αφαιρέσει τις βίδες ξέχασε να το πει στους συνάδελφους του, έφυγε για το σπίτι του και η επόμενη βάρδια αποφάσισε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο πτερύγιο την επόμενη μέρα, αγνοώντας ωστόσο ότι αυτό ήταν ήδη ξεβιδωμένο.
Το πτερύγιο αυτό αποκολλήθηκε στη διάρκεια της πτήσης -όταν αυτή έφτασε σε μεγάλο ύψος- με αποτέλεσμα την άμεση κατακόρυφη πτώση του αεροσκάφους.
Εκρήξεις φιαλών οξυγόνου στον χώρο αποσκευών, αποσπάσεις κρίσιμων τμημάτων του αεροσκάφους λόγω προβληματικών επισκευών με… ξεχασμένες βίδες αλλά και σκόπιμες ενέργειες των πιλότων κρύβονται πολλές φορές πίσω από δυσεξήγητες, αιφνιδιαστικές βουτιές θανάτου αεροσκαφών, όπως του Airbus 320 που συνέβη το μεσημέρι της Τρίτης στις Άλπεις ενώ πραγματοποιούσε το δρομολόγιο Βαρκελώνη – Ντύσελντορφ, με τραγικό απολογισμό τον θάνατο 150 ανθρώπων.
Σύμφωνα με όλα τα μέχρι στιγμής στοιχεία, το αεροσκάφος είχε μια απολύτως ομαλή πορεία σε μεγάλο ύψος όταν οι πιλότοι εξέπεμψαν σήμα κινδύνου και έπεσε σχεδόν κατακόρυφα στην οροσειρά με ταχύτητα 5.000 ποδιών το λεπτό…
Κατά τους ειδικούς, αυτά τα περιστατικά στη διάρκεια της πτήσης αφορούν ποσοστό περίπου 10-15% των αεροπορικών ατυχημάτων και συνήθως υποκρύπτουν ειδικές αιτίες και όχι συνήθεις βλάβες που οδηγούν στην απώλεια στήριξης του αεροσκάφους και στην κατακόρυφη πτώση του.
Σε τέτοιο ύψος τα αεροπλάνα δεν επηρεάζονται από τις καιρικές συνθήκες και μια συνήθης βλάβη μπορεί να αντιμετωπισθεί και με εναλλακτικά συστήματα, με ελεγχόμενη πτώση. Γι” αυτό τέτοιου είδους «καταρρεύσεις» αεροσκαφών μπορεί να υποκρύπτουν άλλες αιτίες. Και αυτό βέβαια αν αφαιρεθούν οι περιπτώσεις βομβιστικών επιθέσεων ή πληγμάτων από πυραύλους – όπως συνέβη με την πρόσφατη πτώση του μαλαισιανού αεροσκάφους στον ουκρανικό εναέριο χώρο· συνήθως αυτές οι πτώσεις κρύβουν ιδιαίτερα μυστικά.
Η πτήση 185 της SilkAir: το μυστικό του πιλότου
Ενδεικτικό είναι το δυστύχημα που σημειώθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1997 με την πτήση 185 της εταιρείας SilkAir. Ένα Boeing 737 που εκτελούσε την πτήση από την Τζακάρτα της Ινδονησίας προς τη Σιγκαπούρη, χωρίς να συμβεί οτιδήποτε, βούτηξε κατακόρυφα από μεγάλο ύψος και συνετρίβη στον ποταμό Μούσι στην περιοχή Πάλεμπανγκ, στα νότια της νήσου Σουμάτρας της Ινδονησίας, με αποτέλεσμα τον θάνατο 104 ανθρώπων.
Ύστερα από πολυήμερες έρευνες οι υπεύθυνοι της έρευνας συγκέντρωσαν κρίσιμα τμήματα του αεροσκάφους και εντόπισαν στην όχθη τούς δύο καταγραφείς φωνής και πτήσης του Boeing. Έκπληκτοι ωστόσο διαπίστωσαν ότι και οι δύο καταγραφείς είχαν σταματήσει τη λειτουργία τους δύο και έξι λεπτά αντιστοίχως από τη στιγμή της έναρξης της κατακόρυφης πτώσης του αεροσκάφους.
Προχωρώντας στην ανάλυση των ανεξάρτητων ηλεκτρικών συστημάτων που ρευματοδοτούσαν τα δύο «μαύρα κουτιά» κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η διακοπή της λειτουργίας και των δύο συσκευών δεν μπορούσε να οφειλόταν σε βλάβη αλλά και ότι δεν θα μπορούσε κάτι τέτοιο να συμβεί χωρίς την παρέμβαση ανθρώπου.
Τελικώς οι ερευνητές κατέληξαν στο ότι το αεροσκάφος το έριξε ο ινδονήσιος κυβερνήτης του, ο οποίος αρχικά φρόντισε να παρασύρει και να κλειδώσει εκτός κόκπιτ τον νεαρό συγκυβερνήτη του και ύστερα να κλείσει τους καταγραφείς πτήσεων για να μην προσδιορισθεί η αποτρόπαια πράξη του.
Ως αιτία της ενέργειας του ήταν μεγάλες απώλειες και χρέη που είχε στο ινδονησιακό χρηματιστήριο αλλά και μια υποβάθμισή του στην αεροπορική εταιρεία όπου εργαζόταν. Διαπιστώθηκε ακόμη ότι την ημερομηνία που οδήγησε στη συντριβή το Boeing ήταν η επέτειος πολύνεκρου ατυχήματος στη στρατιωτική αεροπορία της χώρας του, όπου υπηρετούσε και τότε από τύχη γλίτωσε τη ζωή του.
Σημειώνεται ότι στην ιστορία των αεροπορικών δυστυχημάτων έχουν καταγραφεί επτά πολύνεκρα που οφείλονται είτε σε εγκληματικές ενέργειες είτε σε απονενοημένα διαβήματα των πιλότων.
Πτήση ValuJet από Μαϊάμι προς Ατλάντα: οι μοιραίες φιάλες
Ένα άλλο χαρακτηριστικό δυστύχημα με μοιραία αιφνιδιαστική βουτιά αεροσκάφους είναι αυτό που συνέβη στις 11 Μαΐου 1996 με την πτώση ενός αεροσκάφους McDonnell Douglas DC-9 της εταιρείας ValuJet που εκτελούσε το δρομολόγιο από το Μαϊάμι προς την Ατλάντα (πτήση 592).
Το πλήρωμα δήλωσε αιφνιδιαστικά ότι υπήρχε φωτιά στον χώρο αποσκευών από άγνωστη αιτία. Οι φλόγες τύλιξαν τον χώρο των επιβατών. Το αεροσκάφος συνετρίβη στην περιοχή Εβεργκλέιντς της Φλόριδας.
Από την έρευνα που ακολούθησε για τη φωτιά στο αεροσκάφος, η οποία και οδήγησε στη ραγδαία πτώση του, διαπιστώθηκε ότι οφειλόταν σε δεκάδες μικρές φιάλες οξυγόνου που βρίσκονταν στον θάλαμο αποσκευών και προέρχονταν από το σύστημα τροφοδοσίας οξυγόνου σε έκτακτη περίσταση άλλου αεροσκάφους.
Στη «φορτωτική» του αεροσκάφους από λάθος συνεννοήσεις οι συσκευές αυτές φέρονταν άδειες. Στην πραγματικότητα ωστόσο ήταν γεμάτες οξυγόνο αλλά και χωρίς βαλβίδες ασφαλείας. Από τις έρευνες που ακολούθησαν διαπιστώθηκε ότι τη φωτιά και την καταστροφή ενίσχυσε το πλαστικό περιτύλιγμα των κουτιών που περιείχαν το εύφλεκτο υλικό.
Την περίοδο 1988-1996 υπήρξαν τρία παρόμοια ατυχήματα και έτσι αποφασίστηκε η εγκατάσταση στον χώρο αποσκευών συστήματος ανίχνευσης καπνού και πυρόσβεσης.
Πτήση 123 της Japan Airlines και Jetlink 2574: ανθρώπινα λάθη
Αλλά και η πιο πολύνεκρη τραγωδία στον αέρα (μετά τη σύγκρουση αεροσκαφών στο αεροδρόμιο της Τενερίφης τον Μάρτιο του 1977 με 583 νεκρούς) είναι εκείνη της συντριβής της πτήσης 123 των Ιαπωνικών Αερογραμμών με 520 επιβάτες, που εκτελούσε το δρομολόγιο Τόκιο – Οσάκα στις 12 Αυγούστου 1985. Η πτώση έγινε με παρόμοιο τρόπο αλλά οφείλεται σε λάθη κατασκευής και συντήρησης του αεροσκάφους στο ουραίο τμήμα του.
Παρόμοιο λάθος με κατακόρυφη πτώση είχε γίνει και με την πτήση της Jetlink που εκτελούσε στις 11 Σεπτεμβρίου 1991 πτήση από το αεροδρόμιο Λαρέντο του Τέξας στο Χιούστον με αποτέλεσμα τον θάνατο 14 επιβατών.
Αρχικά υπήρξαν και τότε εικασίες περί έκρηξης βόμβας στο αεροπλάνο, οι οποίες στη συνέχεια διαψεύστηκαν. Από την περαιτέρω έρευνα προέκυψε ότι η κατακόρυφη πτώση του ξεκίνησε από την αποκόλληση του συστήματος ισορροπίας στην ουρά του αεροσκάφους.
Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι αυτή η αποκόλληση οφειλόταν σε λάθος μηχανικών. Σε μία αλλαγή βάρδιας, ύστερα από ασυνεννοησία, ξέχασαν να… βιδώσουν το ένα από τα δύο πτερύγια «ισορροπίας» σε μια τακτική διαδικασία -ρουτίνα- αντικατάστασής τους.
Ο ένας μηχανικός που είχε αφαιρέσει τις βίδες ξέχασε να το πει στους συνάδελφους του, έφυγε για το σπίτι του και η επόμενη βάρδια αποφάσισε να ασχοληθεί με το συγκεκριμένο πτερύγιο την επόμενη μέρα, αγνοώντας ωστόσο ότι αυτό ήταν ήδη ξεβιδωμένο.
Το πτερύγιο αυτό αποκολλήθηκε στη διάρκεια της πτήσης -όταν αυτή έφτασε σε μεγάλο ύψος- με αποτέλεσμα την άμεση κατακόρυφη πτώση του αεροσκάφους.