Η NASA «ψάρεψε» σκόνη μακρινών γαλαξιών
Μοναδικά δείγματα αστρικής σκόνης, που προήλθε εκτός του Ηλιακού μας συστήματος, εξασφάλισε η NASA χάρη στο διαστημόπλοιο Stardust. Το διαστημικό όχημα, που αν και έπαψε να λειτουργεί αφού εκπλήρωσε την αποστολή του, «χάρισε» στην επιστημονική κοινότητα τους πρώτους κόκκους σκόνης από μακρινούς γαλαξίες.
Εκτός από την προσέγγισή του στον κομήτη Wild 2 το 2004, το διαστημόπλοιο Stardust (αστρική σκόνη) ανέπτυξε δύο φορές το ειδικό δοχείο περισυλλογής του, «ψαρεύοντας» μόρια προερχόμενα από το Διάστημα. Σήμερα, ύστερα από τιτάνια προσπάθεια χιλιάδων εθελοντών ερευνητών, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι εντόπισαν τους πρώτους επτά κόκκους σκόνης που προέρχονται από κατεστραμμένα άστρα και άλλα αστρικά φαινόμενα, πέρα από το Ηλιακό Σύστημα.
Οι κόκκοι εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στο μέγεθος, το σχήμα και τη χημική σύνθεση, όπως εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης, φυσικός του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, δρ Αντριου Βέστφαλ.
Δύο από τα μόρια είναι μεγαλύτερα από τα άλλα, με διάμετρο που φθάνει τα 4 μικρά (0,000004 εκατοστά). Τα δύο αυτά μόρια, που είναι παχουλά και θυμίζουν νιφάδες χιονιού, περιέχουν ίχνη του μεταλλεύματος «ολιβίνη». Η ολιβίνη, που αποτελείται από μαγνήσιο, σίδηρο και πυρίτιο, κάνει τους επιστήμονες να εικάζουν ότι ο κόκκος αυτός προήλθε από δορυφόρο μακρινού άστρου. Ορισμένοι από τους κόκκους ίσως να περιέχουν οργανικές ενώσεις, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής «εξωγήινων» συλλογών της NASA, δρ Μάικλ Ζολίνσκι.
Η επιστημονική ομάδα της NASA φιλοδοξεί να αντλήσει κι άλλες πληροφορίες από τους πολύτιμους κόκκους, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ενδελεχής ανάλυσή τους. «Το φρονιμότερο θα ήταν να αποθηκεύσουμε τους κόκκους, έως ότου βελτιωθούν οι τεχνικές ανάλυσης, σήμερα εμφανώς ανεπαρκείς», λέει ο δρ Ζολίνσκι.
Την ίδια στιγμή, η μεγάλη εθελοντική προσπάθεια εντοπισμού νέων κόκκων στα δοχεία συλλογής του Stardust συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Τα μόρια πιάστηκαν χάρη σε ειδική ουσία που θυμίζει καπνό και ονομάζεται aerogel (αερογέλη). Τα σημάδια της πρόσκρουσής της είναι, όμως, τόσο μικρά που η στρατολόγηση εθελοντών κρίθηκε αναγκαία από την επιστημονική ομάδα της NASA. «Ο εντοπισμός τέτοιων μικροσκοπικών μορίων απαιτεί πραγματικό κόπο. Δεν φτάνει να προγραμματίσεις τον υπολογιστή και να τον θέσεις σε λειτουργία. Ολα πρέπει να γίνουν χειροκίνητα και με διαρκή οπτικό έλεγχο», εξηγεί ο δρ Βέστφαλ.
Μέχρι στιγμής, οι περίπου 30.700 «εθελοντές ξεσκονίσματος», όπως τους ονόμασε η NASA, έχουν ολοκληρώσει συνολικά 100 εκατομμύρια έρευνες. Η κάθε έρευνα αφορά τη μελέτη ψηφιακών εικόνων συγκεκριμένης περιοχής των διάφανων δοχείων περισυλλογής δειγμάτων του Stardust και της επιφάνειάς τους, αποτελούμενης από γέλη aerogel. Οι κόκκοι της αστρικής σκόνης θεωρούνται «νεανικοί» για τα διαστημικά δεδομένα, καθώς η ηλικία τους δεν ξεπερνά τα 50 με 100 εκατομμύρια χρόνια, που είναι το προσδόκιμο ζωής για την αστρική σκόνη.
Εκτός από την προσέγγισή του στον κομήτη Wild 2 το 2004, το διαστημόπλοιο Stardust (αστρική σκόνη) ανέπτυξε δύο φορές το ειδικό δοχείο περισυλλογής του, «ψαρεύοντας» μόρια προερχόμενα από το Διάστημα. Σήμερα, ύστερα από τιτάνια προσπάθεια χιλιάδων εθελοντών ερευνητών, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι εντόπισαν τους πρώτους επτά κόκκους σκόνης που προέρχονται από κατεστραμμένα άστρα και άλλα αστρικά φαινόμενα, πέρα από το Ηλιακό Σύστημα.
Οι κόκκοι εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στο μέγεθος, το σχήμα και τη χημική σύνθεση, όπως εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης, φυσικός του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ, δρ Αντριου Βέστφαλ.
Δύο από τα μόρια είναι μεγαλύτερα από τα άλλα, με διάμετρο που φθάνει τα 4 μικρά (0,000004 εκατοστά). Τα δύο αυτά μόρια, που είναι παχουλά και θυμίζουν νιφάδες χιονιού, περιέχουν ίχνη του μεταλλεύματος «ολιβίνη». Η ολιβίνη, που αποτελείται από μαγνήσιο, σίδηρο και πυρίτιο, κάνει τους επιστήμονες να εικάζουν ότι ο κόκκος αυτός προήλθε από δορυφόρο μακρινού άστρου. Ορισμένοι από τους κόκκους ίσως να περιέχουν οργανικές ενώσεις, όπως επισημαίνει ο επικεφαλής «εξωγήινων» συλλογών της NASA, δρ Μάικλ Ζολίνσκι.
Η επιστημονική ομάδα της NASA φιλοδοξεί να αντλήσει κι άλλες πληροφορίες από τους πολύτιμους κόκκους, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ενδελεχής ανάλυσή τους. «Το φρονιμότερο θα ήταν να αποθηκεύσουμε τους κόκκους, έως ότου βελτιωθούν οι τεχνικές ανάλυσης, σήμερα εμφανώς ανεπαρκείς», λέει ο δρ Ζολίνσκι.
Την ίδια στιγμή, η μεγάλη εθελοντική προσπάθεια εντοπισμού νέων κόκκων στα δοχεία συλλογής του Stardust συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Τα μόρια πιάστηκαν χάρη σε ειδική ουσία που θυμίζει καπνό και ονομάζεται aerogel (αερογέλη). Τα σημάδια της πρόσκρουσής της είναι, όμως, τόσο μικρά που η στρατολόγηση εθελοντών κρίθηκε αναγκαία από την επιστημονική ομάδα της NASA. «Ο εντοπισμός τέτοιων μικροσκοπικών μορίων απαιτεί πραγματικό κόπο. Δεν φτάνει να προγραμματίσεις τον υπολογιστή και να τον θέσεις σε λειτουργία. Ολα πρέπει να γίνουν χειροκίνητα και με διαρκή οπτικό έλεγχο», εξηγεί ο δρ Βέστφαλ.
Μέχρι στιγμής, οι περίπου 30.700 «εθελοντές ξεσκονίσματος», όπως τους ονόμασε η NASA, έχουν ολοκληρώσει συνολικά 100 εκατομμύρια έρευνες. Η κάθε έρευνα αφορά τη μελέτη ψηφιακών εικόνων συγκεκριμένης περιοχής των διάφανων δοχείων περισυλλογής δειγμάτων του Stardust και της επιφάνειάς τους, αποτελούμενης από γέλη aerogel. Οι κόκκοι της αστρικής σκόνης θεωρούνται «νεανικοί» για τα διαστημικά δεδομένα, καθώς η ηλικία τους δεν ξεπερνά τα 50 με 100 εκατομμύρια χρόνια, που είναι το προσδόκιμο ζωής για την αστρική σκόνη.