Κίνηση: ο τόπος, ο χρόνος, το κενόν στον Αριστοτέλη
Ο Αριστοτέλης προβαίνει στην εξέταση της κίνησης (Φυσικά Γ1). Η κίνηση είναι συνεχές και το τελευταίο ορίζεται συχνά σαν αυτό που μπορεί να διαιρεθεί επ´άπειρον.
Γενικά, η κίνηση στην αριστοτελική φιλοσοφία είναι η πραγμάτωση του δυνάμει, χωρίς, όμως, να μπορούμε να την καταχωρήσουμε ούτε ως δυνατότητα ούτε ως ενέργεια. <<Σε κάθε στιγμή ενέργειας, η δυνατότητα καταργείται εντελώς και μετατρέπεται σε εντελέχεια.
Στην κίνηση η μεταβολή δεν ολοκληρώνεται προτού τελειώσει η κίνηση[...] πιο ελεύθερα, η κίνηση είναι ατελής ενέργεια και η ενέργεια τελειωμένη κίνηση.(W.D.Ross,Αριστοτέλης,σ.122)
Τα συμπεριληφθέντα σε μια μεταβολή στοιχεία είναι το κινούν, το κινούμενον, ο χρόνος καθώς και το αρχικό και το τελικό όριο, το εξ ου και το εις ο αντιστοίχως.(Φυσικά Ε1) Μετά από μια αλληλουχία επαγωγικών συλλογισμών,που σχετίζονται με την μελέτη της μεταβολής μεταξύ εναντίων ή μη, ο φιλόσοφος συμπεραίνει πως τρία είναι τα είδη της κίνησης: του ποιου, του ποσού και η κατά τόπον, η σπουδαιότερη από όλες καθότι εμπεριέχει τις υπόλοιπες.
Ο τόπος κατά τον Αριστοτέλη(Φυσικά Δ1) όντως υπάρχει κι αυτό τεκμηριώνεται ως εξής: ένα σώμα μπορεί να καταλάβει έναν συγκεκριμένο τόπο, τον οποίο, όμως, μπορεί να διεκδικήσει και να καταλάβει και ένα άλλο σώμα. Άρα, κατ´ανάγκην, ο τόπος πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από τα σώματα που τον καταλαμβάνουν.
Ο τόπος, θα πρέπει, ακόμα, να έχει κάποια δύναμη, γεγονός που υποδεικνύει η φυσική τάση ορισμένων σωμάτων να κινούνται προς ορισμένους τόπους κι εκεί να ηρεμούν.
Ο φιλόσοφος διακρίνει τον τόπο σε κοινόν,δηλαδή τον τόπο που ένα πράγμα μοιράζεται με άλλα και σε ίδιον, δηλαδή τον τόπο που καταλαμβάνει αποκλειστικά το συγκεκριμένο πράγμα και το εμπεριέχει άμεσα και μόνον αυτό.
Η συλλογιστική του Αριστοτέλη εξελίσσεται συμπεραίνοντας πως ο τόπος δεν είναι μορφή και ότι η ύλη δεν είναι τόπος, καθώς ο τόπος ενός πράγματος είναι διακριτός από το ίδιο το πράγμα. Έτσι διαπιστώνει πως τόπος είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος(Φυσικά 212a5) για να φτάσει στον τελικό του ορισμό: τόπος είναι το του περιέχοντος πέρας ακίνητον πρώτον.
Από τις ασύλληπτα συνοχικές προκείμενες των συλλογισμών του καταλήγει στο εξής συνεπές πλην όμως ρηξικελευθο για την εποχή του συμπέρασμα: καθετί φυσικό στο σύμπαν είναι εν τόπω αλλά το σύμπαν δεν είναι εν τόπω.
Επιπλέον, ο Σταγειρίτης παρατηρεί ότι όσοι αναφέρονται στο κενό το ταυτίζουν με τον τόπο. Αφού αναιρεί αυτή την θέση αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κενό χωρισμένο από τα σώματα(Φυσικά 214b12-216a26), ότι δεν υπάρχει κενό που να καταλαμβάνεται από σώματα (Φυσικά 216a26-b21) και ότι δεν υπάρχουν κενά διαστήματα μέσα στα σώματα(Φυσικά Δ9).
Προκειμένου για αυτή την απόδειξη, χρησιμοποιεί έννοιες όπως αυτή της βαρύτητας,της ταχύτητας της κίνησης,του μηδενός. Στο έργο του "Μετά τα Φυσικά" κάνει λόγο για αναλογία ανάμεσα στο κενό και στο άπειρο.
Έπειτα, ο Αριστοτέλης αναφέρεται και στον χρόνο σαν κάτι μη πραγματικό η αμυδρώς πραγματικό και επιδιώκει να μελετήσει τον χαρακτήρα του(Μετά τα Φυσικά Δ10).
Ο χρόνος προϋποθέτει την μεταβολή. Συμπλέκει το ύστερον,το πρότερων και το νυν με τον τόπο, την κίνηση και τον χρόνο ώστε φτάνει να διερωτάται τι σημαίνει να ειναι κάτι εν χρόνω. Ο χρόνος είναι ανεξάντλητος γιατί κάθε νυν είναι φύσει η αρχή ενός μέλλοντος και το τέλος ενός παρελθόντος(Μετά τα Φυσικά 222a29-b7).
Παρόμοια συλλογίστηκε και ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο του όταν έγραψε πως ένας "Αναχωρητής" για τους μισούς είναι, αναγκαστικά,για τους άλλους μισούς ένας "Ερχόμενος". Η μοιραία αναλογία είναι εντελεχής κι ερωτική.
Γενικά, η κίνηση στην αριστοτελική φιλοσοφία είναι η πραγμάτωση του δυνάμει, χωρίς, όμως, να μπορούμε να την καταχωρήσουμε ούτε ως δυνατότητα ούτε ως ενέργεια. <<Σε κάθε στιγμή ενέργειας, η δυνατότητα καταργείται εντελώς και μετατρέπεται σε εντελέχεια.
Στην κίνηση η μεταβολή δεν ολοκληρώνεται προτού τελειώσει η κίνηση[...] πιο ελεύθερα, η κίνηση είναι ατελής ενέργεια και η ενέργεια τελειωμένη κίνηση.(W.D.Ross,Αριστοτέλης,σ.122)
Τα συμπεριληφθέντα σε μια μεταβολή στοιχεία είναι το κινούν, το κινούμενον, ο χρόνος καθώς και το αρχικό και το τελικό όριο, το εξ ου και το εις ο αντιστοίχως.(Φυσικά Ε1) Μετά από μια αλληλουχία επαγωγικών συλλογισμών,που σχετίζονται με την μελέτη της μεταβολής μεταξύ εναντίων ή μη, ο φιλόσοφος συμπεραίνει πως τρία είναι τα είδη της κίνησης: του ποιου, του ποσού και η κατά τόπον, η σπουδαιότερη από όλες καθότι εμπεριέχει τις υπόλοιπες.
Ο τόπος κατά τον Αριστοτέλη(Φυσικά Δ1) όντως υπάρχει κι αυτό τεκμηριώνεται ως εξής: ένα σώμα μπορεί να καταλάβει έναν συγκεκριμένο τόπο, τον οποίο, όμως, μπορεί να διεκδικήσει και να καταλάβει και ένα άλλο σώμα. Άρα, κατ´ανάγκην, ο τόπος πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από τα σώματα που τον καταλαμβάνουν.
Ο τόπος, θα πρέπει, ακόμα, να έχει κάποια δύναμη, γεγονός που υποδεικνύει η φυσική τάση ορισμένων σωμάτων να κινούνται προς ορισμένους τόπους κι εκεί να ηρεμούν.
Ο φιλόσοφος διακρίνει τον τόπο σε κοινόν,δηλαδή τον τόπο που ένα πράγμα μοιράζεται με άλλα και σε ίδιον, δηλαδή τον τόπο που καταλαμβάνει αποκλειστικά το συγκεκριμένο πράγμα και το εμπεριέχει άμεσα και μόνον αυτό.
Η συλλογιστική του Αριστοτέλη εξελίσσεται συμπεραίνοντας πως ο τόπος δεν είναι μορφή και ότι η ύλη δεν είναι τόπος, καθώς ο τόπος ενός πράγματος είναι διακριτός από το ίδιο το πράγμα. Έτσι διαπιστώνει πως τόπος είναι το πέρας του περιέχοντος σώματος(Φυσικά 212a5) για να φτάσει στον τελικό του ορισμό: τόπος είναι το του περιέχοντος πέρας ακίνητον πρώτον.
Από τις ασύλληπτα συνοχικές προκείμενες των συλλογισμών του καταλήγει στο εξής συνεπές πλην όμως ρηξικελευθο για την εποχή του συμπέρασμα: καθετί φυσικό στο σύμπαν είναι εν τόπω αλλά το σύμπαν δεν είναι εν τόπω.
Επιπλέον, ο Σταγειρίτης παρατηρεί ότι όσοι αναφέρονται στο κενό το ταυτίζουν με τον τόπο. Αφού αναιρεί αυτή την θέση αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κενό χωρισμένο από τα σώματα(Φυσικά 214b12-216a26), ότι δεν υπάρχει κενό που να καταλαμβάνεται από σώματα (Φυσικά 216a26-b21) και ότι δεν υπάρχουν κενά διαστήματα μέσα στα σώματα(Φυσικά Δ9).
Προκειμένου για αυτή την απόδειξη, χρησιμοποιεί έννοιες όπως αυτή της βαρύτητας,της ταχύτητας της κίνησης,του μηδενός. Στο έργο του "Μετά τα Φυσικά" κάνει λόγο για αναλογία ανάμεσα στο κενό και στο άπειρο.
Έπειτα, ο Αριστοτέλης αναφέρεται και στον χρόνο σαν κάτι μη πραγματικό η αμυδρώς πραγματικό και επιδιώκει να μελετήσει τον χαρακτήρα του(Μετά τα Φυσικά Δ10).
Ο χρόνος προϋποθέτει την μεταβολή. Συμπλέκει το ύστερον,το πρότερων και το νυν με τον τόπο, την κίνηση και τον χρόνο ώστε φτάνει να διερωτάται τι σημαίνει να ειναι κάτι εν χρόνω. Ο χρόνος είναι ανεξάντλητος γιατί κάθε νυν είναι φύσει η αρχή ενός μέλλοντος και το τέλος ενός παρελθόντος(Μετά τα Φυσικά 222a29-b7).
Παρόμοια συλλογίστηκε και ο Ελύτης στον Μικρό Ναυτίλο του όταν έγραψε πως ένας "Αναχωρητής" για τους μισούς είναι, αναγκαστικά,για τους άλλους μισούς ένας "Ερχόμενος". Η μοιραία αναλογία είναι εντελεχής κι ερωτική.