Όταν πουλάνε το νερό: Μία ιστορία από το Βερολίνο για τη Θεσσαλονίκη
Σε κάθε περίπτωση το δημοψήφισμα που έγινε για το νερό στην Θεσσαλονίκη αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη διαδικασία για τα ελληνικά δεδομένα. Πάνω από 218.000 Θεσσαλονικείς συμμετείχαν σε μια διαδικασία άσκηση για τη δημοκρατία ενώ πάνω από 2.000 εθελοντές συμμετείχαν στη διοργάνωση, στη διαδικασία της ψηφοφορίας και τη καταμέτρηση. Ταυτόχρονα πολύτιμη ήταν και η συμβολή της διεθνούς εμπειρίας με την αποστολή δεκάδων παρατηρητών από την Ευρώπη. Το αποτέλεσμα αδιαμφισβήτητο. Πάνω από το 98% των πολιτών διατράνωσαν την αντίθεση τους στη παράδοση του νερού στους ιδιώτες.
Σήμερα το μέτωπο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, που απέκτησε νέα πνοή με τη δημιουργία του Συντονιστικού πολιτών και φορέων «SOSτε το νερό», μόλις δύο χρόνια πριν μετά από πρωτοβουλία του Σωματείου Εργαζομένων, βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Η πλατιά συμμαχία πολιτών και Δήμων που δημιουργήθηκε με αιχμή το δημοψήφισμα φαίνεται να «σπάει» όταν προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «μετά το δημοψήφισμα τι;».
Ήδη οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τη διαχείριση του νερού, ταυτόχρονα με τη πρόθεση Δήμων του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης να εμπλακούν στο παιχνίδι της απόκτησης των μετοχών της ΕΥΑΘ δημιουργεί ισχυρούς τριγμούς. Ειδικά μετά και τις τελευταίες εξελίξεις (με την απόφαση του ΣτΕ για την ΕΥΔΑΠ) εμφανής είναι η διάθεση της κυβέρνησης και του ΤΑΙΠΕΔ να βρεθεί εναλλακτικός τρόπος να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση, όπως η πώληση ενός μειοψηφικού πακέτου μετοχών σε ιδιώτη επενδυτή με την ταυτόχρονη απευθείας ανάθεση του μάνατζμεντ της εταιρείας.
Είναι γνωστό πως κάποιοι Δήμοι δεν απορρίπτουν το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης καθώς αναζητούν τρόπους να αποκτήσουν μετοχές της ΕΥΑΘ Α.Ε.. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία των σημερινών διοικήσεων τους να το διαχειριστούν, άποψη που έχει ως κύριο εκφραστή της τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, προκαλεί εύλογα ερωτήματα. Μάλιστα ο Γιάννης Μπουτάρης επανειλημμένα έχει εκφράσει την άποψη πως το μάνατζμεντ της ΕΥΑΘ πρέπει να δοθεί σε «ιδιωτικά χέρια» και να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει πως ακόμη και με δημοτική ιδιοκτησία η πρόθεση είναι η παραχώρηση της διαχείρισης σε ιδιωτικές εταιρείες που φυσικά και θα ταυτίζονται με τους «βαρόνους του νερού» που διεκδικούν σήμερα την ΕΥΑΘ. Πρόκειται για μία πολιτική που θυμίζει το «Θατσερικό» μοντέλο όταν δημόσιες επιχειρήσεις, περνούσαν στην ιδιοκτησία των Δήμων οι οποίοι παρέδιδαν τη διαχείριση σε ιδιωτικές εταιρείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας του μοντέλου ο βρετανικός «ΟΑΕΔ» , τον οποίο αναγκάστηκε ο «σοσιαλιστής» Γκόρντον Μπράουν να επαναφέρει στο δημόσιο. Ταυτόχρονα βέβαια ας μη ξεχνάμε πως ήδη η λειτουργία του διυλιστηρίου του Αλιάκμονα από το οποίο υδροδοτείται η Θεσσαλονίκη καθώς και ο σταθμός επεξεργασίας λυμάτων στη Σίνδο βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών και συγκεκριμένα του Άκτορα, συμφερόντων του επιχειρηματία Μπόμπολα.
Τι γίνεται όμως όταν τα προτεινόμενα μοντέλα δεν κινούνται σε επίπεδο φαντασίας αλλά αντίθετα έχουν δοκιμαστεί;
Ενδεικτικό και άκρως κατατοπιστικά είναι ένα άρθρο του Philipp Terhorst στην ιστοσελίδα tni.org για τη πορεία της κατοχής και διαχείρισης του νερού στο Βερολίνο αλλά και τις αντιστάσεις του κινήματος.
Το 1994 ένας μεγάλος συνασπισμός στη Γερουσία του Βερολίνου μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) πήρε τη πρωτοβουλία και οδήγησε στην εφαρμογή του μοντέλου των ΣΔΙΤ στη διαχείριση του νερού. Δημόσιο και ιδιωτικές εταιρείες συνέπραξαν μέσω μιας δημόσιας εταιρείας η οποία όμως ενέπιπτε στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου.
Πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος μεγάλος συνασπισμός υπό τον ίδιο δήμαρχο, Eberhard Diepgen (CDU), προχώρησε ακόμη παραπέρα και πώλησε το 49,9 τοις εκατό της εν λόγω εταιρείας σε ίσα μερίδια στις εταιρείες RWE Aqua Ltd και Vivendi Environment (αργότερα μετονομάστηκε σε Veolia) με μια διαδικασία που έχει επικριθεί ως αντιδημοκρατική και μυστικοπαθής.
Το μοντέλο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), ήταν μια εξαιρετικά πολύπλοκη δομή συγκρότησης που έδινε τεράστια κέρδη και φορολογικά πλεονεκτήματα στις ιδιωτικές εταιρείες. Παρά το μειοψηφικό τους πακέτο μετοχών, οι ιδιωτικές εταιρείες ήλεγχαν τη διαχείριση και είχαν εγγυημένα υψηλά κέρδη, μέσω μυστικών συμβάσεων οι οποίες δεν προέβλεπαν τη δυνατότητα ακύρωσης ή επαναδιαπραγμάτευσης από πλευράς δημοσίου για 30 έτη.
Συνέπεια όλων αυτών μια ραγδαία αύξηση στην τιμή του νερού, η μαζική μείωση των θέσεων εργασίας, καθώς και η σημαντική μείωση των επενδύσεων που επηρέασαν την τοπική βιομηχανία και κατέληξαν σε «υπόεπενδύσεις» στον τομέα των υποδομών.
«Από μια δημοκρατική και κοινωνική προοπτική, η εμπορευματοποίηση και η μερική ιδιωτικοποίηση ήταν μια καταστροφή… Από την πλευρά των ιδιωτών μετόχων της RWE και της Veolia, ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση», αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο.
Μετά τις συνέπειες μιας πολιτικής με γνώμονα το κέρδος στον τομέα του νερού αναδείχθηκε ένα μαζικό κίνημα των Βερολινέζων εμπνευσμένο από τους αγώνες για το νερό στη Βολιβία και στη Βενεζουέλα.
Το 2013 διεξήγαγε το πρώτο δημοψήφισμα με το οποίο 666.235 άνθρωποι ψήφισαν υπέρ της πρότασης «οι Βερολινέζοι θέλουν πίσω το νερό τους». Μετά από αυτή τη νίκη του κινήματος και τη πολιτική πίεση, η κυβέρνηση ξεκίνησε διαδικασίες επαναδημοτικοποίησης του νερού. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή για τις συμβάσεις του νερού που συστάθηκε υποστήριξε ότι η μόνη επιλογή ήταν μια ακριβή εξαγορά. Από τη πλευρά του το κίνημα των πολιτών πρότεινε μια «νομική πρόκληση»: τη μονομερή ακύρωση της σύμβασης. Η πρόταση βασιζόταν στο ότι η εγγύηση των κερδών στις ιδιωτικές εταιρείες είχε αντισυνταγματικό χαρακτήρα. Η Γερουσία του Βερολίνου όμως διαπραγματεύτηκε μια αναμφισβήτητα ακριβή επαναγορά των μετοχών των δύο εταιρειών που εμπλέκονταν στην ύδρευση, των μετοχών της RWE για € 618 εκατομμύρια το 2012 και των μετοχών της Veolia για € 590 εκατομμύρια το 2013.
Παρά όμως την θεωρητικά «ευνοϊκή» αλλαγή ιδιοκτησίας, καμιά αναδιοργάνωση στο τρόπο λειτουργίας και χρήσης δεν παρατηρήθηκε ενώ ταυτόχρονα το αίτημα για «δημοκρατία στο νερό» έμεινε στον αέρα. Μάλιστα η δημοτική εταιρεία που είχε δημιουργηθεί για τη διαχείριση του νερού συνέχισε να λειτουργεί με κερδοσκοπική λογική και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ενώ η ακριβή εξαγορά που χρηματοδοτήθηκε με δάνειο 30 ετών προσέθεσε ένας μεγάλο χρέος το οποίο η Γερουσία αποφάσισε να μετακυλήσει στα τιμολόγια και στους εργαζόμενους, πληρώνοντας τις πολιτικές επιλογές των προηγούμενων ετών.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως η αρμόδια υπηρεσία εξέδωσε επικριτική γνωμοδότηση για τα τιμολόγια με το σκεπτικό πως είναι πολύ υψηλά και ζήτησε μείωση τιμών 15%. Όπως εκτιμά το άρθρο προκειμένου να αποφευχθούν νομικές προσφυγές η διοίκηση της δημοτικής εταιρείας αποφάσισε απρόθυμα να μειώσει τα τιμολόγια του νερού κατά 6% το 2015. Ταυτόχρονα λόγω των οικονομικών προβλημάτων που δημιούργησε το χρέος η Γερουσία αποφάσισε μείωση των θέσεων εργασίας έως και 10% και περαιτέρω μείωση των επενδύσεων σε έργα υποδομής ενώ θα συνεχίσει να λαμβάνει τα κέρδη από την εταιρεία του νερού.
Κατερίνα Μπακιρτζή
Σήμερα το μέτωπο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού, που απέκτησε νέα πνοή με τη δημιουργία του Συντονιστικού πολιτών και φορέων «SOSτε το νερό», μόλις δύο χρόνια πριν μετά από πρωτοβουλία του Σωματείου Εργαζομένων, βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Η πλατιά συμμαχία πολιτών και Δήμων που δημιουργήθηκε με αιχμή το δημοψήφισμα φαίνεται να «σπάει» όταν προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα «μετά το δημοψήφισμα τι;».
Ήδη οι διαφορετικές προσεγγίσεις για τη διαχείριση του νερού, ταυτόχρονα με τη πρόθεση Δήμων του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης να εμπλακούν στο παιχνίδι της απόκτησης των μετοχών της ΕΥΑΘ δημιουργεί ισχυρούς τριγμούς. Ειδικά μετά και τις τελευταίες εξελίξεις (με την απόφαση του ΣτΕ για την ΕΥΔΑΠ) εμφανής είναι η διάθεση της κυβέρνησης και του ΤΑΙΠΕΔ να βρεθεί εναλλακτικός τρόπος να προχωρήσει η ιδιωτικοποίηση, όπως η πώληση ενός μειοψηφικού πακέτου μετοχών σε ιδιώτη επενδυτή με την ταυτόχρονη απευθείας ανάθεση του μάνατζμεντ της εταιρείας.
Είναι γνωστό πως κάποιοι Δήμοι δεν απορρίπτουν το σχέδιο της ιδιωτικοποίησης καθώς αναζητούν τρόπους να αποκτήσουν μετοχές της ΕΥΑΘ Α.Ε.. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία των σημερινών διοικήσεων τους να το διαχειριστούν, άποψη που έχει ως κύριο εκφραστή της τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Μπουτάρη, προκαλεί εύλογα ερωτήματα. Μάλιστα ο Γιάννης Μπουτάρης επανειλημμένα έχει εκφράσει την άποψη πως το μάνατζμεντ της ΕΥΑΘ πρέπει να δοθεί σε «ιδιωτικά χέρια» και να λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει πως ακόμη και με δημοτική ιδιοκτησία η πρόθεση είναι η παραχώρηση της διαχείρισης σε ιδιωτικές εταιρείες που φυσικά και θα ταυτίζονται με τους «βαρόνους του νερού» που διεκδικούν σήμερα την ΕΥΑΘ. Πρόκειται για μία πολιτική που θυμίζει το «Θατσερικό» μοντέλο όταν δημόσιες επιχειρήσεις, περνούσαν στην ιδιοκτησία των Δήμων οι οποίοι παρέδιδαν τη διαχείριση σε ιδιωτικές εταιρείες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτυχίας του μοντέλου ο βρετανικός «ΟΑΕΔ» , τον οποίο αναγκάστηκε ο «σοσιαλιστής» Γκόρντον Μπράουν να επαναφέρει στο δημόσιο. Ταυτόχρονα βέβαια ας μη ξεχνάμε πως ήδη η λειτουργία του διυλιστηρίου του Αλιάκμονα από το οποίο υδροδοτείται η Θεσσαλονίκη καθώς και ο σταθμός επεξεργασίας λυμάτων στη Σίνδο βρίσκονται στα χέρια ιδιωτών και συγκεκριμένα του Άκτορα, συμφερόντων του επιχειρηματία Μπόμπολα.
Τι γίνεται όμως όταν τα προτεινόμενα μοντέλα δεν κινούνται σε επίπεδο φαντασίας αλλά αντίθετα έχουν δοκιμαστεί;
Ενδεικτικό και άκρως κατατοπιστικά είναι ένα άρθρο του Philipp Terhorst στην ιστοσελίδα tni.org για τη πορεία της κατοχής και διαχείρισης του νερού στο Βερολίνο αλλά και τις αντιστάσεις του κινήματος.
Το 1994 ένας μεγάλος συνασπισμός στη Γερουσία του Βερολίνου μεταξύ των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) πήρε τη πρωτοβουλία και οδήγησε στην εφαρμογή του μοντέλου των ΣΔΙΤ στη διαχείριση του νερού. Δημόσιο και ιδιωτικές εταιρείες συνέπραξαν μέσω μιας δημόσιας εταιρείας η οποία όμως ενέπιπτε στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου.
Πέντε χρόνια αργότερα, ένας άλλος μεγάλος συνασπισμός υπό τον ίδιο δήμαρχο, Eberhard Diepgen (CDU), προχώρησε ακόμη παραπέρα και πώλησε το 49,9 τοις εκατό της εν λόγω εταιρείας σε ίσα μερίδια στις εταιρείες RWE Aqua Ltd και Vivendi Environment (αργότερα μετονομάστηκε σε Veolia) με μια διαδικασία που έχει επικριθεί ως αντιδημοκρατική και μυστικοπαθής.
Το μοντέλο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ), ήταν μια εξαιρετικά πολύπλοκη δομή συγκρότησης που έδινε τεράστια κέρδη και φορολογικά πλεονεκτήματα στις ιδιωτικές εταιρείες. Παρά το μειοψηφικό τους πακέτο μετοχών, οι ιδιωτικές εταιρείες ήλεγχαν τη διαχείριση και είχαν εγγυημένα υψηλά κέρδη, μέσω μυστικών συμβάσεων οι οποίες δεν προέβλεπαν τη δυνατότητα ακύρωσης ή επαναδιαπραγμάτευσης από πλευράς δημοσίου για 30 έτη.
Συνέπεια όλων αυτών μια ραγδαία αύξηση στην τιμή του νερού, η μαζική μείωση των θέσεων εργασίας, καθώς και η σημαντική μείωση των επενδύσεων που επηρέασαν την τοπική βιομηχανία και κατέληξαν σε «υπόεπενδύσεις» στον τομέα των υποδομών.
«Από μια δημοκρατική και κοινωνική προοπτική, η εμπορευματοποίηση και η μερική ιδιωτικοποίηση ήταν μια καταστροφή… Από την πλευρά των ιδιωτών μετόχων της RWE και της Veolia, ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση», αναφέρει χαρακτηριστικά το άρθρο.
Μετά τις συνέπειες μιας πολιτικής με γνώμονα το κέρδος στον τομέα του νερού αναδείχθηκε ένα μαζικό κίνημα των Βερολινέζων εμπνευσμένο από τους αγώνες για το νερό στη Βολιβία και στη Βενεζουέλα.
Το 2013 διεξήγαγε το πρώτο δημοψήφισμα με το οποίο 666.235 άνθρωποι ψήφισαν υπέρ της πρότασης «οι Βερολινέζοι θέλουν πίσω το νερό τους». Μετά από αυτή τη νίκη του κινήματος και τη πολιτική πίεση, η κυβέρνηση ξεκίνησε διαδικασίες επαναδημοτικοποίησης του νερού. Η αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή για τις συμβάσεις του νερού που συστάθηκε υποστήριξε ότι η μόνη επιλογή ήταν μια ακριβή εξαγορά. Από τη πλευρά του το κίνημα των πολιτών πρότεινε μια «νομική πρόκληση»: τη μονομερή ακύρωση της σύμβασης. Η πρόταση βασιζόταν στο ότι η εγγύηση των κερδών στις ιδιωτικές εταιρείες είχε αντισυνταγματικό χαρακτήρα. Η Γερουσία του Βερολίνου όμως διαπραγματεύτηκε μια αναμφισβήτητα ακριβή επαναγορά των μετοχών των δύο εταιρειών που εμπλέκονταν στην ύδρευση, των μετοχών της RWE για € 618 εκατομμύρια το 2012 και των μετοχών της Veolia για € 590 εκατομμύρια το 2013.
Παρά όμως την θεωρητικά «ευνοϊκή» αλλαγή ιδιοκτησίας, καμιά αναδιοργάνωση στο τρόπο λειτουργίας και χρήσης δεν παρατηρήθηκε ενώ ταυτόχρονα το αίτημα για «δημοκρατία στο νερό» έμεινε στον αέρα. Μάλιστα η δημοτική εταιρεία που είχε δημιουργηθεί για τη διαχείριση του νερού συνέχισε να λειτουργεί με κερδοσκοπική λογική και ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια ενώ η ακριβή εξαγορά που χρηματοδοτήθηκε με δάνειο 30 ετών προσέθεσε ένας μεγάλο χρέος το οποίο η Γερουσία αποφάσισε να μετακυλήσει στα τιμολόγια και στους εργαζόμενους, πληρώνοντας τις πολιτικές επιλογές των προηγούμενων ετών.
Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως η αρμόδια υπηρεσία εξέδωσε επικριτική γνωμοδότηση για τα τιμολόγια με το σκεπτικό πως είναι πολύ υψηλά και ζήτησε μείωση τιμών 15%. Όπως εκτιμά το άρθρο προκειμένου να αποφευχθούν νομικές προσφυγές η διοίκηση της δημοτικής εταιρείας αποφάσισε απρόθυμα να μειώσει τα τιμολόγια του νερού κατά 6% το 2015. Ταυτόχρονα λόγω των οικονομικών προβλημάτων που δημιούργησε το χρέος η Γερουσία αποφάσισε μείωση των θέσεων εργασίας έως και 10% και περαιτέρω μείωση των επενδύσεων σε έργα υποδομής ενώ θα συνεχίσει να λαμβάνει τα κέρδη από την εταιρεία του νερού.
Κατερίνα Μπακιρτζή