Καλλικράτης Σφακίων: Το χωριό των τελευταίων απροσκύνητων Κρητών μαχητών της Πόλης
Οι πύργοι στα θαλάσσια Τείχη που φύλαγαν οι εθελοντές Κρήτες τοξότες, που είχαν έρθει στην Πόλη επί τούτου από την τότε ενετοκρατούμενη Κρήτη, δεν πάρθηκαν ποτέ από τους Τούρκους του Μωάθεμ του Πορθητή.
Οι αδάμαστοι Κρητικοί πολεμιστές πολεμούσαν μέχρι την τελευταία στιγμή και κανένας δεν μπορούσε να ανέβει στον πύργο τους.
Μόνο όταν πλέον όλα τα υπόλοιπα τείχη γύρω τους είχαν κυριευθεί από τους κατακτητές και η Πόλη μπροστά στα πόδια τους φλεγόταν παραδομένη στη μοίρα της, μόνο τότε ο Τούρκος Σουλτάνος αναγνωρίζοντας τη γενναιότητά τους και θεωρώντας μάταιο να σπαταλήσει κι άλλους δικούς του στρατιώτες μέχρι να καταβάλει τους σκληροτράχηλους Κρητικούς, τους έδωσε την άδεια να φύγουν ελεύθεροι, με τις οικογένειες και τα υπάρχοντάς τους, όπως είχαν έρθει, έτσι να φύγουν με τα μικρά τους πλεούμενα πίσω στη λεβεντογέννα μάνα Κρήτη…
Να φύγουν για να πολεμήσουν ξανά ίσως… μία άλλη μέρα. Κι αν όχι εκείνοι, αλλά το αίμα τους, οι απόγονοί τους να έχουν την ευκαιρία να πάρουν κάποτε την πολυπόθητη εκδίκησή για το Γένος.
Και όντως, αυτό το αίμα, αυτοί οι απόγονοι ζουν σήμερα στον Καλλικράτη Σφακίων του νομού Χανίων.
Υπάρχει στην επαρχία Σφακίων ένα χωριό με το όνομα Καλλικράτης. κτισμένο στα 750 μέτρα υψόμετρο και ο επισκέπτης στην είσοδο του χωριού συναντά μια πλάκα που τον πληροφορεί ότι το χωριό χρωστά το όνομα του στο Μανούσο Καλλικράτη αρχηγό σώματος 1500 εθελοντών που το Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης.
Το τί απέγιναν αυτοί οι εθελοντές, μας πληροφορεί αρχικά ο ίδιος ο Φραντζής:
«Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες.
Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους.
Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους».
Στην συνέχεια περισσότερες πληροφορίες, μας δίνει ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού.
Χειρόγραφο Βατοπεδίου:
..."Και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρ...χοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε "ότι επειδής - λέγει - ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας..."
Κώδικας της Μονής Αγκαράθου:
"Εις τους αονγ΄, Ιουνίου θ΄ και ημέρα Σαββάτου, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ΄ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ΄ της ημέρας, εσέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. Και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής..."
Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης.
Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός. Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ' Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός.
Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν 3 πύργους, από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.
Οι Κρήτες αυτοί αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των υπερασπιστών.
Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους.
Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή.
Οι ηγέτες των Οθωμανών, που εκτίμησαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν.
Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο . Στα ταξίδι της επιστροφής ένα απο καραβια ναυάγησε στο Αγιο όρος εξ ου και η υπαρξη του χειρόγραφου.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα μαντήλια στην Κρήτη μετά την είδηση της άλωσης, βάφτηκαν μαύρα και μπήκαν κρόσσια, συμβολίζοντας τα δάκρυα των Κρητών για την απώλεια της Πόλης.
Στους εορτασμούς της επιστροφής τους λέγεται ότι χορεύτικε για πρώτη φορά ο "ο «συρτός χανιώτικος », ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών.
Οι αδάμαστοι Κρητικοί πολεμιστές πολεμούσαν μέχρι την τελευταία στιγμή και κανένας δεν μπορούσε να ανέβει στον πύργο τους.
Μόνο όταν πλέον όλα τα υπόλοιπα τείχη γύρω τους είχαν κυριευθεί από τους κατακτητές και η Πόλη μπροστά στα πόδια τους φλεγόταν παραδομένη στη μοίρα της, μόνο τότε ο Τούρκος Σουλτάνος αναγνωρίζοντας τη γενναιότητά τους και θεωρώντας μάταιο να σπαταλήσει κι άλλους δικούς του στρατιώτες μέχρι να καταβάλει τους σκληροτράχηλους Κρητικούς, τους έδωσε την άδεια να φύγουν ελεύθεροι, με τις οικογένειες και τα υπάρχοντάς τους, όπως είχαν έρθει, έτσι να φύγουν με τα μικρά τους πλεούμενα πίσω στη λεβεντογέννα μάνα Κρήτη…
Να φύγουν για να πολεμήσουν ξανά ίσως… μία άλλη μέρα. Κι αν όχι εκείνοι, αλλά το αίμα τους, οι απόγονοί τους να έχουν την ευκαιρία να πάρουν κάποτε την πολυπόθητη εκδίκησή για το Γένος.
Και όντως, αυτό το αίμα, αυτοί οι απόγονοι ζουν σήμερα στον Καλλικράτη Σφακίων του νομού Χανίων.
Υπάρχει στην επαρχία Σφακίων ένα χωριό με το όνομα Καλλικράτης. κτισμένο στα 750 μέτρα υψόμετρο και ο επισκέπτης στην είσοδο του χωριού συναντά μια πλάκα που τον πληροφορεί ότι το χωριό χρωστά το όνομα του στο Μανούσο Καλλικράτη αρχηγό σώματος 1500 εθελοντών που το Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης.
Το τί απέγιναν αυτοί οι εθελοντές, μας πληροφορεί αρχικά ο ίδιος ο Φραντζής:
«Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες.
Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους.
Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους».
Στην συνέχεια περισσότερες πληροφορίες, μας δίνει ένα ολιγοσέλιδο χειρόγραφο του 1460, που βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Μονής Βατοπεδίου Αγίου Όρους και συντάχθηκε με βάση τις διηγήσεις ενός εκ των διασωθέντων Κρητικών, του Πέτρου Κάρχα ή Γραμματικού.
Χειρόγραφο Βατοπεδίου:
..."Και όταν έπεσεν η Πόλη και οι Τούρκοι εμπήκαν μέσα, ως διακόσιες χιλιάδες περίπου Ταχτικοί και Αταχτοι, άλλοι από την Κιρκόπορτα και άλλοι από το ρήγμα του Αγίου Ρωμανού, και όλοι οι πολεμάρ...χοι εγκατέλειψαν τας θέσεις των δια να σωθούν, εις τα πλοία ή οπουδήποτε αλλού, μονάχα η τούρμα της Κρήτης, όσοι εζούσαν, με αρχηγόν τον Καπετάν Γραμματικόν, αν και τραυματισμένον και αυτόν σε πολλά μέρη του κορμιού του, εσκέφτηκεν ότι θα ήτον καλύτερον να μείνει στα πόστα της και να εξακολουθήση να πολεμά μέχρις ότου σκοτωθούν ούλοι, παρά να παραδώσουν τα όπλα. Κι όταν προς το βράδυ πλέον ο Σουλτάνος είδεν και εκατάλαβεν ότι εμείς δεν είχαμε σκοπόν να παραδοθούμε, έστειλεν ένα πασά με δυό αξιωματικούς, που ο ένας εκρατούσε λευκή σημαία και ο άλλος ήταν δραγουμάνος, και μας είπε "ότι επειδής - λέγει - ο Σουλτάνος εκτιμά την αντρειά μας, μας αφήνει ελεύθερους να φύγωμε για το νησί μας, με τα όπλα μας και με ένα από τα καράβια μας..."
Κώδικας της Μονής Αγκαράθου:
"Εις τους αονγ΄, Ιουνίου θ΄ και ημέρα Σαββάτου, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ΄ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ΄ της ημέρας, εσέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. Και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής..."
Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης.
Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός. Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ' Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός.
Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν 3 πύργους, από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.
Οι Κρήτες αυτοί αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των υπερασπιστών.
Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους.
Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή.
Οι ηγέτες των Οθωμανών, που εκτίμησαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν.
Οι Κρήτες, συντεταγμένοι και με την υπερηφάνεια εκείνου που δεν ηττήθηκε από υπέρτερους εχθρούς, μπήκαν στα δύο πλοία τους που ήταν αγκυροβολημένα κοντά στα κάστρα και αναχώρησαν για τη Μεγαλόνησο . Στα ταξίδι της επιστροφής ένα απο καραβια ναυάγησε στο Αγιο όρος εξ ου και η υπαρξη του χειρόγραφου.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα μαντήλια στην Κρήτη μετά την είδηση της άλωσης, βάφτηκαν μαύρα και μπήκαν κρόσσια, συμβολίζοντας τα δάκρυα των Κρητών για την απώλεια της Πόλης.
Στους εορτασμούς της επιστροφής τους λέγεται ότι χορεύτικε για πρώτη φορά ο "ο «συρτός χανιώτικος », ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών.