Πώς ο ανθρώπινος πολιτισμός επηρεάζει τα γονίδια
Ο τρόπος με τον οποίο τρεφόμαστε, ανακαλύπτουμε τον κόσμο και αλληλεπιδρούμε με τους άλλους μπορεί να επηρεάσει τα γονίδιά μας.
Στο πέρασμα των χρόνων το ανθρώπινο είδος εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο περιβάλλον του και απ’ ό,τι φαίνεται… δεν τα έχει πάει και πολύ άσχημα.
Πώς όμως μπορεί η σύγχρονη κοινωνία να επηρεάσει τα παιδιά του μέλλοντος (και κατά συνέπεια… τον άνθρωπο του μέλλοντος);
Ο άνθρωπος, για παράδειγμα, δε θα έπρεπε να είναι σε θέση να πίνει γάλα. Οι πρόγονοί του τουλάχιστον δε μπορούσαν, γράφει ο Jason G Goldman στο BBC. Η ικανότητα αυτή εμφανίστηκε στο ανθρώπινο είδος πριν από περίπου 9.000 χρόνια, όταν οι πρόγονοί μας κατάφεραν να πιουν γάλα χωρίς να αρρωσταίνουν.
Κι αν τα παιδιά μπορούσαν να το κάνουν (μητρικός θηλασμός), οι ενήλικες απέκτησαν την ικανότητα να μπορούν να χωνεύουν το γάλα μόνο όταν στράφηκαν προς τη γαλακτοκομία.
Φαίνεται ότι οι πολιτισμοί που έχουν ιστορία με τη… γαλακτοκομία, εμφανίζουν πιο υψηλά ποσοστά ανοχής στη λακτόζη –και κατά συνέπεια του γονιδίου που σχετίζεται με αυτήν- σε σχέση με όσους δεν ανέπτυξαν και τόσο την γαλακτοκομική παραγωγή.
Η κατανάλωση του γάλακτος αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι παραδόσεις και οι πολιτιστικές πρακτικές μπορούν να επηρεάσουν την πορεία εξέλιξης του ανθρώπινου είδους.
Παραδοσιακά, ο πολιτισμός και γενετική θεωρούνταν ως δύο ανεξάρτητες πορείες, όμως οι ερευνητές αρχίζουν να συνειδητοποιούν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο υπάρχει μια άρρηκτη σχέση και πως το ένα επηρεάζει τη φυσική πρόοδο του άλλου.
Οι επιστήμονες το αποκαλούν «συνεξέλιξη γονιδίων-πολιτισμού».
Για ποιο λόγο είναι σημαντικό όμως αυτό;
Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς οι πολιτιστικές επιρροές επιδρούν επάνω στο γενετικό μας κώδικα, και πώς οι ίδιες διαδικασίες βρίσκουν εφαρμογή και σε άλλα πλάσματα, τότε θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε καλύτερα πώς ο τρόπος με τον οποίο δρούμε ως κοινωνία στις μέρες μας, θα μπορούσε να επηρεάσει το μέλλον μας.
Ένα άλλο παράδειγμα του πώς ο πολιτισμός επηρεάζει τα γονίδιά μας, είναι και αυτός της καλλιέργειας γιαμ και της αντίστασης στην ελονοσία.
Στις περισσότερες περιοχές της Αφρικής, οι λαοί δίνουν «μάχη» με την ελονοσία. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, το 2010 καταγράφηκαν περίπου 219 εκατομμύρια περιστατικά ελονοσίας σε όλον τον κόσμο και τα 660.000 επέφεραν το θάνατο στους ασθενείς. Πάνω από το 90% αυτών ζούσαν στην Αφρική.
Υπάρχουν όμως ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν ένα φυσικό μηχανισμό άμυνας. Τα ερυθρά αιμοσφαίριά τους -που συνήθως έχουν σχήμα πεπλατυσμένου δίσκου- έχουν σχήμα ημισελήνου ή δρεπανοκυτταρικό. Λόγω του περίεργου αυτού σχήματος των ερυθρών αιμοσφαιρίων, μπορεί να προκληθεί απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πόνο και βλάβες στα όργανα. Όμως, λόγω μιας βιολογικής ιδιορρυθμίας, το γονίδιο της δρεπανοκυτταρικής μπορεί να δρα προστατευτικά έναντι της ελονοσίας.
Έτσι, σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπου τα ποσοστά εμφάνισης ελονοσίας είναι πολύ υψηλά (όπως η Αφρική), η φυσική επιλογή μπορεί να ευνοεί τα δρεπανοειδή κύτταρα.
Οι κοινότητες που καλλιεργούν γιαμ εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά να έχουν το γονίδιο της δρεπανοκυτταρικής, συγκριτικά με άλλες στην ίδια περιοχή, που ακολουθούν όμως διαφορετικές γεωργικές πρακτικές.
Προκειμένου να μπορέσουν να προχωρήσουν στην καλλιέργεια του γιαμ, οι κοινότητες έπρεπε να κόψουν δέντρα. «Η αφαίρεση των δέντρων είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό του στάσιμου νερού όταν έβρεχε, κάτι που παρείχε με τη σειρά του ‘γόνιμο έδαφος’ αναπαραγωγής για τα κουνούπια-φορείς της ελονοσίας» σύμφωνα με τον βιολόγο του πανεπιστημίου του St Andrews, Kevin Laland.
Περισσότερα κουνούπια σημαίνουν πιο πολλή ελονοσία, κάτι που με τη σειρά του δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για προσαρμογή των δρεπανοκυτταρικών γονιδίων.
Έτσι, ενώ η δρεπανοκυτταρική αναιμία προστατεύει έναντι της ελονοσίας, αυτό που επέτρεψε στην εξελικτική διαδικασία να «ενεργήσει» ήταν η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της καλλιέργειας του γιαμ.
Βέβαια, δεν είναι όλα τα παραδείγματα συνεξέλιξης πολιτισμού και γονιδίων το ίδιο ευεργετικά.
Οι Πολυνήσιοι, για παράδειγμα, εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως σε διαβήτη τύπου ΙΙ.
Μια ομάδα ερευνητών ανακάλυψε ότι οι Πολυνήσιοι εμφανίζουν ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα στην παραλλαγή ενός γονιδίου που ονομάζεται PPARGC1A και πιστεύουν ότι αυτό ευθύνεται για τα υψηλά ποσοστά διαβήτη τύπου ΙΙ, ή πως αυτό τουλάχιστον ίσχυε σε πολύ μεγάλο βαθμό στο παρελθόν.
Οι ερευνητές εκτιμούν ακόμη ότι αυτό σχετίζεται με την εξερευνητική φύση των προγόνων τους. Οι Πολυνήσιοι ήταν πολύ δεινοί εξερευνητές και έκαναν μακρινά ταξίδια στον ωκεανό, κατά τη διάρκεια των οποίων αντιμετώπιζαν δυσκολίες όπως έλλειψη τροφής και πείνα καθώς και δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες. Αυτό μπορεί να ενθάρρυνε το «λιτό μεταβολισμό», ο οποίος επιτρέπει στον οργανισμό του ανθρώπου να δημιουργεί αποθέματα λίπους πιο γρήγορα όταν βρίσκει φαγητό.
Η φυσική επιλογή μπορεί να αύξησε τη συχνότητα των συσχετιζόμενων παραλλαγών γονιδίων μεταξύ τους. Όμως, το είδος του μεταβολισμού που ενδεχομένως να ήταν χρήσιμος στους εξερευνητές εκείνης της εποχής, μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου ΙΙ στις σύγχρονες κοινωνίες.
Έτσι, οι σύγχρονοι Πολυνήσιοι μπορεί να έχουν κληρονομήσει μια ευαισθησία στο διαβήτη τύπου ΙΙ, όχι επειδή κάνουν καθιστική ζωή, αλλά επειδή οι πρόγονοί τους αποφάσισαν να… μπουν μέσα σε μερικά κανό και να εξερευνήσουν τον πλανήτη!
Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον
Οι πολιτιστικές επιδράσεις στην εξέλιξη του ανθρώπου μπορεί να συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς, όμως στην παρούσα φάση είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει κανείς πώς και τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον.
Τι είδους γενετικές προσαρμογές θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής κοινωνίας στην οποία ζούμε; Οι προσαρμογές αυτές θα έχουν παγκόσμια εφαρμογή, ή μόνο ανάμεσα στις κοινωνίες που έχει αναπτυχθεί και υιοθετηθεί η τεχνολογία;
Πώς θα επηρεάσουν οι διεπαφές ανθρώπων-μηχανών, όπως τα ρομποτικά προσθετικά ή νευρωνικά εμφυτεύματα, τα γονίδιά μας; Μήπως η τάση προς βίαια σπορ σε ορισμένες κοινωνίες οδηγήσουν σε τέτοιου είδους γονιδιακές προσαρμογές, που ο άνθρωπος να μπορεί να παραμένει προστατευμένος έναντι τραυμάτων στο κεφάλι;
Και ποιες ερωτήσεις, που τώρα δε μας περνάνε καν από το μυαλό, θα πρέπει να αρχίσουμε να… αναρωτιόμαστε;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η γενετική και ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Η δυσκολία έγκειται στο να αναγνωρίσουμε και να καταλάβουμε πώς το ένα επηρεάζει το άλλο.
Στο πέρασμα των χρόνων το ανθρώπινο είδος εξελίχθηκε και προσαρμόστηκε ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούσαν στο περιβάλλον του και απ’ ό,τι φαίνεται… δεν τα έχει πάει και πολύ άσχημα.
Πώς όμως μπορεί η σύγχρονη κοινωνία να επηρεάσει τα παιδιά του μέλλοντος (και κατά συνέπεια… τον άνθρωπο του μέλλοντος);
Ο άνθρωπος, για παράδειγμα, δε θα έπρεπε να είναι σε θέση να πίνει γάλα. Οι πρόγονοί του τουλάχιστον δε μπορούσαν, γράφει ο Jason G Goldman στο BBC. Η ικανότητα αυτή εμφανίστηκε στο ανθρώπινο είδος πριν από περίπου 9.000 χρόνια, όταν οι πρόγονοί μας κατάφεραν να πιουν γάλα χωρίς να αρρωσταίνουν.
Κι αν τα παιδιά μπορούσαν να το κάνουν (μητρικός θηλασμός), οι ενήλικες απέκτησαν την ικανότητα να μπορούν να χωνεύουν το γάλα μόνο όταν στράφηκαν προς τη γαλακτοκομία.
Φαίνεται ότι οι πολιτισμοί που έχουν ιστορία με τη… γαλακτοκομία, εμφανίζουν πιο υψηλά ποσοστά ανοχής στη λακτόζη –και κατά συνέπεια του γονιδίου που σχετίζεται με αυτήν- σε σχέση με όσους δεν ανέπτυξαν και τόσο την γαλακτοκομική παραγωγή.
Η κατανάλωση του γάλακτος αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο οι παραδόσεις και οι πολιτιστικές πρακτικές μπορούν να επηρεάσουν την πορεία εξέλιξης του ανθρώπινου είδους.
Παραδοσιακά, ο πολιτισμός και γενετική θεωρούνταν ως δύο ανεξάρτητες πορείες, όμως οι ερευνητές αρχίζουν να συνειδητοποιούν σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, ότι ανάμεσα σε αυτά τα δύο υπάρχει μια άρρηκτη σχέση και πως το ένα επηρεάζει τη φυσική πρόοδο του άλλου.
Οι επιστήμονες το αποκαλούν «συνεξέλιξη γονιδίων-πολιτισμού».
Για ποιο λόγο είναι σημαντικό όμως αυτό;
Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε πώς οι πολιτιστικές επιρροές επιδρούν επάνω στο γενετικό μας κώδικα, και πώς οι ίδιες διαδικασίες βρίσκουν εφαρμογή και σε άλλα πλάσματα, τότε θα είμαστε σε θέση να καταλάβουμε καλύτερα πώς ο τρόπος με τον οποίο δρούμε ως κοινωνία στις μέρες μας, θα μπορούσε να επηρεάσει το μέλλον μας.
Ένα άλλο παράδειγμα του πώς ο πολιτισμός επηρεάζει τα γονίδιά μας, είναι και αυτός της καλλιέργειας γιαμ και της αντίστασης στην ελονοσία.
Στις περισσότερες περιοχές της Αφρικής, οι λαοί δίνουν «μάχη» με την ελονοσία. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ, το 2010 καταγράφηκαν περίπου 219 εκατομμύρια περιστατικά ελονοσίας σε όλον τον κόσμο και τα 660.000 επέφεραν το θάνατο στους ασθενείς. Πάνω από το 90% αυτών ζούσαν στην Αφρική.
Υπάρχουν όμως ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι φαίνεται πως έχουν ένα φυσικό μηχανισμό άμυνας. Τα ερυθρά αιμοσφαίριά τους -που συνήθως έχουν σχήμα πεπλατυσμένου δίσκου- έχουν σχήμα ημισελήνου ή δρεπανοκυτταρικό. Λόγω του περίεργου αυτού σχήματος των ερυθρών αιμοσφαιρίων, μπορεί να προκληθεί απόφραξη των αιμοφόρων αγγείων, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε πόνο και βλάβες στα όργανα. Όμως, λόγω μιας βιολογικής ιδιορρυθμίας, το γονίδιο της δρεπανοκυτταρικής μπορεί να δρα προστατευτικά έναντι της ελονοσίας.
Έτσι, σε ορισμένες περιοχές του κόσμου, όπου τα ποσοστά εμφάνισης ελονοσίας είναι πολύ υψηλά (όπως η Αφρική), η φυσική επιλογή μπορεί να ευνοεί τα δρεπανοειδή κύτταρα.
Οι κοινότητες που καλλιεργούν γιαμ εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά να έχουν το γονίδιο της δρεπανοκυτταρικής, συγκριτικά με άλλες στην ίδια περιοχή, που ακολουθούν όμως διαφορετικές γεωργικές πρακτικές.
Προκειμένου να μπορέσουν να προχωρήσουν στην καλλιέργεια του γιαμ, οι κοινότητες έπρεπε να κόψουν δέντρα. «Η αφαίρεση των δέντρων είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό του στάσιμου νερού όταν έβρεχε, κάτι που παρείχε με τη σειρά του ‘γόνιμο έδαφος’ αναπαραγωγής για τα κουνούπια-φορείς της ελονοσίας» σύμφωνα με τον βιολόγο του πανεπιστημίου του St Andrews, Kevin Laland.
Περισσότερα κουνούπια σημαίνουν πιο πολλή ελονοσία, κάτι που με τη σειρά του δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες για προσαρμογή των δρεπανοκυτταρικών γονιδίων.
Έτσι, ενώ η δρεπανοκυτταρική αναιμία προστατεύει έναντι της ελονοσίας, αυτό που επέτρεψε στην εξελικτική διαδικασία να «ενεργήσει» ήταν η ανθρώπινη παρέμβαση μέσω της καλλιέργειας του γιαμ.
Βέβαια, δεν είναι όλα τα παραδείγματα συνεξέλιξης πολιτισμού και γονιδίων το ίδιο ευεργετικά.
Οι Πολυνήσιοι, για παράδειγμα, εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά παγκοσμίως σε διαβήτη τύπου ΙΙ.
Μια ομάδα ερευνητών ανακάλυψε ότι οι Πολυνήσιοι εμφανίζουν ιδιαίτερα υψηλή συχνότητα στην παραλλαγή ενός γονιδίου που ονομάζεται PPARGC1A και πιστεύουν ότι αυτό ευθύνεται για τα υψηλά ποσοστά διαβήτη τύπου ΙΙ, ή πως αυτό τουλάχιστον ίσχυε σε πολύ μεγάλο βαθμό στο παρελθόν.
Οι ερευνητές εκτιμούν ακόμη ότι αυτό σχετίζεται με την εξερευνητική φύση των προγόνων τους. Οι Πολυνήσιοι ήταν πολύ δεινοί εξερευνητές και έκαναν μακρινά ταξίδια στον ωκεανό, κατά τη διάρκεια των οποίων αντιμετώπιζαν δυσκολίες όπως έλλειψη τροφής και πείνα καθώς και δυσμενείς κλιματολογικές συνθήκες. Αυτό μπορεί να ενθάρρυνε το «λιτό μεταβολισμό», ο οποίος επιτρέπει στον οργανισμό του ανθρώπου να δημιουργεί αποθέματα λίπους πιο γρήγορα όταν βρίσκει φαγητό.
Η φυσική επιλογή μπορεί να αύξησε τη συχνότητα των συσχετιζόμενων παραλλαγών γονιδίων μεταξύ τους. Όμως, το είδος του μεταβολισμού που ενδεχομένως να ήταν χρήσιμος στους εξερευνητές εκείνης της εποχής, μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία και διαβήτη τύπου ΙΙ στις σύγχρονες κοινωνίες.
Έτσι, οι σύγχρονοι Πολυνήσιοι μπορεί να έχουν κληρονομήσει μια ευαισθησία στο διαβήτη τύπου ΙΙ, όχι επειδή κάνουν καθιστική ζωή, αλλά επειδή οι πρόγονοί τους αποφάσισαν να… μπουν μέσα σε μερικά κανό και να εξερευνήσουν τον πλανήτη!
Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον
Οι πολιτιστικές επιδράσεις στην εξέλιξη του ανθρώπου μπορεί να συνεχίζονται με εντατικούς ρυθμούς, όμως στην παρούσα φάση είναι σχεδόν αδύνατο να προβλέψει κανείς πώς και τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον.
Τι είδους γενετικές προσαρμογές θα προκύψουν ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής κοινωνίας στην οποία ζούμε; Οι προσαρμογές αυτές θα έχουν παγκόσμια εφαρμογή, ή μόνο ανάμεσα στις κοινωνίες που έχει αναπτυχθεί και υιοθετηθεί η τεχνολογία;
Πώς θα επηρεάσουν οι διεπαφές ανθρώπων-μηχανών, όπως τα ρομποτικά προσθετικά ή νευρωνικά εμφυτεύματα, τα γονίδιά μας; Μήπως η τάση προς βίαια σπορ σε ορισμένες κοινωνίες οδηγήσουν σε τέτοιου είδους γονιδιακές προσαρμογές, που ο άνθρωπος να μπορεί να παραμένει προστατευμένος έναντι τραυμάτων στο κεφάλι;
Και ποιες ερωτήσεις, που τώρα δε μας περνάνε καν από το μυαλό, θα πρέπει να αρχίσουμε να… αναρωτιόμαστε;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η γενετική και ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι δύο ξεχωριστά πράγματα. Η δυσκολία έγκειται στο να αναγνωρίσουμε και να καταλάβουμε πώς το ένα επηρεάζει το άλλο.