Χρυσούλα Παλιαδέλη: «Ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο»
Στους Έλληνες και ξένους συναδέλφους της - που έχουν κατά καιρούς αμφισβητήσει τα επιστημονικά συμπεράσματα του Μανόλη Ανδρόνικου - η καθηγήτρια αρχαιολογίας του ΑΠΘ (και ευρωβουλευτής) Χρυσούλα Παλιαδέλη, ως επικεφαλής της πανεπιστημιακής ανασκαφής, θέλησε να απαντήσει με νέα στοιχεία που αφορούν τον βασιλικό τάφο της Βεργίνας. Επανεξετάζοντας τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα και επανεκτιμώντας τις παλιότερες έρευνες με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων, η Χρυσούλα Παλιαδέλη, δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβητήσεις και επιμένει ότι ο βασιλικός τάφος της Βεργίνας ανήκει στον βασιλιά Φίλιππο.
Τριάντα εφτά χρόνια μετά την μνημειώδη ανακάλυψη του αείμνηστου καθηγητή της Μανόλη Ανδρόνικου, η διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα καθηγήτρια αρχαιολογίας του ΑΠΘ (και ευρωβουλευτής) καταλήγει:
«Για το νεκρό του θαλάμου τα νέα πορίσματα οδηγούν σε ακριβέστερο καθορισμό της ηλικίας του (41-49 ετών), και εντοπίζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, χρόνιες παθήσεις και δείκτες δραστηριότητας που υποδεικνύουν μεσήλικο άνδρα με έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα.
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές αλλοιώσεις στα οστά του -που βεβαιώνουν πως ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά το θάνατό του- αποδυναμώνουν τη θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο και ενισχύουν, αντίθετα, την απόδοση του τάφου στον Φίλιππο Β΄» υποστηρίζει στην εισήγησή της με τίτλο
«Σκελετικό υλικό από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας - Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στα ανθρωπολογικά δεδομένα», η καθηγήτρια κ. Παλιαδέλη στο πλαίσιο του 27ού αρχαιολογικού συνεδρίου που άρχισε σήμερα στην αίθουσα τελετών της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη.
Και μπορεί η πανεπιστημιακή ανασκαφή στη Βεργίνα να έχει ουσιαστικά διακοπεί λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, οι επιστήμονες όμως βρήκαν «το χρόνο» της μελέτης των ευρημάτων τους.
«Η επιστροφή στην επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διεπιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην επανεκτίμηση παλαιότερων ερευνών, με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων.
Στόχος είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα υποστηρίζεται από τρισδιάστατη ηλεκτρονική σάρωση, και θα παράσχει στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη δυνατότητα να μελετήσει ένα ευαίσθητο και πολύτιμο υλικό χωρίς να διακινδυνεύσει τη φθορά του» υποστηρίζει η Χρυσούλα Παλιαδέλη και συμπληρώνει πως «η ανθρωπολογική έρευνα των δύο σκελετικών συνόλων από τον θάλαμο και τον προθάλαμο του τάφου ΙΙ που κατέγραψε 350 οστά και θραύσματα, συνοδεύεται από 3.000 έγχρωμες ψηφιακές φωτογραφίες και υποστηρίχτηκε από αξονικές τομογραφίες, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM) και φθορισμομετρία ακτινών Χ (XRF) που εντόπισαν πάνω στα οστά και άλλα υλικά, όπως πορφύρα και χουντίτη, που ανήκουν σε άγνωστο μέχρι στιγμής αντικείμενο».
Όσον αφορά τη «νεκρή του προθαλάμου» όπως υποστήριξε στην ανακοίνωσή της που εκφωνήθηκε σήμερα το απόγευμα στο πλαίσιο του αρχαιολογικού συνεδρίου, η κ. Παλιαδέλη, “νέες παρατηρήσεις σε οστά που δεν είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν προσδιορίζουν με ακρίβεια πλέον, την ηλικία της (30-34 ετών), που αποκλείει οριστικά τρεις από τις πιθανές ταυτίσεις που έχουν μέχρις στιγμής προταθεί για την ταυτότητά της (Κλεοπάτρα και Μήδα, γυναίκες του Φιλίππου Β΄ και Αδέα/Ευρυδίκη, γυναίκα του Φιλίππου Γ΄ Αριδαίου).
Μορφολογικές αλλοιώσεις βεβαιώνουν πως η νεκρή κάηκε, όπως κι ο νεκρός του θαλάμου, αμέσως μετά το θάνατό της, ενώ οι δείκτες ιππικής δραστηριότητας δηλώνουν πως ίππευε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ένα κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης που προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου της ανήκει και πως το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού που βρέθηκε στο χώρο ταφής της είναι δικός της».
«Τα δεδομένα αυτά, καταλήγει η Χρυσούλα Παλιαδέλη “ενισχύουν την παλιά υπόθεση του N.G.L. Hammond για την ταύτιση της νεκρής με μιαν άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς βεβαίως να αποκλείουν το ενδεχόμενο στη νεκρή του προθαλάμου να αναγνωρίσουμε την Αυδάτα, γυναίκα του Φιλίππου Β΄ από την Ιλλυρία».
«Το σημαντικότερο όμως συμπέρασμα της έρευνας» δηλώνει η επικεφαλής της πανεπιστημιακής ανασκαφής στο Αθηναϊκό Πρακτορείο «αφορά στην ενίσχυση όχι μόνον από αρχαιολογική αλλά και από ανθρωπολογική άποψη ότι ο τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο Β’ και τη χρονολόγησή του θανάτου του το 336 π.Χ.».
Στο μεταξύ, «επιστημονικά τολμηρές» υποθέσεις για την αποκάλυψη πέντε νέων βασιλικών τάφων τους οποίους μάλιστα αποδίδει υποθετικά σε μέλη της δυναστείας των Τημενιδών- ακόμα και στον ίδιο τον βασιλιά Κάσσανδρο (σύζυγο της Θεσσαλονίκης- αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου) ή σ' έναν από τους γιους του”, έκανε στη διάρκεια της εισήγησής της σήμερα το απόγευμα στο αρχαιολογικό συνέδριο του ΑΠΘ η διευθύντρια της ΙΖ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων Αγγελική Κοτταρίδη.
Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ανάπλαση - ανάδειξη της βασιλικής Νεκρόπολης των Αιγών. Προστασία και ανάδειξη του νεκροταφείου των τύμβων και της ταφικής συστάδας των Τημενιδών” η κ. Κοτταρίδη ανακοίνωσε ότι συνολικά βρέθηκαν (από το 1996 μέχρι σήμερα) είκοσι (20) τάφοι που χρονολογούνται από τα αρχαϊκά (α΄ μισό του 6ου αι.) μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου- αρχές 3ου αι. π.Χ.).
«Ερευνούμε την συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου των τύμβων και σημαδεύει την πορεία του αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε από την βορειοδυτική πύλη της πόλης -όπου η ταφική συστάδα των βασιλισσών- προς την περιοχή που θάφτηκε ο Φίλιππος Β ΄ και ο Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης για την ταύτιση του τάφου του οποίου κανείς ως τώρα δεν έχει διατυπώσει κάποια αντίρρηση» δήλωσε η κ.Κοτταρίδη συμπληρώνοντας αναφερόμενη σε άλλο τάφο: “Άφθονη κεραμική, κυρίως κομψές λευκές λήκυθοι, τα χαρακτηριστικά ελαιοδοχεία των νεκρικών τελετών, χρονολογούν το σύνολο γύρω στο 420-410 π.Χ., ενώ ένα σιδερένιο ξίφος που ξέφυγε από τους τυμβωρύχους μαρτυρά ότι ο τάφος ανήκει σε έναν πολεμιστή, ίσως τον βασιλιά Περδίκκα Β΄ (454-413 π.Χ.) που χρειάστηκε σκληρούς αγώνες για να διατηρήσει το βασίλειό του ανεξάρτητο μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού πολέμου»
«Μολονότι οι τάφοι είναι όλοι συλημένοι, η παρουσία καταλοίπων εντυπωσιακών ταφικών πυρών με πλούσια αφιερώματα (Αγγεία και όπλα) που ανακαλούν περιγραφές των ομηρικών επών αλλά και το μέγεθος και την μορφή των ίδιων των μνημείων μας οδήγησαν στη σύνδεση με την οικογένεια των Τημενιδών».
Οι ανασκαφές της ΙΖ Εφορείας Προιστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων των οποίων προΐσταται η κ. Κοτταρίδη χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του έργου ΕΣΠΑ.
Τριάντα εφτά χρόνια μετά την μνημειώδη ανακάλυψη του αείμνηστου καθηγητή της Μανόλη Ανδρόνικου, η διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα καθηγήτρια αρχαιολογίας του ΑΠΘ (και ευρωβουλευτής) καταλήγει:
«Για το νεκρό του θαλάμου τα νέα πορίσματα οδηγούν σε ακριβέστερο καθορισμό της ηλικίας του (41-49 ετών), και εντοπίζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, χρόνιες παθήσεις και δείκτες δραστηριότητας που υποδεικνύουν μεσήλικο άνδρα με έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα.
Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές αλλοιώσεις στα οστά του -που βεβαιώνουν πως ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά το θάνατό του- αποδυναμώνουν τη θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο και ενισχύουν, αντίθετα, την απόδοση του τάφου στον Φίλιππο Β΄» υποστηρίζει στην εισήγησή της με τίτλο
«Σκελετικό υλικό από τους βασιλικούς τάφους της Βεργίνας - Ερμηνευτικές προσεγγίσεις στα ανθρωπολογικά δεδομένα», η καθηγήτρια κ. Παλιαδέλη στο πλαίσιο του 27ού αρχαιολογικού συνεδρίου που άρχισε σήμερα στην αίθουσα τελετών της παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ στη Θεσσαλονίκη.
Και μπορεί η πανεπιστημιακή ανασκαφή στη Βεργίνα να έχει ουσιαστικά διακοπεί λόγω έλλειψης χρηματοδότησης, οι επιστήμονες όμως βρήκαν «το χρόνο» της μελέτης των ευρημάτων τους.
«Η επιστροφή στην επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διεπιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην επανεκτίμηση παλαιότερων ερευνών, με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων.
Στόχος είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα υποστηρίζεται από τρισδιάστατη ηλεκτρονική σάρωση, και θα παράσχει στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη δυνατότητα να μελετήσει ένα ευαίσθητο και πολύτιμο υλικό χωρίς να διακινδυνεύσει τη φθορά του» υποστηρίζει η Χρυσούλα Παλιαδέλη και συμπληρώνει πως «η ανθρωπολογική έρευνα των δύο σκελετικών συνόλων από τον θάλαμο και τον προθάλαμο του τάφου ΙΙ που κατέγραψε 350 οστά και θραύσματα, συνοδεύεται από 3.000 έγχρωμες ψηφιακές φωτογραφίες και υποστηρίχτηκε από αξονικές τομογραφίες, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM) και φθορισμομετρία ακτινών Χ (XRF) που εντόπισαν πάνω στα οστά και άλλα υλικά, όπως πορφύρα και χουντίτη, που ανήκουν σε άγνωστο μέχρι στιγμής αντικείμενο».
Όσον αφορά τη «νεκρή του προθαλάμου» όπως υποστήριξε στην ανακοίνωσή της που εκφωνήθηκε σήμερα το απόγευμα στο πλαίσιο του αρχαιολογικού συνεδρίου, η κ. Παλιαδέλη, “νέες παρατηρήσεις σε οστά που δεν είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν προσδιορίζουν με ακρίβεια πλέον, την ηλικία της (30-34 ετών), που αποκλείει οριστικά τρεις από τις πιθανές ταυτίσεις που έχουν μέχρις στιγμής προταθεί για την ταυτότητά της (Κλεοπάτρα και Μήδα, γυναίκες του Φιλίππου Β΄ και Αδέα/Ευρυδίκη, γυναίκα του Φιλίππου Γ΄ Αριδαίου).
Μορφολογικές αλλοιώσεις βεβαιώνουν πως η νεκρή κάηκε, όπως κι ο νεκρός του θαλάμου, αμέσως μετά το θάνατό της, ενώ οι δείκτες ιππικής δραστηριότητας δηλώνουν πως ίππευε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ένα κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης που προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου της ανήκει και πως το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού που βρέθηκε στο χώρο ταφής της είναι δικός της».
«Τα δεδομένα αυτά, καταλήγει η Χρυσούλα Παλιαδέλη “ενισχύουν την παλιά υπόθεση του N.G.L. Hammond για την ταύτιση της νεκρής με μιαν άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς βεβαίως να αποκλείουν το ενδεχόμενο στη νεκρή του προθαλάμου να αναγνωρίσουμε την Αυδάτα, γυναίκα του Φιλίππου Β΄ από την Ιλλυρία».
«Το σημαντικότερο όμως συμπέρασμα της έρευνας» δηλώνει η επικεφαλής της πανεπιστημιακής ανασκαφής στο Αθηναϊκό Πρακτορείο «αφορά στην ενίσχυση όχι μόνον από αρχαιολογική αλλά και από ανθρωπολογική άποψη ότι ο τάφος ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο Β’ και τη χρονολόγησή του θανάτου του το 336 π.Χ.».
Στο μεταξύ, «επιστημονικά τολμηρές» υποθέσεις για την αποκάλυψη πέντε νέων βασιλικών τάφων τους οποίους μάλιστα αποδίδει υποθετικά σε μέλη της δυναστείας των Τημενιδών- ακόμα και στον ίδιο τον βασιλιά Κάσσανδρο (σύζυγο της Θεσσαλονίκης- αδελφής του Μεγάλου Αλεξάνδρου) ή σ' έναν από τους γιους του”, έκανε στη διάρκεια της εισήγησής της σήμερα το απόγευμα στο αρχαιολογικό συνέδριο του ΑΠΘ η διευθύντρια της ΙΖ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων Αγγελική Κοτταρίδη.
Στην ανακοίνωσή της με τίτλο «Ανάπλαση - ανάδειξη της βασιλικής Νεκρόπολης των Αιγών. Προστασία και ανάδειξη του νεκροταφείου των τύμβων και της ταφικής συστάδας των Τημενιδών” η κ. Κοτταρίδη ανακοίνωσε ότι συνολικά βρέθηκαν (από το 1996 μέχρι σήμερα) είκοσι (20) τάφοι που χρονολογούνται από τα αρχαϊκά (α΄ μισό του 6ου αι.) μέχρι τα πρώιμα ελληνιστικά χρόνια (τέλος 4ου- αρχές 3ου αι. π.Χ.).
«Ερευνούμε την συστάδα των Τημενιδών που βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του νεκροταφείου των τύμβων και σημαδεύει την πορεία του αρχαίου δρόμου, ο οποίος οδηγούσε από την βορειοδυτική πύλη της πόλης -όπου η ταφική συστάδα των βασιλισσών- προς την περιοχή που θάφτηκε ο Φίλιππος Β ΄ και ο Αλέξανδρος Δ΄, ο γιος του Μεγαλέξανδρου και της Ρωξάνης για την ταύτιση του τάφου του οποίου κανείς ως τώρα δεν έχει διατυπώσει κάποια αντίρρηση» δήλωσε η κ.Κοτταρίδη συμπληρώνοντας αναφερόμενη σε άλλο τάφο: “Άφθονη κεραμική, κυρίως κομψές λευκές λήκυθοι, τα χαρακτηριστικά ελαιοδοχεία των νεκρικών τελετών, χρονολογούν το σύνολο γύρω στο 420-410 π.Χ., ενώ ένα σιδερένιο ξίφος που ξέφυγε από τους τυμβωρύχους μαρτυρά ότι ο τάφος ανήκει σε έναν πολεμιστή, ίσως τον βασιλιά Περδίκκα Β΄ (454-413 π.Χ.) που χρειάστηκε σκληρούς αγώνες για να διατηρήσει το βασίλειό του ανεξάρτητο μέσα στη δίνη του Πελοποννησιακού πολέμου»
«Μολονότι οι τάφοι είναι όλοι συλημένοι, η παρουσία καταλοίπων εντυπωσιακών ταφικών πυρών με πλούσια αφιερώματα (Αγγεία και όπλα) που ανακαλούν περιγραφές των ομηρικών επών αλλά και το μέγεθος και την μορφή των ίδιων των μνημείων μας οδήγησαν στη σύνδεση με την οικογένεια των Τημενιδών».
Οι ανασκαφές της ΙΖ Εφορείας Προιστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων των οποίων προΐσταται η κ. Κοτταρίδη χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του έργου ΕΣΠΑ.