ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Απόκρουση πρώτης αραβικής επίθεσης στην Κων/πολη

Το 661 μ.Χ. ο νέος χαλίφης Μωαβίας έμεινε ο απόλυτος κύριος του Αραβικού χαλιφάτου μετά την εξουδετέρωση του ανταγωνιστή του, Αλή. Κατέστησε τη Δαμασκό πρωτεύουσα του, ενώ η Συρία έγινε το νέο κέντρο του ισλαμικού κόσμου. Οι πολιτισμένοι πληθυσμοί εξισλαμισμένοι χριστιανοί της Συρίας-Παλαιστίνης και της Αιγύπτου έγιναν οι κύριοι υποστηρικτές της νέας χαλιφικής δυναστείας των Ομεϋαδών (661-750) την οποία ίδρυσε ο Μωαβίας. Επίσημη γλώσσα της διοίκησης και του κράτους παρέμεινε η ελληνική της παλαιάς ρωμαϊκής εξουσίας. Ο Μωαβίας στηρίχθηκε για τη διοίκηση στους παλαιούς βυζαντινούς αξιωματούχους, επειδή οι Άραβες του δεν είχαν ακόμη την απαιτούμενη εμπειρία σε θέματα διακυβέρνησης.

Με το κέντρο του στη Συρία και με ελληνική γλώσσα και διοικητική υποδομή, το χαλιφάτο των Ομεϋαδών ομοίαζε πολύ με ένα επαυξημένο σελευκιδικό Βασίλειο.

Το πολιτικοστρατιωτικό στήριγμα των Ομεϋαδών αποτελούσαν οι προϊσλαμικοί τοπικοί Άραβες της Συρίας-Παλαιστίνης (Ιτουραίοι, Παλμυρηνοί, Γασανίδες κ.ά.), οι οποίοι είχαν πλέον εξισλαμισθεί.

Μετά την αναγόρευση του Μωαβία ως χαλίφη, οι αραβικές δυνάμεις κινήθηκαν πάλι εναντίον του Βυζαντίου, ακολουθώντας δύο κατευθύνσεις επίθεσης.

Ένα μέρος τους διενεργούσε ολέθριες επιδρομές στη Μικρά Ασία, ενώ άλλα σώματα επιτέθηκαν στο Βυζαντινό Εξαρχάτο της Αφρικής.

Ένα προς ένα τα βυζαντινά οχυρά και οι φυλές των Νουμιδών και των Μαυρουσίων υποτάχθηκαν στους Άραβες.

Το τελευταίο αφρικανικό οχυρό της Αυτοκρατορίας, το Σέπτο στις Ηράκλειες Στήλες (στενά του Γιβραλτάρ), κατακτήθηκε από τους μουσουλμάνους περί το 709-711.

Σύμφωνα με μια άποψη, ο τελευταίος Βυζαντινός διοικητής του Σέπτου, πριν το παραδώσει στους εισβολείς, φρόντισε να αντεκδικηθεί τους Βησιγότθους της Ισπανίας, για την εκδίωξη των βυζαντινών στρατευμάτων από την Ανδαλουσία αρκετές δεκαετίες πριν.

Το 711 βοήθησε μερικές χιλιάδες Βέρβερους μουσουλμάνους πολεμιστές να αποβιβασθούν στο νότιο άκρο της Ιβηρικής (ενδεχομένως δωροδοκήθηκε από τους μουσουλμάνους για να το πράξει).

Η μουσουλμανική πλημμυρίδα σχεδόν εξολόθρευσε τον βησιγοτθικό στρατό στη μάχη της Αλγεθίρας και στη συνέχεια, ενισχυμένη από νέα αραβικά στρατεύματα, εισόρμησε στην Ιβηρική Χερσόνησο κατακτώντας το μεγαλύτερο μέρος της κατά το 711-717.

Το 717 το ισλαμικό-αραβικό Χαλιφάτο ήταν το μεγαλύτερο κράτος του κόσμου, ελέγχοντας μια τεράστια έκταση από τον Καύκασο έως τη Νουβία (Σουδάν) και από τις ιβηρικές και τις βορειοαφρικανικές ακτές του Ατλαντικού έως τα σύνορα της Κινεζικής Αυτοκρατορίας και την ινδική έρημο Θαρ.

Συγκριτικά με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήδη το 661 το Χαλιφάτο ήταν μεγαλύτερο και διέθετε περισσότερους πόρους.

Με την απώλεια της Αφρικής, το Βυζάντιο είχε χάσει περισσότερη από τη μισή έκταση του υπέρ του Χαλιφάτου. Ωστόσο, δεν είχε την τύχη της Σασσανιδικής Αυτοκρατορίας η οποία κατακτήθηκε εξολοκλήρου από τους Άραβες, και τελικά ισχυροποιήθηκε από αυτές τις απώλειες.

Ο πυρήνας της Αυτοκρατορίας αποτελείτο πλέον κυρίως από τις επαρχίες της Χερσονήσου του Αίμου και της Μικράς Ασίας (εκτός από τις δυτικομεσογειακές κτήσεις της), εξέλιξη που την κατέστησε περισσότερο συμπαγή και αδιάρρηκτη, επειδή οι πληθυσμοί της ήταν κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους ελληνόφωνοι και ορθόδοξοι.

Επιστρέφοντας στο 661 μΧ, ο Μωαβίας μετά την αναγόρευση του, μπορούσε πλέον να θέσει σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε εκπονήσει όσο ήταν διοικητής της Συρίας (πριν καταστεί χαλίφης), σχετικά με τη θαλάσσια προσβολή της Κωνσταντινούπολης.

Στην πρωτεύουσα, από το 668 μΧ αυτοκράτορας είχε αναγορευθεί ο Κωνσταντίνος Δ΄ (668-685). Ο χαλίφης έστειλε μια μοίρα του στόλου του στο Αιγαίο, η οποία εισχώρησε στον Ελλήσποντο και την Προποντίδα και κατέκτησε τη χερσόνησο της Κυζίκου (670).

Οι Άραβες ήλεγχαν τη Ρόδο, ενώ ένα τμήμα του μουσουλμανικού στόλου αγκυροβόλησε στη Σμύρνη το 672. Μέσω αυτών των ναυτικών βάσεων, ο Μωαβίας εξασφάλισε τον ανεφοδιασμό των Αράβων της Κυζίκου.

Εντύπωση προκαλεί η ευκολία με την οποία διείσδυσε ο μουσουλμανικός στόλος στο Αιγαίο και την Προποντίδα και η κατάληψη τόσο καίριων θέσεων στον πυρήνα του Βυζαντινού Κράτους.

Ειδικά η Κυζικηνή χερσόνησος απείχε μόλις 100 χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη. Πιθανώς η ήττα του προηγούμενου Βυζαντινού αυτοκράτορα Κώνστα κατά τη λεγόμενη «ναυμαχία των Καταρτιών» (655 μΧ) από τον αραβικό στόλο, αποτέλεσε σημαντικό πλήγμα για τις βυζαντινές ναυτικές δυνάμεις.

Παρά ταύτα, ο κύριος λόγος της βυζαντινής αδυναμίας φαίνεται πως ήταν η πολεμική υπερπροσπάθεια των ετών 622-628 μΧ εναντίον των Σασσανιδών Περσών και η διάδοχη μακροχρόνια υπερπροσπάθεια των ετών 634-670 για την ανάσχεση της μουσουλμανικής πλημμυρίδας, η οποία είχε φέρει τις αυτοκρατορικές αντοχές στα όρια τους και πιθανώς τα είχε υπερβεί.

Τέλος, σημαντική αιτία της βυζαντινής ναυτικής ανεπάρκειας αποτελούσε το γεγονός ότι μετά την κατάλυση του Βανδαλικού κράτους από τον στρατό της Αυτοκρατορίας το 534, δεν υπήρξε άλλος αντίπαλος που μπορούσε να αμφισβητήσει τη βυζαντινή θαλάσσια υπεροχή σε όλη τη Μεσόγειο.

Επομένως δεν υπήρχε λόγος διατήρησης μεγάλων ναυτικών δυνάμεων και οι υπάρχουσες θα ήταν σημαντικά απόλεμες μετά από 120 χρόνια αδράνειας (534-655 μΧ).

Από την άλλη πλευρά, οι Βυζαντινοί είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν μια βελτιωμένη σύνθεση εμπρηστικών ουσιών, το «θαλάσσιον» ή «υγρόν πυρ», που σύντομα τους έδωσε σημαντικό προβάδισμα στον ναυτικό πόλεμο.

Από την Κυζικηνή χερσόνησο οι Άραβες διενεργούσαν διαρκείς επιθέσεις εναντίον της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες διαρκούσαν από την άνοιξη έως την αρχή του φθινοπώρου κάθε χρόνου.

Παράλληλα, η θέση του ορμητηρίου τους ήλεγχε το ανατολικό στόμιο του Ελλησπόντου, δημιουργώντας προβλήματα στη βυζαντινή ναυτική άμυνα.

Οι αραβικές επιχειρήσεις άρχισαν την άνοιξη του 674 και διήρκεσαν τέσσερα χρόνια. Εντούτοις, οι μουσουλμάνοι ελάχιστα μπορούσαν να βλάψουν την Κωνσταντινούπολη, πόσο μάλλον να την κατακτήσουν αφού η πόλη ανεφοδιαζόταν και επικοινωνούσε χωρίς πρόβλημα με τις επαρχίες, από την ξηρά.

Γενικά η επιμονή του Μωαβία σε μια τόσο αναποτελεσματική και ατελέσφορη μέθοδο επιθέσεων στην Κωνσταντινούπολη, φαίνεται ανεξήγητη.

Ο ισλαμολόγος και αραβολόγος Μπέρναρντ Λιούις (Bernard Lewis) διατύπωσε την εύλογη άποψη ότι οι αναφερόμενες εκστρατείες του Μωαβία εναντίον του Βυζαντίου είχαν τη διπλή επιδίωξη της ενδυνάμωσης του θρησκευτικού κύρους του στο χαλιφάτο (ως ανένδοτου διώκτη των «απίστων») και ταυτόχρονα της εξοικείωσης των συροαραβικών δυνάμεων του με τον βυζαντινό τρόπο πολέμου και της ενίσχυσης τους με εμπειρία και πειθαρχία.

Οι απόψεις του Λιούις είναι εύλογες, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο χαλίφης της περιόδου δεν ήταν απόλυτος μονάρχης του χαλιφάτου αλλά είχε εσωτερική «αντιπολίτευση» και ότι οι βυζαντινές χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις αποτελούσαν τον ισχυρότερο στρατιωτικό αντίπαλο του Ισλάμ.

Οι μουσουλμάνοι στρατιώτες θα ισχυροποιούνταν ιδιαίτερα από την αναμέτρηση τους με τους Βυζαντινούς σε θαλάσσιες επιχειρήσεις και τειχομαχίες.

Αν αυτές ήταν οι επιδιώξεις του Μωαβία, αποδείχθηκαν καταστροφικές για τις δυνάμεις του. Πάντως και από αυτήν την απόφαση του Μωαβία διαφαίνεται η "ανυπαρξία" του Βυζαντινού ναυτικού, η οποία όμως δεν διήρκησε για πολύ.

Από ότι ακολούθησε, η εκτίμηση μου είναι ότι οι Βυζαντινοί είχαν εκπονήσει από το 655 μΧ ένα μεγαλόπνοο σχέδιο ναυπήγησης νέων πολεμικών πλοίων τα οποία κατά την περίοδο της πολιορκίας εξοπλίσθηκαν και με σίφωνες υγρού πυρός (βλέπε παρακάτω).

Αυτό το σχέδιο προσπάθησαν να κρατήσουν όσο μπορούσαν μυστικό για ευνόητους λόγους, από τον εχθρό, εξ ού και η σιωπή των πηγών.

Τα νέα πλοία πιθανώς δεν ήταν πολυάριθμα αλλά η μεγάλη διαφορά στην ισχύ τους έναντι των μουσουλμανικών βρισκόταν ειδικά στο ότι ήταν πυρφόρα.

Προφανώς οι Βυζαντινοί μετέτρεψαν σε πυρφόρα και τα περισσότερα παλαιότερα πολεμικά τους.

Εξάλλου οι εισβολείς χρησιμοποιούσαν τους ίδιους τύπους πλοίων με εκείνα των Βυζαντινών, επειδή στηρίζονταν σε πρώην υπηκόους της Αυτοκρατορίας: Σύριους (απογόνους των Φοινίκων και Αραμαίους) και Αιγύπτιους ναυπηγούς και ναυτικούς.

Περί το 677-678 ο νέος Βυζαντινός στόλος ήταν έτοιμος όπως διεφάνη από την αιφνίδια εμφάνιση του και τη συντριβή που επέφερε στους Άραβες.

Ο πόλεμος κατέληξε σε πανωλεθρία του συροαραβικού στόλου.

Οι δρόμωνες και οι διήρεις του βυζαντινού στόλου, πλοία πυρφόρα, δηλαδή εξοπλισμένα με σίφωνες (σωληνώσεις) εκτόξευσης υγρού πυρός, κατόρθωσαν να πυρπολήσουν πολλά μουσουλμανικά σκάφη, ενώ όσα απέμειναν εγκατέλειψαν τις βάσεις τους στην Κυζικηνή και τη Σμύρνη παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής.

Όμως, κοντά στην παμφυλιακή ακτή έπεσαν σε θύελλα η οποία κατέστρεψε σχεδόν εξολοκλήρου τον επιβλητικό στόλο του Μωαβία (678).

Οι απώλειες των Αράβων, Συρίων και Αιγυπτίων σε άνδρες και σκάφη υπήρξαν τρομακτικές, όπως οι ίδιες οι μουσουλμανικές πηγές σημειώνουν, σαφώς μεγαλύτερες από τις βυζαντινές στη «ναυμαχία των Καταρτιών» (655).

Ο Μωαβίας αναγκάσθηκε να προτείνει συνθήκη ειρήνης στον Κωνσταντίνο Δ΄. Τις διαπραγματεύσεις για τους όρους της ανέλαβε ο πολύπειρος διπλωμάτης πατρίκιος Ιωάννης, ο οποίος πέτυχε την ετήσια καταβολή μεγάλου φόρου από το αραβικό χαλιφάτο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Τότε ανακτήθηκε και η Ρόδος από τους Βυζαντινούς, η οποία είχε καταληφθεί νωρίτερα από τους Άραβες.

Οι βασιλείς των γερμανικών δυτικοευρωπαϊκών κρατών, ο χάνος των ισχυρών Αβάρων νομάδων και άλλοι ηγεμόνες εντυπωσιάσθηκαν από τη βυζαντινή νίκη και έστειλαν δώρα στον αυτοκράτορα προκειμένου να τον συγχαρούν, επιζητώντας ταυτόχρονα τη διατήρηση των ειρηνικών σχέσεων.

Ο Κωνσταντίνος ανταποκρίθηκε θετικά στο αίτημα τους, αυξάνοντας το γόητρο της Αυτοκρατορίας.

Η βυζαντινή νίκη είχε εξαίρετη σημασία.

Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη νίκη οποιασδήποτε αντιμουσουλμανικής δύναμης, η οποία έδειξε ότι ο πρώιμος μουσουλμανικός πολεμικός φανατισμός o οποίος έως τότε είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμα του, μπορούσε να αντιμετωπισθεί και η ακάθεκτη προέλαση του Ισλάμ μπορούσε να αναχαιτισθεί.

Οι χριστιανοί ηγέτες της Δύσης, οι οποίοι παρακολουθούσαν έως τότε προβληματισμένοι τη διαρκή αραβική επέκταση, χαιρέτησαν τη βυζαντινή νίκη.

Η συντριπτικότερη αραβική ήττα που ακολούθησε κατά τη δεύτερη αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (717-718 μΧ) την οποία θα αναλύσω σε επόμενο άρθρο, και η νίκη των Φράγκων επί των μουσουλμάνων στο Πουατιέ (Poitiers, 732) αναχαίτισαν οριστικά την προέλαση του ισλαμικού κατακλυσμού προς την ευρωπαϊκή ήπειρο από Ανατολή και Δύση αντίστοιχα, διασώζοντας τον ελληνορωμαϊκό και χριστιανικό χαρακτήρα της.


Περικλης Δεληγιάννης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

CAMBRIDGE MEDIEVAL HISTORY, vol. IV/1 (νεότερηέκδοσηΒυζαντινήςΙστορίας), Cambridge 1966.
CAMBRIDGE MEDIEVAL HISTORY, vol. IV (α΄έκδοσηΒυζαντινήςΙστορίας), Cambridge 1923.
Lewis B.: ΟΙ ΑΡΑΒΕΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ, Αθήνα 1994
CAMBRIDGE HISTORY OF ISLAM, Cambridge 1980.