Ο Τζωρτζ Όργουελ, το 1984 και ο 21ος αιώνας
Το μυθιστόρημα «1984» του Τζωρτζ Όργουελ κυκλοφόρησε στο κοινό το 1949. Η θύελλα που προκάλεσε ήταν τόσο σφοδρή, που σήμερα, πάνω από 60 χρόνια από τη συγγραφή του, δεν έχει καταλαγιάσει ούτε στο ελάχιστο. Κριτικές επί κριτικών, σχόλια επί σχολίων, μια ανεξέλεγκτη, κυριολεκτικά ατέρμονη, καταιγίδα που γεννήθηκε για να δραματοποιήσει ακόμη περισσότερο την, έτσι κι αλλιώς, βεβαρημένη ιστορία του ανθρώπου αναμοχλεύοντας εκ νέου τα κυρίαρχα ζητήματα της διαχείρισης της εξουσίας, της ελευθερίας, της υπηρεσίας συμφερόντων με δυο λόγια του αδιεξόδου της ανθρώπινης συνύπαρξης.
Δεν είναι ο μελλοντολογικός χαρακτήρας του έργου που έκανε πάταγο παγκοσμίως, ούτε οι ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις του, ήταν ο ηλεκτρισμός μιας αλήθειας που πλέον λεγόταν κατάμουτρα, σαν βρισιά, σαν θρασύτατη ειρωνεία, σαν κατάρα και προφητεία συγχρόνως.
Ο Όργουελ βάζει το δάχτυλο στην ανοιγμένη πληγή κοιτώντας κατάματα μια σκουριασμένη ανθρωπότητα.
Είναι ο σαδιστής ανατόμος πάνω στο χειρουργικό τραπέζι που σπρώχνει τη λαβίδα όλο και πιο βαθιά προξενώντας αφόρητους πόνους. Εφιάλτης. Αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποίησαν οι περισσότεροι για το 84.
Όμως ακόμα κι αυτό φαίνεται λίγο μπροστά στο τερατούργημα που εκτυλίσσεται. Γιατί το 84 ξεπέρασε τα λογοτεχνικά όρια και δεν μπορεί να οριοθετηθεί με λέξεις. Αντίθετα έγινε το ίδιο λέξη, έγινε έννοια που ενσωματώθηκε στην παγκόσμια φρασεολογία. Πλέον η έννοια εφιάλτης δε συμβολίζει τον Όργουελ, η λέξη οργουελιανός νοηματοδοτεί τον εφιάλτη.
Ο Όργουελ δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φέρνει στα άκρα καταστάσεις που αν και, στην εποχή του, δεν είναι ακόμα χειροπιαστές, εντούτοις είναι ορατές αρκεί κάποιος να μπορεί να τις διακρίνει.
Κι ο Όργουελ μπορεί. Εμπνευσμένος από τις ολοκληρωτικές διαστάσεις που πήρε το σοβιετικό καθεστώς φέρνει στο φως υποψίες που κινούνται στο χώρο του ανεπαίσθητου, του αδιόρατου, του διαισθητικού – δηλαδή της υπερβολής – και τις κάνει πράξη καταδεικνύοντας ένα πολιτικό σύστημα που συνθλίβει κάθε ελευθερία και κάθε συνοχή, κάθε σκέψη και κάθε πρωτοβουλία, κάθε αυθορμητισμό και κάθε ατομικότητα.
Το ότι έχει ως αφορμή τη Σοβιετική Ένωση είναι αναμφισβήτητο όχι τόσο από το πρόσωπο του Μεγάλου Αδερφού που έχει μουστάκι φωτογραφίζοντας το Στάλιν, ούτε από το πρόσωπο του προδότη που έχει γυαλάκια και μουσάκι υπονοώντας τον Τρότσκι, ούτε καν από την επανειλημμένη αναφορά του Κόμματος που σχεδόν στερεότυπα υποδηλώνει το κομμουνιστικό κόμμα, αλλά από την ίδια του τη ζωή και πολιτική στάση που περιγράφεται στο έργο του «Πεθαίνοντας στην Καταλωνία», όπου πλέον δηλώνει απερίφραστα την αγανάκτησή του προς τη σοβιετική εμπλοκή στον ισπανικό εμφύλιο και θεμελιώνει αρχικά την καχυποψία και στη συνέχεια τη βεβαιότητα για το απάνθρωπο του σταλινικού καθεστώτος.
Εξάλλου έχει ήδη εκδώσει τη «Φάρμα των Ζώων» που επίσης κατακεραυνώνει το σοβιετικό καθεστώς.
Κάπως έτσι φτάνουμε στην οργουελιανή εκδοχή του μέλλοντος που γίνεται θρίλερ καθώς τσαλαπατά κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια στα πλαίσια της ασφάλειας που απορρέει αποκλειστικά από τον ανεξάντλητο έλεγχο των πολιτών, από τη διαρκή, ανελέητη κι απάνθρωπη παρακολούθηση, που όμως δεν επιβάλλεται δια της βίας, αλλά είναι αποδεκτή, αφού η κρατική προπαγάνδα έχει πείσει τους πάντες για την αναγκαιότητα της.
Κάμερες καταγράφουν νυχθημερόν κάθε κίνηση παντού. Όλα βιντεοσκοπούνται και λογοκρίνονται.
Όλα αφορούν το κράτος που μπορεί να διαγνώσει τις ύποπτες συμπεριφορές κι από τις πιο ανεπαίσθητες κινήσεις. Κι από την ελάχιστη γκριμάτσα του προσώπου. Κάθε κίνηση χρειάζεται προσοχή.
Ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψουν απίστευτα μπλεξίματα με το κράτος. Άνθρωποι παγιδευμένοι στη σιδερένια ακαμψία του ανελεύθερου, εγκλωβισμένοι σ’ ένα κράτος – τέρας έτοιμο να τους κατασπαράξει. Ουσιαστικά παρακολουθούμε την αστυνόμευση της σκέψης, που μπορεί να πάρει χειροπιαστή υπόσταση στην πιο ασήμαντη σωματική κίνηση.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Ουίνστον, έχει συνηθίσει από καιρό το ύφος της απάθειας και δεν το εγκαταλείπει ούτε δευτερόλεπτο γιατί ξέρει ότι μόνο έτσι εξασφαλίζεται η αθωότητα. Είναι η μόνη διέξοδος μέσα στην αποθέωση του φόβου. Κι αυτός ο παραλογισμός βιώνεται καθημερινά ως κάτι απολύτως φυσιολογικό, αφού όλοι έχουν πειστεί ότι μόνο έτσι μπορεί να διατηρηθεί η τάξη και η ασφάλεια.
Ο Ουίνστον βλέπει γύρω του ανθρώπους φανατικούς, ανθρώπους που θα κατέδιδαν και τη μάνα τους στις αρχές με την παραμικρή υποψία. Η, όχι απλώς ανοχή, αλλά επιβράβευση της παρακολούθησης, στηρίζεται στην κυρίαρχη παθητική αντίληψη ότι κανένας έντιμος δεν έχει να κρύψει τίποτα. Ο τόπος γεμάτος χαφιέδες. Μια νοσηρότητα που προεξοφλεί τη συντριβή.
Το μεγαλύτερο κατασταλτικό μέσο είναι ο φόβος. Ο φόβος που προκύπτει από την αβεβαιότητα και την πεποίθηση της ακατάπαυτης – θανατηφόρας απειλής που αιωρείται και που σιγά-σιγά γίνεται τρόμος.
Ο τρόμος ωθεί τους ανθρώπους στο παράλογο χωρίς όμως να υπόσχεται και χωρίς να δημιουργεί προσδοκίες. Έτσι γίνεται ό,τι πιο βολικό για το σύστημα που δεν χρειάζεται ούτε να μεριμνήσει, ούτε να ικανοποιήσει. Και μόνο η διαιώνιση της κατάστασης είναι αρκετή. Ο φόβος, από θέση αρχής, εξιδανικεύει κάθε πραγματικότητα, αφού οτιδήποτε είναι επιθυμητό μπροστά στο χειρότερο, και δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο από την κατασκευή του χειρότερου. Όταν περάσει ως κυρίαρχη λογική η αποφυγή της φανταστικής απειλής, η διατήρηση του καλοστημένου εφιάλτη γίνεται παράδεισος που αγιάζει όλα τα μέσα. Οι διαρκείς πόλεμοι και οι άγνοια είναι αλάθητες μεθοδεύσεις του φόβου.
Το μεγαλύτερο κατασταλτικό μέσο είναι ο φόβος.
Ο φόβος που προκύπτει από την αβεβαιότητα και την πεποίθηση της ακατάπαυτης – θανατηφόρας απειλής που αιωρείται και που σιγά-σιγά γίνεται τρόμος.
Ο τρόμος ωθεί τους ανθρώπους στο παράλογο χωρίς όμως να υπόσχεται και χωρίς να δημιουργεί προσδοκίες.
Ο παγκόσμιος οργουελιανός χάρτης αποτελείται από τρεις πανίσχυρες χώρες που διαρκώς πολεμούν αλλάζοντας συμμαχίες. Ένα αδιάκοπο παιχνίδι ισορροπιών που δεν θα επιτευχθούν ποτέ.
Οι πόλεμοι δεν γίνονται για διατήρηση εδαφικής ακεραιότητας, αλλά για εσωτερική κατανάλωση, για εκφοβισμό των πολιτών, που πρέπει διαρκώς να προσαρμόζονται σε όλα τα δεδομένα, αφού διαρκώς ελλοχεύει ο πιο απροσδιόριστος, κι ως εκ τούτου πιο επώδυνος, κίνδυνος.
Γι’ αυτό νικητής δεν υπάρχει, αφού δεν χρειάζεται να υπάρξει. Αν αναλογιστούμε την εξωφρενική εσωτερική κατανάλωση του ψυχρού πολέμου βλέπουμε το αμείλικτο χαμόγελο του Όργουελ που χλευάζει. Αν αναλογιστούμε το μέσο Αμερικάνο που πλέον έχει μπερδευτεί και δεν γνωρίζει απολύτως σε πιο πόλεμο έχει εμπλακεί η χώρα του – γνωρίζει απλώς ότι με κάποιον πολεμάει και κινδυνεύει – θα ξαναδούμε τον Όργουελ να γελάει.
Αν αναλογιστούμε ότι σχεδόν αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ξεκίνησε στην Αμερική η νέα απειλή της τρομοκρατίας των Αράβων αντιλαμβανόμαστε ότι ο Όργουελ επιβεβαιώνεται σαν φάρσα. Ο μέσος Αμερικάνος φοβάται διαρκώς εδώ και δεκαετίες. Ο μέσος Αμερικάνος είδε τους δίδυμους πύργους να πέφτουν.
Ο μέσος Αμερικάνος είναι απολύτως πεπεισμένος για την αναγκαιότητα της κάμερας σε όλους τους χώρους.
Όσο για την άγνοια, ο Όργουελ στο μελλοντικό του κόσμο παρουσιάζει ένα ολόκληρο υπουργείο συρρίκνωσης λέξεων. Κάθε χρόνο κυκλοφορούν όλο και μικρότερα λεξικά. Οι άνθρωποι είναι αναγκασμένοι να συρρικνώσουν τους λεκτικούς τους ορίζοντες με τη συμβολή του κράτους. Το κράτος δίνει πολύ μεγάλη σημασία σ’ αυτό, γιατί η γλώσσα είναι σκέψη.
Οι έννοιες δεν αποτελούν απλώς γλωσσική ευχέρεια, αποτελούν τον εκφραστικό ορίζοντα που είναι άρρηκτα δεμένος με το επίπεδο νόησης. Όσο λιγότερα μπορεί να εκφράσει ο πολίτης τόσο λιγότερα μπορεί να σκεφτεί. Η σκέψη δεν έχει αυτόνομο χαρακτήρα, αλλά εξαρτάται άμεσα από το γλωσσικό υπόβαθρο που μπορεί να τη στηρίξει.
Πράγματι, αν κάποιος αγνοεί μια έννοια είναι αδύνατο να εκφράσει σκέψεις γύρω απ’ αυτήν. Η γλωσσική συρρίκνωση είναι η πιο ασφαλής μέθοδος ηλιθιοποίησης. Αν αναλογιστούμε τη γλωσσική υποβάθμιση από τα ΜΜΕ και συνυπολογίσουμε την καθημερινή παραπληροφόρηση, τον αποπροσανατολισμό και τη λαγνεία του φόβου που καλλιεργείται, βρισκόμαστε ακριβώς στο οργουελιανό μοντέλο που θέλει την ζωώδη παθητικότητα ενός πολίτη που πρέπει να τρέμει και τη σκιά του και να τρέφεται με ψέματα.
Τα ΜΜΕ είναι ο εκφραστής της καταστροφολογίας που παραλύει τον τηλεθεατή κάνοντάς τον ευχαριστημένο από το σήμερα, αφού το αύριο προμηνύεται χειρότερο. Όλα γίνονται ανεκτά μπροστά στο φόβο της συμφοράς που διαρκώς έπεται.
Ο τρόμος σε συνδυασμό με την ευτέλεια της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, που δεν υποτιμά αλλά καταρρακώνει τη νοημοσύνη των θεατών υλοποιούν τον οργουελιανό εφιάλτη.
Η γλωσσική υποβάθμιση που φτάνει στη χυδαιότητα, η διαμόρφωση της προσωπικής ευτυχίας με τα εξευτελιστικά τηλεοπτικά πρότυπα και η επιλεκτικότητα των ειδήσεων είναι μεθοδευμένα κι άκρως συνειδητά. Και το αστείο: ο Όργουελ προσπαθώντας να καταγγείλει το σοβιετικό ολοκληρωτισμό τελικά προέβλεψε τη φρικαλέα όψη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αφού διαβάζοντας το «1984» περισσότερο βλέπουμε την Αμερική παρά τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Όργουελ πέθανε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του «1984» σε ηλικία μόλις 47 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη το φιλοσοφικό απόσταγμα κάθε ολοκληρωτισμού που συμπυκνώνεται στο σύνθημα: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΛΑΒΙΑ, Η ΑΜΑΘΕΙΑ ΔΥΝΑΜΗ. Αν βλέπουμε το σύνθημα αυτό να επαληθεύεται, τότε κάτι δεν πάει καλά στο σύγχρονο κόσμο.
Δεν είναι ο μελλοντολογικός χαρακτήρας του έργου που έκανε πάταγο παγκοσμίως, ούτε οι ξεκάθαρες πολιτικές προεκτάσεις του, ήταν ο ηλεκτρισμός μιας αλήθειας που πλέον λεγόταν κατάμουτρα, σαν βρισιά, σαν θρασύτατη ειρωνεία, σαν κατάρα και προφητεία συγχρόνως.
Ο Όργουελ βάζει το δάχτυλο στην ανοιγμένη πληγή κοιτώντας κατάματα μια σκουριασμένη ανθρωπότητα.
Είναι ο σαδιστής ανατόμος πάνω στο χειρουργικό τραπέζι που σπρώχνει τη λαβίδα όλο και πιο βαθιά προξενώντας αφόρητους πόνους. Εφιάλτης. Αυτή είναι η λέξη που χρησιμοποίησαν οι περισσότεροι για το 84.
Όμως ακόμα κι αυτό φαίνεται λίγο μπροστά στο τερατούργημα που εκτυλίσσεται. Γιατί το 84 ξεπέρασε τα λογοτεχνικά όρια και δεν μπορεί να οριοθετηθεί με λέξεις. Αντίθετα έγινε το ίδιο λέξη, έγινε έννοια που ενσωματώθηκε στην παγκόσμια φρασεολογία. Πλέον η έννοια εφιάλτης δε συμβολίζει τον Όργουελ, η λέξη οργουελιανός νοηματοδοτεί τον εφιάλτη.
Ο Όργουελ δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φέρνει στα άκρα καταστάσεις που αν και, στην εποχή του, δεν είναι ακόμα χειροπιαστές, εντούτοις είναι ορατές αρκεί κάποιος να μπορεί να τις διακρίνει.
Κι ο Όργουελ μπορεί. Εμπνευσμένος από τις ολοκληρωτικές διαστάσεις που πήρε το σοβιετικό καθεστώς φέρνει στο φως υποψίες που κινούνται στο χώρο του ανεπαίσθητου, του αδιόρατου, του διαισθητικού – δηλαδή της υπερβολής – και τις κάνει πράξη καταδεικνύοντας ένα πολιτικό σύστημα που συνθλίβει κάθε ελευθερία και κάθε συνοχή, κάθε σκέψη και κάθε πρωτοβουλία, κάθε αυθορμητισμό και κάθε ατομικότητα.
Το ότι έχει ως αφορμή τη Σοβιετική Ένωση είναι αναμφισβήτητο όχι τόσο από το πρόσωπο του Μεγάλου Αδερφού που έχει μουστάκι φωτογραφίζοντας το Στάλιν, ούτε από το πρόσωπο του προδότη που έχει γυαλάκια και μουσάκι υπονοώντας τον Τρότσκι, ούτε καν από την επανειλημμένη αναφορά του Κόμματος που σχεδόν στερεότυπα υποδηλώνει το κομμουνιστικό κόμμα, αλλά από την ίδια του τη ζωή και πολιτική στάση που περιγράφεται στο έργο του «Πεθαίνοντας στην Καταλωνία», όπου πλέον δηλώνει απερίφραστα την αγανάκτησή του προς τη σοβιετική εμπλοκή στον ισπανικό εμφύλιο και θεμελιώνει αρχικά την καχυποψία και στη συνέχεια τη βεβαιότητα για το απάνθρωπο του σταλινικού καθεστώτος.
Εξάλλου έχει ήδη εκδώσει τη «Φάρμα των Ζώων» που επίσης κατακεραυνώνει το σοβιετικό καθεστώς.
Κάμερες καταγράφουν νυχθημερόν κάθε κίνηση παντού. Όλα βιντεοσκοπούνται και λογοκρίνονται.
Όλα αφορούν το κράτος που μπορεί να διαγνώσει τις ύποπτες συμπεριφορές κι από τις πιο ανεπαίσθητες κινήσεις. Κι από την ελάχιστη γκριμάτσα του προσώπου. Κάθε κίνηση χρειάζεται προσοχή.
Ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψουν απίστευτα μπλεξίματα με το κράτος. Άνθρωποι παγιδευμένοι στη σιδερένια ακαμψία του ανελεύθερου, εγκλωβισμένοι σ’ ένα κράτος – τέρας έτοιμο να τους κατασπαράξει. Ουσιαστικά παρακολουθούμε την αστυνόμευση της σκέψης, που μπορεί να πάρει χειροπιαστή υπόσταση στην πιο ασήμαντη σωματική κίνηση.
Ο κεντρικός ήρωας, ο Ουίνστον, έχει συνηθίσει από καιρό το ύφος της απάθειας και δεν το εγκαταλείπει ούτε δευτερόλεπτο γιατί ξέρει ότι μόνο έτσι εξασφαλίζεται η αθωότητα. Είναι η μόνη διέξοδος μέσα στην αποθέωση του φόβου. Κι αυτός ο παραλογισμός βιώνεται καθημερινά ως κάτι απολύτως φυσιολογικό, αφού όλοι έχουν πειστεί ότι μόνο έτσι μπορεί να διατηρηθεί η τάξη και η ασφάλεια.
Ο Ουίνστον βλέπει γύρω του ανθρώπους φανατικούς, ανθρώπους που θα κατέδιδαν και τη μάνα τους στις αρχές με την παραμικρή υποψία. Η, όχι απλώς ανοχή, αλλά επιβράβευση της παρακολούθησης, στηρίζεται στην κυρίαρχη παθητική αντίληψη ότι κανένας έντιμος δεν έχει να κρύψει τίποτα. Ο τόπος γεμάτος χαφιέδες. Μια νοσηρότητα που προεξοφλεί τη συντριβή.
Το μεγαλύτερο κατασταλτικό μέσο είναι ο φόβος. Ο φόβος που προκύπτει από την αβεβαιότητα και την πεποίθηση της ακατάπαυτης – θανατηφόρας απειλής που αιωρείται και που σιγά-σιγά γίνεται τρόμος.
Ο τρόμος ωθεί τους ανθρώπους στο παράλογο χωρίς όμως να υπόσχεται και χωρίς να δημιουργεί προσδοκίες. Έτσι γίνεται ό,τι πιο βολικό για το σύστημα που δεν χρειάζεται ούτε να μεριμνήσει, ούτε να ικανοποιήσει. Και μόνο η διαιώνιση της κατάστασης είναι αρκετή. Ο φόβος, από θέση αρχής, εξιδανικεύει κάθε πραγματικότητα, αφού οτιδήποτε είναι επιθυμητό μπροστά στο χειρότερο, και δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο από την κατασκευή του χειρότερου. Όταν περάσει ως κυρίαρχη λογική η αποφυγή της φανταστικής απειλής, η διατήρηση του καλοστημένου εφιάλτη γίνεται παράδεισος που αγιάζει όλα τα μέσα. Οι διαρκείς πόλεμοι και οι άγνοια είναι αλάθητες μεθοδεύσεις του φόβου.
Ο φόβος που προκύπτει από την αβεβαιότητα και την πεποίθηση της ακατάπαυτης – θανατηφόρας απειλής που αιωρείται και που σιγά-σιγά γίνεται τρόμος.
Ο τρόμος ωθεί τους ανθρώπους στο παράλογο χωρίς όμως να υπόσχεται και χωρίς να δημιουργεί προσδοκίες.
Ο παγκόσμιος οργουελιανός χάρτης αποτελείται από τρεις πανίσχυρες χώρες που διαρκώς πολεμούν αλλάζοντας συμμαχίες. Ένα αδιάκοπο παιχνίδι ισορροπιών που δεν θα επιτευχθούν ποτέ.
Οι πόλεμοι δεν γίνονται για διατήρηση εδαφικής ακεραιότητας, αλλά για εσωτερική κατανάλωση, για εκφοβισμό των πολιτών, που πρέπει διαρκώς να προσαρμόζονται σε όλα τα δεδομένα, αφού διαρκώς ελλοχεύει ο πιο απροσδιόριστος, κι ως εκ τούτου πιο επώδυνος, κίνδυνος.
Γι’ αυτό νικητής δεν υπάρχει, αφού δεν χρειάζεται να υπάρξει. Αν αναλογιστούμε την εξωφρενική εσωτερική κατανάλωση του ψυχρού πολέμου βλέπουμε το αμείλικτο χαμόγελο του Όργουελ που χλευάζει. Αν αναλογιστούμε το μέσο Αμερικάνο που πλέον έχει μπερδευτεί και δεν γνωρίζει απολύτως σε πιο πόλεμο έχει εμπλακεί η χώρα του – γνωρίζει απλώς ότι με κάποιον πολεμάει και κινδυνεύει – θα ξαναδούμε τον Όργουελ να γελάει.
Αν αναλογιστούμε ότι σχεδόν αμέσως μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού ξεκίνησε στην Αμερική η νέα απειλή της τρομοκρατίας των Αράβων αντιλαμβανόμαστε ότι ο Όργουελ επιβεβαιώνεται σαν φάρσα. Ο μέσος Αμερικάνος φοβάται διαρκώς εδώ και δεκαετίες. Ο μέσος Αμερικάνος είδε τους δίδυμους πύργους να πέφτουν.
Ο μέσος Αμερικάνος είναι απολύτως πεπεισμένος για την αναγκαιότητα της κάμερας σε όλους τους χώρους.
Οι έννοιες δεν αποτελούν απλώς γλωσσική ευχέρεια, αποτελούν τον εκφραστικό ορίζοντα που είναι άρρηκτα δεμένος με το επίπεδο νόησης. Όσο λιγότερα μπορεί να εκφράσει ο πολίτης τόσο λιγότερα μπορεί να σκεφτεί. Η σκέψη δεν έχει αυτόνομο χαρακτήρα, αλλά εξαρτάται άμεσα από το γλωσσικό υπόβαθρο που μπορεί να τη στηρίξει.
Πράγματι, αν κάποιος αγνοεί μια έννοια είναι αδύνατο να εκφράσει σκέψεις γύρω απ’ αυτήν. Η γλωσσική συρρίκνωση είναι η πιο ασφαλής μέθοδος ηλιθιοποίησης. Αν αναλογιστούμε τη γλωσσική υποβάθμιση από τα ΜΜΕ και συνυπολογίσουμε την καθημερινή παραπληροφόρηση, τον αποπροσανατολισμό και τη λαγνεία του φόβου που καλλιεργείται, βρισκόμαστε ακριβώς στο οργουελιανό μοντέλο που θέλει την ζωώδη παθητικότητα ενός πολίτη που πρέπει να τρέμει και τη σκιά του και να τρέφεται με ψέματα.
Ο τρόμος σε συνδυασμό με την ευτέλεια της τηλεοπτικής ψυχαγωγίας, που δεν υποτιμά αλλά καταρρακώνει τη νοημοσύνη των θεατών υλοποιούν τον οργουελιανό εφιάλτη.
Η γλωσσική υποβάθμιση που φτάνει στη χυδαιότητα, η διαμόρφωση της προσωπικής ευτυχίας με τα εξευτελιστικά τηλεοπτικά πρότυπα και η επιλεκτικότητα των ειδήσεων είναι μεθοδευμένα κι άκρως συνειδητά. Και το αστείο: ο Όργουελ προσπαθώντας να καταγγείλει το σοβιετικό ολοκληρωτισμό τελικά προέβλεψε τη φρικαλέα όψη της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, αφού διαβάζοντας το «1984» περισσότερο βλέπουμε την Αμερική παρά τη Σοβιετική Ένωση.
Ο Όργουελ πέθανε ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του «1984» σε ηλικία μόλις 47 ετών αφήνοντας παρακαταθήκη το φιλοσοφικό απόσταγμα κάθε ολοκληρωτισμού που συμπυκνώνεται στο σύνθημα: Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΛΑΒΙΑ, Η ΑΜΑΘΕΙΑ ΔΥΝΑΜΗ. Αν βλέπουμε το σύνθημα αυτό να επαληθεύεται, τότε κάτι δεν πάει καλά στο σύγχρονο κόσμο.