ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Η ζωγραφική αποθέωση του μαύρου

Το μαύρο ήταν ανέκαθεν το αγαπημένο χρώμα καλλιτεχνών και ασκητών, ιερέων και μετανοούντων, καθώς πάντα υπέβαλε με δυναμικό τρόπο αντιθετικά ζεύγη εννοιών, όπως φως και σκοτάδι, καλό και κακό, αμαρτία και... αγιότητα. Ως το αρχετυπικό χρώμα του σκοταδιού και του θανάτου, το μαύρο συνδέθηκε στα πρωτοχριστιανικά χρόνια με τον Σατανά και την Κόλαση, λειτουργούσε όμως ταυτοχρόνως και ως το χρώμα της μοναστικής αρετής.

Στον Μεσαίωνα, το μαύρο έγινε λατρεμένη συνήθεια των αυλικών και ορόσημο της βασιλικής πολυτέλειας, ενώ στα νεότερα ευρωπαϊκά χρόνια η σημασία του έμελλε να αλλάξει δραστικά: η έλευση της τυπογραφίας, με τα μαύρα στοιχεία πάνω στο λευκό φόντο, θα μεταμόρφωνε τις προσλαμβάνουσες του μαύρου, με τους Ευρωπαίους της εποχής να προσπαθούν να αφομοιώσουν τις διακηρύξεις του Νεύτωνα ότι το μαύρο δεν ήταν τελικά καν χρώμα!

Στη ρομαντική περίοδο το μαύρο έγινε ο καλύτερος φίλος της μελαγχολίας, την ώρα που στον 20ό αιώνα το μαύρο (και η απόλυτη αντίθεσή του, το λευκό) έμελλε να κυριαρχήσει κατά κράτος στην τέχνη -ζωγραφική, φωτογραφία και κινηματογράφο-, επιτυγχάνοντας τελικά το πολυπόθητο καθεστώς του «πραγματικού χρώματος».

Ποτέ άλλοτε όμως στον κόσμο της τέχνης η πλούσια κοινωνική, συμβολική και ιδεολογική σημασία της μαύρης παλέτας δεν θα αποκαλυπτόταν με τόση δριμύτητα όσο στο κίνημα του μπαρόκ!


Και βέβαια η απόλυτη αποθέωση του μαύρου, με τη δραματική φωτοσκίαση (κιαροσκούρο) και τους αναρίθμητους τόνους του μαύρου, θα έβρισκε την καλλιτεχνική της ολοκλήρωση στο έργο του μεγάλου δασκάλου Καραβάτζιο.


Την ώρα βέβαια που το «Μαύρο Τετράγωνο» του Καζιμίρ Μάλεβιτς συνοψίζει ίσως εμφατικότερα τη σημασία του μαύρου για τη ζωγραφική, ήταν η τεχνική του κιαροσκούρο που θα αποκάλυπτε τις εκπληκτικές ιδιότητές του...

Τι είναι το κιαροσκούρο


Παρά το γεγονός ότι συναίνεση δεν υπάρχει για τον ακριβή ορισμό του, η ιστορία της τέχνης χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει μια τάση μάλλον αλλά και την τεχνική που την υποβαστάζει: την έντονη αντίθεση φωτός/σκιάς δηλαδή που συναντάμε σε έναν πίνακα, χαρακτικό ή σχέδιο, αλλά και την ίδια τη διαχείριση της σκιάς για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση των τρισδιάστατων μορφών.

Το κιαροσκούρο (ο ιταλικός όρος για το «φως και σκιά») είχε βέβαια και συμβολική χροιά: ήταν η θεϊκή προέλευση του φωτός που έκανε τις μορφές να ξεπηδούν από το μαύρο σκοτάδι.

Καταγωγή


Παρά το γεγονός ότι ο όρος κιαροσκούρο θα έκανε την εμφάνισή του μπόλικους αιώνες αργότερα, η χρήση της δραματικής φωτοσκίασης δεν ήταν βέβαια καινούρια ιστορία για τη ζωγραφική. Είναι παρούσα στην ελληνική ζωγραφική του 5ου αιώνα, στις περίφημες «σκιαγραφίες» του αθηναίου ζωγράφου Απολλόδωρου (που δεν σώζονται βέβαια), επιβίωσε μέσα στη βυζαντινή αγιογραφία, πριν «χτυπήσει» την Αναγέννηση του 14ου αιώνα στην Ιταλία και τη Φλάνδρα.

Είναι λοιπόν στη γόνιμη για τη ζωγραφική αναγεννησιακή περίοδο που το κιαροσκούρο θα αποκτήσει την τιμητική του: ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Ραφαήλ είναι εδώ μνημειώδεις για το πώς χρησιμοποιούν τη δραματική φωτοσκίαση για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της ανακούφισης, αλλά και την έμφαση που δίνουν στην ογκοπλαστική παρουσίαση του ανθρώπινου σώματος μέσα από το τρεμόπαιγμα φωτός και σκιάς. Η «Παρθένα των Βράχων» του ντα Βίντσι μνημονεύεται ως εμβληματική συνεισφορά στην τεχνική του κιαροσκούρο.


Είναι ακόμα το «θεϊκό φως» των πινάκων του Ούγκο βαν ντερ Γκους που βασίζεται στο κιαροσκούρο για να τονίσει τη θεϊκή προέλευση της φωτιστικής πηγής, είναι η συνθετική προσέγγιση του «Μυστικού Δείπνου» του Τιντορέτο που «μυρίζει» κιαροσκούρο, είναι τόσοι και τόσοι ακόμα καλλιτέχνες της ιταλικής Αναγέννησης αλλά και της Αναγέννησης του Βορρά που αρχίζουν να κάνουν το παιχνίδισμα φωτός/σκιάς δομικό στοιχείο των εικαστικών τους παραστάσεων...


Το Μπαρόκ και ο δάσκαλος του κιαροσκούρο


Η πλήρης αισθητική δικαίωση του κιαροσκούρο δεν θα συνέβαινε ωστόσο πριν από την εποχή του
Μανιερισμού και του Μπαρόκ, με εξέχουσα μορφή τον μεγάλο δάσκαλο Καραβάτζιο, αλλά και τον Ρέμπραντ. Η αξιοποίηση της αντίθεσης φωτός/σκιάς, με τα φωτεινά χρώματα να σκουραίνουν μονοχρωματικά, θα δημιουργούσε μια καινοφανή δραματικότητα στην αφήγηση θρησκευτικών αλλά και καθημερινών παραστάσεων.

Η ίδια η τέχνη του Μπαρόκ άλλωστε βασίζεται εν πολλοίς στη χρήση της σκιάς για τη δραματική τόνωση των σκηνών. Και ανάμεσα στους ζωγράφους που υπηρέτησαν το κιαροσκούρο πιστά ένας είναι που ξεχωρίζει: η ιδιοφυής όσο και εκρηκτική προσωπικότητα του Μιχαήλ Άγγελου Μερίζι, γνωστού με το όνομα του χωριού όπου γεννήθηκε: του περίφημου Καραβάτζιο!


Η υποβλητική τεχνική του των έντονων αντιθέσεων ανάμεσα σε σκούρα και ανοιχτά χρώματα -χωρίς ενδιάμεσους τόνους-, με τις έντονα φωτισμένες μορφές που ξεπηδούν από το σκοτάδι να υπογραμμίζουν τη δραματικότητα της παράστασης, θα εξαπλωνόταν στην ευρωπαϊκή τέχνη και θα έμενε γνωστή ως καραβατζισμός...

Αποθέωση του μαύρου στην ευρωπαϊκή ζωγραφική


Την ώρα που το κιαροσκούρο επιβλήθηκε τελικά στην τέχνη του Μπαρόκ, με τους καραβατζικούς χειρισμούς της δραματικής φωτοσκίασης να μην μπορούν πλέον να αγνοηθούν και πλήθος ζωγράφων να μιμούνται την τεχνική του -όπως στο ισπανικό Μπαρόκ του σπουδαίου Φρανσίσκο ντε Θουρμπαράν, αλλά και στον Βερονέζε και τον Ζορζ ντε λα Τουρ-, ήταν στα χέρια δύο κορυφαίων βορειοευρωπαίων ζωγράφων που η τέχνη του μαύρου θα άγγιζε νέα δυσθεώρητα επίπεδα.


Ο Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς θα υπογράμμιζε με το κιαροσκούρο του τη δραματικότητα της τριασδιάστατης αναπαράστασης, σε έργα όπως η «Αποκαθήλωση», για παράδειγμα, δημιουργώντας τη δική του σχολή χρήσης του σκοταδιού.


Και βέβαια ήταν και ο σπουδαίος Ρέμπραντ, με έργα όπως το «Μάθημα Ανατομίας» του, που θα χάριζε στο κιαροσκούρο την απόλυτη καλλιτεχνική του τελείωση.


Η υποβλητική φωτοσκίαση στον 18ο και 19ο αιώνα


Το μπαρόκ κιαροσκούρο του 17ου αιώνα θα γενικευόταν κατά τον 18ο ως αισθητική τάση, κυρίως στο Ροκοκό, με ζωγράφους όπως ο Φραγκονάρ και ο Βατό, αλλά και στον Νεοκλασικισμό του Ζακ-Λουί Νταβίντ και του Ενγκρ, όπως μπορούμε να δούμε στον περίφημο πίνακα του Νταβίντ «Ο Θάνατος του Μαρά».


Το κιαροσκούρο θα διατηρηθεί και στην Ιταλία και την Ισπανία, πριν επηρεάσει μια για πάντα τον Ρομαντισμό του 19ου αιώνα και γίνει «μόδα».

Πριν κλείσουμε το μικρό αφιέρωμα για το μαύρο στην ευρωπαϊκή ζωγραφική παράδοση, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε την ιδιαίτερη περίπτωση του Φρανσίσκο Γκόγια: ο περίφημος ισπανός ζωγράφος χρησιμοποίησε ευρύτατα το παιχνίδισμα φωτός/σκιάς σε μια μοναδική μείξη από ελαφρύ και βαρύ κιαροσκούρο.


Και βέβαια ήταν και η περίφημη σειρά των 14 όψιμων «Μαύρων Πινάκων» του, που φιλοτέχνησε στα τελευταία χρόνια της ζωής του (1819-1823) και αντικατοπτρίζουν παραστατικά τη δυσοίωνη προοπτική που είχε πάρει στα μάτια του η ανθρωπότητα.


Η «σκοτεινή» περίοδος που εγκαινίασαν για την Ισπανία οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι αποτυπώθηκε με έξοχο -κατασκότεινο- τρόπο στη σειρά του Γκόγια, με τον ίδιο να βιώνει από πρώτο χέρι τον τρόμο, τον πανικό, την υστερία και τον παραλογισμό που μάστιζε την κατεχόμενη Ισπανία...