Μεσοποταμία το Λίκνο του Πολιτισμού
Ανάμεσα στα δύο μεγαλόπρεπα ποτάμια, τον Τίγρη και τον Ευφράτη, στην περιοχή που ονομάστηκε από τους Έλληνες Μεσοποταμία, άνθισαν πριν από χιλιάδες έτη οι πρώτοι και πιο κραταιοί πολιτισμοί που... γνώρισε ο κόσμος: Σουμέριοι, Ακκάδες, Ασσύριοι, Βαβυλώνιοι, Χαλδαίοι. Πολιτισμοί με τους οποίους συνδεόμαστε, έστω και αν οι δεσμοί μαζί τους φαντάζουν αδιόρατοι. Η Μεσοποταμία υπήρξε κέντρο ανθρώπινης εγκατάστασης και δραστηριότητας από τους αρχαιότατους χρόνους, εξαιτίας της εύφορης γης. Ο παλαιότερος από τους λαούς της με ανεπτυγμένο πολιτισμό θεωρούνται οι Σουμέριοι, που κατοικούσαν στο νότιο τμήμα της, κοντά στις εκβολές του Τίγρη και του Ευφράτη, στη χώρα που ταυτίστηκε με τον Παράδεισο. Ήταν άνθρωποι εξαιρετικά επιδεκτικοί προόδου, και στην πόλη Ουρ είχαν δημιουργήσει υψηλό πολιτισμό 4.500 έτη π.Χ.
Ως προς τις απαρχές αυτού του πολιτισμού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχαίος μύθος που αναφέρεται στον Οάννες (ή Οάννη), ένα ανώτερο ιδιόμορφο ον -κατά το ήμισυ ψάρι, κατά το άλλο ήμισυ άνθρωπος- που ήρθε από τη θάλασσα και αποκάλυψε στους πρώτους κατοίκους τη γνώση των μυστικών του πολιτισμού. Κατά το βαβυλώνιο ιερέα και ιστορικό Βυρώσο, ο Οάννες εισήγαγε στην αρχαία Σουμερία τη γεωργία, την επεξεργασία των μετάλλων και τη γραφή, δίδαξε στους ανθρώπους τις τέχνες και τις επιστήμες, τον τρόπο να δημιουργούν τις πόλεις και τα στοιχεία του δικαίου. Ο Βυρώσος, που γνώριζε τη Σουμερία από τους μύθους, έγραφε γύρω στο 250 π.Χ. πως «καθετί που κάνει τη ζωή περισσότερο ευχάριστη αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από τον Οάννες …».
Ο πολιτισμός, λοιπόν, της Μεσοποταμίας θεωρείται από τους πλέον διαδεδομένους και γόνιμους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Στην περιοχή αυτή δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά μερικά από τα πλέον σημαντικά πολιτιστικά ορόσημα της ανθρώπινης ιστορίας, όπως η οργανωμένη γεωργία, τα συστήματα γραφής, οι πόλεις και οι αυτοκρατορίες. Παρόλα αυτά, κατά την ανάπτυξη των διαφόρων λαών στην περιοχή, πολλές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις έλαβαν χώρα, σε μια συνεχή διαδοχή περιόδων πολέμων και ειρήνης.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις ιστορικές πηγές μαθαίνουμε ότι στη Μεσοποταμία διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από τον πρωτόγονο άνθρωπο ο αγροτικός τρόπος ζωής, καθώς και τα πρώτα μικρά χωριά. Με την πάροδο του χρόνου η γεωργία και η κτηνοτροφία παρείχαν περισσότερη τροφή. Η περιοχή ευημερούσε και οι πληθυσμοί αυξάνονταν, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία πόλεων - των πρώτων πόλεων του κόσμου - και στη διαμόρφωση αστικού πολιτισμού.
Ανακαλύπτοντας το χαλκό και τα μυστικά της φωτιάς έγινε δυνατή η κατασκευή μεταλλικών εργαλείων. Επινοήθηκε ο τροχός, που χρησιμοποιήθηκε στα μέσα μεταφοράς, αλλά και στην αγγειοπλαστική. Αναπτύχθηκαν σε υψηλό επίπεδο οι τεχνικές άρδευσης, και καθώς η αναπτυσσόμενη γεωργία απέδιδε άφθονα αγαθά, η χρήση του αλόγου και της άμαξας και η επινόηση της βάρκας έκαναν δυνατή την εξάπλωση του εμπορίου σε απομακρυσμένες περιοχές. Το αρχαιότερο μάλιστα μοντέλο βάρκας που γνωρίζουμε βρέθηκε σε έναν τάφο στην αρχαία πόλη Εριντού (Eridu), είναι κατασκευασμένο από ψημένο πηλό, και χρονολογείται γύρω στο 3500 π.Χ.
Η πρώτη, απλοποιημένη χρήση γραπτών αριθμητικών συμβόλων για πρακτικούς υπολογισμούς οδήγησε βαθμιαία στην επινόηση της γραφής, της σφηνοειδούς γραφής, που αποδίδεται στους Σουμέριους. Έπειτα δημιουργήθηκαν οι πρώτες βιβλιοθήκες και τα πρώτα σχολεία στον κόσμο, γεγονός που συνέβαλε στη διατήρηση και εξάπλωση της πλούσιας γνώσης που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία, αλλά και στην εξασφάλιση μιας ευρύτερης καλλιέργειας και εξέλιξης για το ανθρώπινο γένος, με αφετηρία τον τόπο αυτό. Η λογοτεχνία, η μουσική, η γλυπτική, η αγγειοπλαστική και η αρχιτεκτονική πρόσφεραν έργα απαράμιλλης ομορφιάς, ενώ οι επιστήμες έκαναν τα πρώτα τους βήματα, με τα μαθηματικά, την αστρονομία και την ιατρική να σημειώνουν ξεχωριστή πρόοδο.
Στη Μεσοποταμία οι βασιλιάδες-ιερείς συνέταξαν για πρώτη φορά κώδικες κανόνων και νόμων που έμελλε να επηρεάσουν την πορεία της ιστορίας του κόσμου. Γενικότερα, ιδέες όπως ο μονοθεϊσμός και η μονογαμία, το δίκαιο και οι θεσμοί, η διοίκηση και η οικονομική οργάνωση, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και η ειδίκευση των επαγγελμάτων θεωρούνται επιτεύγματα των αναπτυσσόμενων κοινωνιών της περιοχής. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η Μεσοποταμία αποκαλείται «Λίκνο του Πολιτισμού». Η θέση της στην ιστορία είναι μοναδική, καθώς υπήρξε μία από τις βασικότερες κοιτίδες του ανθρώπινου πολιτισμού, ιδιαίτερα των δυτικών κοινωνιών, αλλά και εκείνων της Εγγύς Ανατολής.
Αναμφίβολα ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός έχει τις ρίζες του στον πολιτισμό της Μεσοποταμίας και φυσικά της Αιγύπτου και των ανατολικών ακτών της Μεσογείου. Η Δύση κληρονόμησε από τη Μεσοποταμία τέχνες και επιστήμες τριών χιλιάδων ετών μέσω της Ελλάδας, με πρώτους αποδέκτες τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους. Εκείνοι θα κάνουν το μεγάλο πολιτισμικό άλμα που αποτέλεσμά του θα είναι η σύνδεση των δύο μεγάλων ιστορικών κύκλων: ο κύκλος των πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής συνδέθηκε με τον κύκλο του Κρητομυκηναϊκού Πολιτισμού και κατ’ επέκταση με την δημιουργία του Κλασικού Ελληνικού Πολιτισμού, δηλαδή τη βάση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Οι μεγάλες θρησκείες του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού δέχτηκαν βαθιές επιδράσεις από την Εγγύς Ανατολή. Ο Χριστιανισμός διατηρεί μέχρι σήμερα μύθους και δοξασίες που είδαν το φως στην αρχαία Μεσοποταμία πριν πέντε χιλιάδες χρόνια, όπως τα μεγάλα θέματα της Γένεσης, η Δημιουργία του κόσμου από το Θεό και ο Κατακλυσμός. Οι γνωστές ιστορίες της δημιουργίας του Αδάμ, του Κήπου της Εδέμ και του Ιώβ, που βρίσκει κανείς στην Αγία Γραφή, προέρχονται από σουμερικούς και βαβυλωνιακούς μύθους. Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, που χρησιμοποίησαν την εβραϊκή παράδοση, αποδέχθηκαν και τις ανωτέρω παραδόσεις, με αποτέλεσμα αυτές να ενστερνισθούν από χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Οι Θεοί της Μεσοποταμίας
Οι πολιτισμοί των Σουμερίων και των Ακκάδων υπήρξαν οι δύο σημαντικότεροι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν από τις αρχές της τρίτης π.Χ. χιλιετηρίδας (3000 π.Χ.) στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Καθένας είχε δικούς του θεούς και δικά του λατρευτικά έθιμα. Όμως, οι έντονες πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις που συνέβησαν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο λαούς, αλλά και με άλλους μικρότερους, οδήγησαν στην ανάμιξη των θρησκευτικών στοιχείων. Από το σουμερικό και το ακκαδικό Πάνθεο, συμπληρωμένο και από τις προσθήκες μεταγενέστερων εποχών, αναδείχτηκε και το ασσυρο-βαβυλωνιακό Πάνθεο, των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων, που ουσιαστικά υπήρξαν οι διάδοχοι των δύο πρώτων μεγάλων πολιτισμών.
Οι πρώτοι θεοί της Μεσοποταμίας ξεπρόβαλλαν από το νερό. Το βαβυλωνιακό Έπος της Δημιουργίας, ένα από τα σημαντικότερα έργα της περιοχής, περιγράφει το σχετικό μύθο της δημιουργίας των θεών και του κόσμου, με πρωταγωνιστές τον Απσού, την Τιαμάτ και το Μουμμού, που εκπροσωπούν αντίστοιχα τον αρχέγονο Ωκεανό, την πολυτάραχη Θάλασσα και το θόρυβο των Υδάτων. Ο Απσού είναι το γλυκό νερό, η υδάτινη άβυσσος από την οποία τροφοδοτούνται όλες οι πηγές της Γης, η Τιαμάτ το αλμυρό νερό, η θάλασσα, το θηλυκό στοιχείο που γεννάει τον κόσμο. Η ανάμιξη αυτών των υδάτων φέρνει στη ζωή τους θεούς και έπειτα όλα τα όντα. Πιο μεγάλοι θεοί θεωρούνται ο Άνου (στους Σουμέριους ονομαζόταν Αν), ο Έα και ο Μαρδούκ.
Στο Έπος της Δημιουργίας περιγράφεται η σύγκρουση ανάμεσα στην Τιαμάτ, που εκπροσωπεί τις τυφλές δυνάμεις του αρχέγονου Χάους, και τους θεούς, που διαθέτουν νόηση, οργάνωση και τάξη. Τελικά η Τιαμάτ σκοτώνεται και διαμελίζεται από το Μαρδούκ, τον κύριο θεό του βαβυλωνιακού πολιτισμού, που δημιουργεί από την ουσία της τον ουράνιο και γήινο κόσμο, αναλαμβάνοντας αμέσως μετά την οργάνωσή τους. Στον ουρανό κατασκευάζει το ανάκτορο των μεγάλων θεών. Εκεί εγκαθιστά τα αστέρια - που είναι τα ομοιώματα των θεών - ρυθμίζει την κίνηση και την πορεία τους και καθορίζει το έτος. Τέλος δημιουργεί την ανθρωπότητα, πλάθοντας το σώμα του πρώτου ανθρώπου από το δικό του αίμα.
Το εν λόγω Έπος βρέθηκε στη βιβλιοθήκη του Ασσουρμπανιπάλ, σε επτά πινακίδες του 7ου π.Χ. αιώνα, το περιεχόμενό τους είναι όμως πολύ αρχαιότερο, με σουμεριακές ρίζες. Στους αρχαίους χρόνους ήταν γνωστό ως «Enuma Elish», λέξεις με τις οποίες ξεκινούσε και σημαίνουν «όταν εκεί ψηλά».
«Σε αρχαία κείμενα των Σουμερίων για τη Δημιουργία, που χρονολογούνται από την τρίτη και τέταρτη χιλιετία π.Χ., πρώτα υπήρξε ο αρχέγονος ωκεανός, αυτός γέννησε το κοσμικό βουνό, που το αποτελούσαν η γη και ο ουρανός ενωμένοι μεταξύ τους - ο Αν (ο Πατέρας Ουρανός) και η Κι (η Μητέρα Γη). Αυτοί δημιούργησαν τον Ενλίλ (θεός του Αέρα), ο οποίος αμέσως χώρισε τον Αν από την Κι και στη συνέχεια ενώθηκε με τη μητέρα του. Από την ένωσή τους προήλθε το ανθρώπινο γένος» [1].
«Στη βαβυλωνιακή απόδοση, ο ήρωας είναι ο Μαρδούκ, ο ηλιακός θεός και το θύμα η Τιαμάτ τρομερή και δρακόμορφη, που τη φύλαγαν πλήθη δαιμόνων - μια θηλυκή προσωποποίηση της ίδιας της αρχικής αβύσσου: το χάος σαν μήτρα των θεών, αλλά τώρα σαν απειλή για τον κόσμο» [2].
Οι θεοί που ξεπήδησαν μέσα από τον απέραντο Ωκεανό και την πολυτάραχη Θάλασσα έγιναν, είτε στην πρωταρχική τους μορφή, είτε στις διάφορες παραλλαγές τους, μέρος της καθημερινής ζωής στη Μεσοποταμία, στη Γη της Απαγγελίας, στον Επίγειο Παράδεισο ανάμεσα στα δύο ποτάμια, που είχαν και αυτά θεοποιηθεί και έδιναν ζωή σε ολόκληρη την περιοχή.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι στις αρχαιότερες μορφές λατρείας των λαών της Μεσοποταμίας οι θεοί ταυτίζονταν με τα φυσικά φαινόμενα και οι δυνάμεις τους με τις δυνάμεις της φύσης. Θεοί όπως ο Ισκούρ/Αντάντ, θεός του κεραυνού, ο Αμαουσουμγκάλνα, που έκανε τις χουρμαδιές να βλασταίνουν, και η Ινάννα, θεά των γεμάτων καρπούς αποθηκών, προκαλούσαν και ταυτόχρονα αντιπροσώπευαν τις οργιώδεις δυνάμεις της φύσης.
Γενικότερα, στο πάνθεον της Μεσοποταμίας συναντάμε έναν ιδιαίτερα μεγάλο αριθμό παλαιότερων και νεότερων θεοτήτων, ανώτερων και κατώτερων. Για παράδειγμα, υπήρχαν θεότητες που συνδέονταν με ένα ποτάμι, ένα λιβάδι, ένα χωριό, μια πόλη ή μια ορισμένη περιοχή. Καθώς η δύναμη μιας πόλης αυξανόταν, το ίδιο συνέβαινε και με το κύρος της προστάτιδας θεότητας, που είχε την επιστασία της. Ανθρώπινες δραστηριότητες και επαγγέλματα - όπως οι γραφείς και οι οικοδόμοι - είχαν τους δικούς τους θεούς, ενώ υπήρχαν και προσωπικοί θεοί, ένα είδος φύλακα αγγέλου, που οι απλοί άνθρωποι είχαν για να τους προστατεύουν και να μεσολαβούν για χάρη τους με τις μεγάλες θεότητες.
Ωστόσο, ο αριθμός των σπουδαιότερων θεών ήταν περιορισμένος. Πρόκειται για εκείνους τους παλαιότερους θεούς που συνδέονταν με τον ουρανό, τον αέρα, τη γη, το νερό, τον ήλιο, το φεγγάρι και άλλες σημαντικές επικράτειες του κόσμου. Στους Σουμέριους ξεχώριζαν ο Αν, ο Ενλίλ, ο Ενκί και η Μεγάλη Μητέρα-Θεά.
Ο Αν βρισκόταν στην κορυφή. Ήταν ο θεός του ουρανού και πατέρας των θεών. Ρύθμιζε την ιεραρχία ανάμεσα στους θεούς και είχε την εξουσία να απονέμει αξιώματα σε θεούς και ανθρώπους. Οι Σουμέριοι βασιλιάδες ελάμβαναν την εξουσία τους από αυτό το θεό.
Ο Ενλίλ ήταν γιος του και στη συνέλευση των θεών είχε τον πλέον ενεργό αρχηγικό ρόλο. Αναφέρεται ως θεός των καταιγίδων, της γης και του αέρα. Θεωρούταν θεός της ευμάρειας και της αφθονίας, και οι Σουμέριοι τον χαρακτήριζαν σοφό και καλοκάγαθο. Ωστόσο, στους περισσότερους μύθους που διηγούνται πλημμύρες ή καταστροφές παρουσιάζεται ως εκείνος που επιθυμεί να καταστρέψει την ανθρωπότητα.
Ο Ένκι ήταν ο κατ' εξοχήν θεός της σοφίας και της ευστροφίας, των επαγγελμάτων, των τεχνών και της μαγείας. Ήταν ο πανούργος θεός που είχε βοηθήσει τους ανθρώπους να αναπτύξουν τις τέχνες και να επιβιώσουν μετά το μεγάλο κατακλυσμό που στάλθηκε για να τους εξοντώσει. Υπήρξε ο θεός των αρδευτικών υδάτων που δίνουν γονιμότητα στη γη, ενώ αργότερα ταυτίστηκε με τον Έα, θεό των Ακκάδων και των Ασσυροβαβυλωνίων .
Η Μεγάλη Θεά της Μεσοποταμίας παρουσιάζεται με το όνομα Ινάννα (Inanna) στους Σουμέριους, Ιστάρ (Ishtar) στους Ακκάδιους και τους Ασσυροβαβυλώνιους, Εστάρτη στους Φοίνικες, Αστορέχ στους Ιουδαίους. Παρουσιάζει ομοιότητες με την Ίσιδα της Αιγύπτου και είναι το πρωτότυπο της ελληνικής Αφροδίτης και της Ρωμαϊκής Venus.
Είχε σπουδαίο ρόλο σε πολλούς μύθους και αντιπροσώπευε τον πλανήτη Αφροδίτη. Οι ρόλοι της υπήρξαν πολλαπλοί και αντιφατικοί. Ήταν θεά του πολέμου, του κάλλους και του έρωτα, των ιερόδουλων και των μητέρων, άλλα και θεότητα στην οποία οφειλόταν η γονιμότητα του εδάφους και η δημιουργία όλων των όντων.
Άλλοι σημαντικοί θεοί των Σουμερίων ήταν ο Ντουμούζι (Ταμμούζ), ο νεαρός αδελφός της Ιστάρ (κατά την βαβυλωνιακή άποψη υπήρξε άλλοτε εραστής και άλλοτε γιος της), θεός της γονιμότητας και της βλάστησης, που διαδραμάτιζε τον τραγικό ρόλο εκείνου που πεθαίνει νέος και ανασταίνεται, καθώς και ο Ουτού (Utu), θεός του Ήλιου και άρχοντας της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Στους μύθους για τη μεταθανάτια ζωή κυριαρχούσε ο Νεργκάλ και η Ερεσχιγκάλ, θεότητες του κάτω κόσμου.
Προοδευτικά, οι αρχικές πρωτόγονες θεότητες έδωσαν τη θέση τους σε ανθρωπόμορφους θεούς, με κοινωνικούς ρόλους, που οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας φαντάζονταν κατ' εικόνα και ομοίωσή τους. Ήταν αθάνατοι, παντοδύναμοι και η συμπεριφορά τους ήταν ανάλογη με των ανθρώπων, καθώς γλεντούσαν, θύμωναν, ήταν εκδικητικοί και ευερέθιστοι. Οι άνθρωποι τους λάτρευαν για να κερδίζουν την καθημερινή τους εύνοια.
Πίστη και Λατρεία
Η ζωή των αρχαίων Μεσοποτάμιων και η ανάπτυξη του πολιτισμού ήταν στενά συνδεμένα με την παρουσία των θεών, αλλά και των πνευμάτων. Οι θεοί καθόριζαν την αφθονία του νερού, την ευφορία της γης, τη γονιμότητα των κοπαδιών και τόσα άλλα. Οι θεοί είχαν ενεργό συμμετοχή στην ιστορία της περιοχής, αλλά και στις μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων πόλεων-κρατών αργότερα. Μπορούσαν να καταστρέψουν ή να σώσουν τον κόσμο, και οι άνθρωποι, νιώθοντας δέος απέναντι στις δυνάμεις τους, τους τιμούσαν με τελετουργίες, προσφορές, προσευχές και καθαρμούς, για να τους κατευνάζουν.
Στην πόλη Ουρούκ, από την πρώιμη εποχή της γραφής, είχε καθιερωθεί η ιεροτελεστία του «Ιερού Γάμου», που τελούνταν τη μέρα της Πρωτοχρονιάς μεταξύ του βασιλιά και της αρχιέρειας, η οποία αντιπροσώπευε τη θεά Ιστάρ και συμβόλιζε τη γονιμότητα της γης. Τότε ο βασιλιάς-ιερέας παντρευόταν ουσία μια θεότητα. Υπήρχε η αντίληψη πως με αυτό τον τρόπο εξασφαλιζόταν γονιμότητα και αφθονία για όλους τους ανθρώπους.
Εξάλλου, ο βασιλιάς θεωρούταν αντιπρόσωπος του θεού, με μαγικές δυνάμεις, που στο πρόσωπό του συγχωνευόταν ο διπλός ρόλος του ιερέα και του κυβερνήτη. Ο θρόνος περιβαλλόταν από την ακτινοβολία του υπερφυσικού. Ο ίδιος ο πανίσχυρος βασιλιάς Χαμουραμπί έλεγαν ότι παρέλαβε τους Νόμους του από τα χέρια του θεού (Κώδικας του Χαμουραμπί).
Πίστευαν μάλιστα ότι οι δυνάμεις των βασιλιάδων-ιερέων, ακόμη και μετά το θάνατο τους, εξακολουθούσαν να ενεργούν από τον Κάτω Κόσμο στη γη, από όπου πηγάζουν οι δυνάμεις που κάνουν τα δέντρα και τα φυτά να μεγαλώνουν. Γι’ αυτό συνέχιζαν να τους λατρεύουν με νεκρικές προσφορές.
Οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τελετουργίες και εορτές, που το θέμα τους καθοριζόταν από έξι σημαντικούς παράγοντες: α) τη φάση της Σελήνης (η γέμιση της Σελήνης σήμαινε αφθονία και ανάπτυξη, ενώ η χάση της συσχετιζόταν με ύφεση, διατήρηση και γιορτές του Κάτω Κόσμου), β) τη φάση του ετήσιου γεωργικού κύκλου, γ) τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια, δ) τον τοπικό μύθο και τους θείους προστάτες του, ε) την επιτυχία του βασιλεύοντος μονάρχη, στ) τις επετείους συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων (ίδρυση, στρατιωτικές νίκες, αργίες του ναού, κλπ.)
Επιπλέον, για να τιμήσουν τους θεούς τους οι Σουμέριοι και αργότερα οι Βαβυλώνιοι ύψωναν προς τον ουρανό επταώροφα βαθμιδωτά οικοδομήματα, σε σχήμα πυραμίδας, που στην ανώτερη βαθμίδα τους υπήρχε ναός. Πρόκειται για τα γνωστά ζιγκουράτ (ziggurat), τα οποία περιγράφονται από τον Ηρόδοτο και μνημονεύονται στην Αγία Γραφή. Υπήρχαν στις πόλεις της Μεσοποταμίας από το 2000 έως το 500 π.Χ.
Ο ταξιδιώτης που πλησίαζε την πόλη της Βαβυλώνας μπορούσε να διακρίνει ένα πελώριο ζιγκουράτ από λαμπερό σμάλτο, ύψους 200 μέτρων, ψηλότερο από τις πυραμίδες, που πιθανόν ταυτίζεται με τον «Πύργο της Βαβέλ» των μύθων. Νότια του ζιγκουράτ υπήρχε ο γιγάντιος ναός του Μαρδούκ, του πολιούχου θεού της Βαβυλώνας.
Ωστόσο, τα ζιγκουράτ χρησίμευαν και ως παρατηρητήρια στους αστρονόμους και τους ιερείς, που μπορούσαν από εκεί να παρακολουθούν την πορεία των άστρων. Η διάταξη του ουρανού σαγήνευε πάντοτε τους Μεσοποτάμιους. Ο ουρανός ήταν ένας ολόκληρος κόσμος τον οποίο μελετούσαν συστηματικά.
Τα ουράνια σώματα ήταν ζωντανά θεία όντα, που ενδιαφέρονταν για τις ανθρώπινες υποθέσεις και έπαιζαν σπουδαίο ρόλο σε αυτές. Κάθε κίνηση ενός ουράνιου σώματος καθόριζε ή προανήγγειλε κάποιο επίγειο γεγονός. Ο πλανήτης Δίας ήταν ο Μαρδούκ, ο Ερμής ο Ναμπού, ο Άρης ο Νεργκάλ, ο Ήλιος ήταν ο Σαμάς, η Σελήνη ο Σίν, ο Κρόνος ο Νινίμπ και η Αφροδίτη ήταν η Ιστάρ. Ο Γαλαξίας ήταν ποταμός, πρότυπο του Τίγρη και του Ευφράτη.
Η Επιστήμη και οι Τέχνες
Ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας, υλικός, πνευματικός και κοινωνικός, υπήρξε μοναδικός, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου, γεγονός που γίνεται αντιληπτό σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, από τη μελέτη και έρευνα των άστρων - την κατ’ εξοχήν επιστήμη των Βαβυλωνίων, που τους έκανε διάσημους σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο - έως τους τρόπους θεραπείας, τη μουσική, το τραγούδι, το χορό και τη λογοτεχνία, και αυτά είναι μόνο ενδεικτικά!
Εκείνη την εποχή, λοιπόν, πίστευαν πως καθετί στην επαφή με τα άστρα είχε κάποιο σκοπό, που συνήθως συνδεόταν με τη θρησκεία και τους οιωνούς. Οι ακριβείς παρατηρήσεις προειδοποιούσαν για τα αισθήματα των θεών και πρόλεγαν την ξηρασία, τον πόλεμο, τα διάφορα προσωπικά ζητήματα του βασιλιά. Οι Βαβυλώνιοι αναζήτησαν μέσα από τη μελέτη του ουρανού την ιδανική φύση της πρωταρχικής δημιουργίας και ανέπτυξαν έναν τρόπο προσέγγισης των άστρων που συνδυαζόταν με τη φιλοσοφία.
Υπήρξαν ιδιαίτερα έμπειροι στα μαθηματικά και μπορούσαν να προβλέψουν εκλείψεις και ηλιοστάσια. Η ανάπτυξη μεθόδων για την πρόβλεψη των κινήσεων των πλανητών θεωρείται ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της αστρονομίας. Οι Μεσοποτάμιοι εφάρμοζαν ένα 12-μήνο ημερολόγιο βασισμένο στους κύκλους της Σελήνης και είχαν χωρίσει το έτος σε δύο εποχές: καλοκαίρι και χειμώνα.
Σύμφωνα με παραδόσεις που διατηρήθηκαν από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, οι Βαβυλώνιοι διεξήγαν παρατηρήσεις των ουράνιων σωμάτων για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ο Κικέρωνας αναφέρει ότι οι Χαλδαίοι, οι ξακουστοί σοφοί μάγοι και αστρολόγοι της Βαβυλώνας, τηρούσαν αρχεία άστρων για ένα διάστημα 370.000 ετών [3].
Ο ιερέας Βηρώσος αναφέρεται ως ο πρώτος και ο σπουδαιότερος από τους Χαλδαίους αστρολόγους και ιστοριογράφους. Ήταν άνθρωπος με πλατύ πνεύμα και βαθιά μόρφωση, που εγκαταστάθηκε στο νησί Κως και εκεί ίδρυσε μια σχολή «μυστικών επιστημών». Ο Βιτρούβιος τον περιγράφει ως πρόδρομο μιας μεγάλης σειράς αστρολόγων «μεγαλοφυών και με μεγάλη οξυδέρκεια, που ξεπήδησαν από τα έθνη των Χαλδαίων».
Όλη αυτή η γνώση των άστρων χρησίμευσε ως βάση για ένα μεγάλο μέρος της αντίστοιχης γνώσης και έρευνας των Ελλήνων, των Ινδών, των Σασσανιδών, των Βυζαντινών, των Σύριων, του μεσαιωνικού Ισλάμ, της Κεντρικής Ασίας και της Δυτικής Ευρώπης.
Αλλά και οι θεραπείες υπήρξαν έντονα επηρεασμένες από τις θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι γιατροί, οι χειρουργοί, οι εξορκιστές και οι μάντεις που τις εφάρμοζαν ανήκαν γενικότερα στην τάξη των ιερέων. Η εξομολόγηση, η θυσία και οι προσευχές ήταν απαραίτητα για να εξευμενιστούν οι πολυάριθμοι θεοί και οι θεές που έλεγχαν την υγεία και την αρρώστια, ενώ φυλαχτά χρησιμοποιούνταν επίσης ως μέτρα προφύλαξης. Μαγικά ξόρκια, κάποιες φορές ποιητικά, μπορούσαν να διώχνουν τα δαιμόνια που θεωρούνταν υπεύθυνα για την ασθένεια.
Εξίσου αποκαλυπτική για το γιατρό-ιερέα, ήταν η συμπεριφορά των ζώων, της φωτιάς, των ποταμών, των φυτών, και του λαδιού πάνω στην επιφάνεια του νερού. Ο αριθμός των μεθόδων μαντείας που χρησιμοποιούσαν ήταν σχεδόν απεριόριστος και ήταν δυνατό όλες να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση μιας ασθένειας. Εξάλλου, η ενασχόληση με τη μαντεία για προβλέψεις αποτελούσε μια εμμονή, που σχεδόν κανείς άλλος πολιτισμός δεν φαίνεται να κατεχόταν από αυτήν όσο οι λαοί της Μεσοποταμίας. Η κίνηση των ποταμών, η θέα των άστρων, τα όνειρα, αλλά και κάθε ασυνήθιστη ενέργεια των ανθρώπων ή των ζώων, αποκάλυπτε στους Βαβυλώνιους το μέλλον.
Στην πορεία, οι Βαβυλώνιοι εισήγαγαν στην ιατρική τους τις έννοιες της διάγνωσης, της πρόγνωσης, της ιατρικής εξέτασης και των συνταγών. Οι ασθενείς υποβάλλονταν σε θεραπεία με διάφορα θεραπευτικά μέσα, όπως επιδέσμους, κρέμες και χάπια. Ωστόσο, αν ο ασθενής δεν μπορούσε να θεραπευτεί με υλικά μέσα, οι Βαβυλώνιοι γιατροί συχνά βασίζονταν στις μαγικο-θρησκευτικές μεθόδους.
Η μουσική, ο χορός και το τραγούδι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή των αρχαίων Μεσοποτάμιων. Ήταν μέρος των καθημερινών εορτασμών, αλλά και των τελετουργιών στα διάφορα ιερά και τους ναούς. Η μουσική χρησιμοποιούταν επίσης για να υποστηρίζεται η απαγγελία της ποίησης.
Πριν τη διάδοση της γραφής, τα τραγούδια αποτελούσαν μέρος μιας προφορικής παράδοσης, που μεταβιβαζόταν από γενεά σε γενεά. Μέσω των τραγουδιών διασώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με ιστορικά γεγονότα. Τραγούδια γράφονταν για τους θεούς, πολλά από αυτά για τη θεά Ιννάνα, ενώ άλλα περιέγραφαν σημαντικά γεγονότα. Η μουσική έκφραση ήταν τόσο ξεχωριστό γεγονός που πριν παίξουν ένα έγχορδο όργανο έπλεναν τα χέρια τους για να τα εξαγνίσουν.
Το παλαιότερο εικονογραφικό αρχείο που έχει βρεθεί σχετικά με μουσικό όργανο χρονολογείται πάνω από 5000 χρόνια πριν, στην περίοδο Ουρούκ στη νότια Μεσοποταμία. Πρόκειται για το «Oud», ένα μικρό έγχορδο που εμφανίζεται εκατοντάδες φορές σε ολόκληρη την ιστορία της Μεσοποταμίας, αλλά και στην αρχαία Αίγυπτο, και θεωρείται ο πρόδρομος του ευρωπαϊκού λαούτου. Γενικότερα, τα μουσικά όργανα της αρχαίας Μεσοποταμίας περιλάμβαναν άρπες, λύρες, λαγούτα, καλαμένιους αυλούς και τύμπανα. Πολλά από αυτά ήταν κοινά με γειτονικούς πολιτισμούς.
Τέλος, μαζί με τους μύθους, τα λογοτεχνικά έργα της Μεσοποταμίας περιλαμβάνουν έπη, παραμύθια, προσευχές, ύμνους, παροιμίες, προσωπικές επιστολές και θρύλους. Χιλιάδες σφραγιδοκύλινδροι ξεθάφτηκαν στα αρχαία μνημεία της ευρύτερης περιοχής, σε πολλούς από τους οποίους απεικονίζονται μυθικές παραδόσεις που ήταν μέρος της λογοτεχνικής κληρονομιάς αυτού του μεγάλου πολιτισμού.
Ωστόσο, το καλύτερο λογοτεχνικό έργο από την αρχαία Μεσοποταμία είναι το έπος του Γκιλγκαμές. Πρόκειται για ένα μεγάλο αφηγηματικό ποίημα που περιγράφει τα κατορθώματα του ήρωα, στην αναζήτηση της ταυτότητας και του νοήματος της ζωής. Εν μέρει άνθρωπος, εν μέρη θεός, ο Γκιλγκαμές καταπιάνεται με καθολικά ζητήματα όπως η έννοια της φιλίας, ο φόβος της ασθένειας και του θανάτου, οι δυνάμεις του κακού, η αναζήτηση για την αθανασία. Ενώ αρχικά απαγγελλόταν μεγαλόφωνα, αυτό το αξεπέραστο έργο πιθανώς καταγράφτηκε σε πήλινες πινακίδες γύρω στο 2000 π.Χ., πάνω από χίλια χρόνια πριν από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Επίλογος
Καθώς διαβάζουμε όλα αυτά είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι στις έρημες σήμερα εκτάσεις, όπου άλλοτε ήταν χτισμένη η Βαβυλώνα, άνθισε κάποτε ένας πολιτισμός που δημιούργησε την αστρονομία, σημείωσε μεγάλες προόδους στην ιατρική, ίδρυσε την επιστήμη της γλώσσας, επεξεργάστηκε τους πρώτους μεγάλους κώδικες, δίδαξε στους Έλληνες τα στοιχεία των μαθηματικών, της φυσικής και της φιλοσοφίας, μεταβίβασε στους Ιουδαίους τη θεολογία, την οποία εκείνοι μετέδωσαν σε ολόκληρο τον κόσμο, και κληροδότησε στους Άραβες επιστημονικές και καλλιτεχνικές γνώσεις, με τα οποία εκείνοι συνέβαλλαν αργότερα στην αφύπνιση της κοιμισμένης ψυχής της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Σίγουρα η δυτική κοινωνία δεν θα είχε φτάσει σε αυτό το βαθμό εξέλιξης χωρίς τις βαθιές πολιτιστικές επιρροές που τα έθνη και οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας προκάλεσαν στους Αιγυπτίους, στους Εβραίους, στους Φοίνικες και ειδικά στους Έλληνες και τους Ρωμαίους.
Οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης είναι εκείνοι που άλλοτε πότιζαν τα εδάφη της Σουμερίας και του Ακκάδ και συντηρούσαν τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας. Ο αρχαίος μυθολογικός κόσμος των Σουμερίων, των Ακκάδων, των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, αλλά και όλων των άλλων λαών που έζησαν στην περιοχή παρέμεινε μέχρι σήμερα ριζωμένος από τα βάθη της γης στο στερέωμα του ουρανού. Ο μύθος είναι ακόμα ζωντανός. Ακόμη και σήμερα συναντάμε στη Μεσοποταμία τους τραγουδιστές «ράουι», που τραγουδούν για μυθικούς ήρωες, πρωταγωνιστές σε υπεράνθρωπα κατορθώματα.
Ως προς τις απαρχές αυτού του πολιτισμού, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο αρχαίος μύθος που αναφέρεται στον Οάννες (ή Οάννη), ένα ανώτερο ιδιόμορφο ον -κατά το ήμισυ ψάρι, κατά το άλλο ήμισυ άνθρωπος- που ήρθε από τη θάλασσα και αποκάλυψε στους πρώτους κατοίκους τη γνώση των μυστικών του πολιτισμού. Κατά το βαβυλώνιο ιερέα και ιστορικό Βυρώσο, ο Οάννες εισήγαγε στην αρχαία Σουμερία τη γεωργία, την επεξεργασία των μετάλλων και τη γραφή, δίδαξε στους ανθρώπους τις τέχνες και τις επιστήμες, τον τρόπο να δημιουργούν τις πόλεις και τα στοιχεία του δικαίου. Ο Βυρώσος, που γνώριζε τη Σουμερία από τους μύθους, έγραφε γύρω στο 250 π.Χ. πως «καθετί που κάνει τη ζωή περισσότερο ευχάριστη αποκαλύφθηκε στον άνθρωπο από τον Οάννες …».
Ο πολιτισμός, λοιπόν, της Μεσοποταμίας θεωρείται από τους πλέον διαδεδομένους και γόνιμους που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Στην περιοχή αυτή δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά μερικά από τα πλέον σημαντικά πολιτιστικά ορόσημα της ανθρώπινης ιστορίας, όπως η οργανωμένη γεωργία, τα συστήματα γραφής, οι πόλεις και οι αυτοκρατορίες. Παρόλα αυτά, κατά την ανάπτυξη των διαφόρων λαών στην περιοχή, πολλές αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις έλαβαν χώρα, σε μια συνεχή διαδοχή περιόδων πολέμων και ειρήνης.
Από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις ιστορικές πηγές μαθαίνουμε ότι στη Μεσοποταμία διαμορφώθηκε για πρώτη φορά από τον πρωτόγονο άνθρωπο ο αγροτικός τρόπος ζωής, καθώς και τα πρώτα μικρά χωριά. Με την πάροδο του χρόνου η γεωργία και η κτηνοτροφία παρείχαν περισσότερη τροφή. Η περιοχή ευημερούσε και οι πληθυσμοί αυξάνονταν, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία πόλεων - των πρώτων πόλεων του κόσμου - και στη διαμόρφωση αστικού πολιτισμού.
Ανακαλύπτοντας το χαλκό και τα μυστικά της φωτιάς έγινε δυνατή η κατασκευή μεταλλικών εργαλείων. Επινοήθηκε ο τροχός, που χρησιμοποιήθηκε στα μέσα μεταφοράς, αλλά και στην αγγειοπλαστική. Αναπτύχθηκαν σε υψηλό επίπεδο οι τεχνικές άρδευσης, και καθώς η αναπτυσσόμενη γεωργία απέδιδε άφθονα αγαθά, η χρήση του αλόγου και της άμαξας και η επινόηση της βάρκας έκαναν δυνατή την εξάπλωση του εμπορίου σε απομακρυσμένες περιοχές. Το αρχαιότερο μάλιστα μοντέλο βάρκας που γνωρίζουμε βρέθηκε σε έναν τάφο στην αρχαία πόλη Εριντού (Eridu), είναι κατασκευασμένο από ψημένο πηλό, και χρονολογείται γύρω στο 3500 π.Χ.
Η πρώτη, απλοποιημένη χρήση γραπτών αριθμητικών συμβόλων για πρακτικούς υπολογισμούς οδήγησε βαθμιαία στην επινόηση της γραφής, της σφηνοειδούς γραφής, που αποδίδεται στους Σουμέριους. Έπειτα δημιουργήθηκαν οι πρώτες βιβλιοθήκες και τα πρώτα σχολεία στον κόσμο, γεγονός που συνέβαλε στη διατήρηση και εξάπλωση της πλούσιας γνώσης που αναπτύχθηκε στη Μεσοποταμία, αλλά και στην εξασφάλιση μιας ευρύτερης καλλιέργειας και εξέλιξης για το ανθρώπινο γένος, με αφετηρία τον τόπο αυτό. Η λογοτεχνία, η μουσική, η γλυπτική, η αγγειοπλαστική και η αρχιτεκτονική πρόσφεραν έργα απαράμιλλης ομορφιάς, ενώ οι επιστήμες έκαναν τα πρώτα τους βήματα, με τα μαθηματικά, την αστρονομία και την ιατρική να σημειώνουν ξεχωριστή πρόοδο.
Στη Μεσοποταμία οι βασιλιάδες-ιερείς συνέταξαν για πρώτη φορά κώδικες κανόνων και νόμων που έμελλε να επηρεάσουν την πορεία της ιστορίας του κόσμου. Γενικότερα, ιδέες όπως ο μονοθεϊσμός και η μονογαμία, το δίκαιο και οι θεσμοί, η διοίκηση και η οικονομική οργάνωση, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και η ειδίκευση των επαγγελμάτων θεωρούνται επιτεύγματα των αναπτυσσόμενων κοινωνιών της περιοχής. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η Μεσοποταμία αποκαλείται «Λίκνο του Πολιτισμού». Η θέση της στην ιστορία είναι μοναδική, καθώς υπήρξε μία από τις βασικότερες κοιτίδες του ανθρώπινου πολιτισμού, ιδιαίτερα των δυτικών κοινωνιών, αλλά και εκείνων της Εγγύς Ανατολής.
Αναμφίβολα ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός έχει τις ρίζες του στον πολιτισμό της Μεσοποταμίας και φυσικά της Αιγύπτου και των ανατολικών ακτών της Μεσογείου. Η Δύση κληρονόμησε από τη Μεσοποταμία τέχνες και επιστήμες τριών χιλιάδων ετών μέσω της Ελλάδας, με πρώτους αποδέκτες τους Μινωίτες και τους Μυκηναίους. Εκείνοι θα κάνουν το μεγάλο πολιτισμικό άλμα που αποτέλεσμά του θα είναι η σύνδεση των δύο μεγάλων ιστορικών κύκλων: ο κύκλος των πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής συνδέθηκε με τον κύκλο του Κρητομυκηναϊκού Πολιτισμού και κατ’ επέκταση με την δημιουργία του Κλασικού Ελληνικού Πολιτισμού, δηλαδή τη βάση του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού.
Οι μεγάλες θρησκείες του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού δέχτηκαν βαθιές επιδράσεις από την Εγγύς Ανατολή. Ο Χριστιανισμός διατηρεί μέχρι σήμερα μύθους και δοξασίες που είδαν το φως στην αρχαία Μεσοποταμία πριν πέντε χιλιάδες χρόνια, όπως τα μεγάλα θέματα της Γένεσης, η Δημιουργία του κόσμου από το Θεό και ο Κατακλυσμός. Οι γνωστές ιστορίες της δημιουργίας του Αδάμ, του Κήπου της Εδέμ και του Ιώβ, που βρίσκει κανείς στην Αγία Γραφή, προέρχονται από σουμερικούς και βαβυλωνιακούς μύθους. Ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, που χρησιμοποίησαν την εβραϊκή παράδοση, αποδέχθηκαν και τις ανωτέρω παραδόσεις, με αποτέλεσμα αυτές να ενστερνισθούν από χριστιανούς και μουσουλμάνους.
Οι πολιτισμοί των Σουμερίων και των Ακκάδων υπήρξαν οι δύο σημαντικότεροι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν από τις αρχές της τρίτης π.Χ. χιλιετηρίδας (3000 π.Χ.) στην περιοχή της Μεσοποταμίας. Καθένας είχε δικούς του θεούς και δικά του λατρευτικά έθιμα. Όμως, οι έντονες πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις που συνέβησαν ανάμεσα σε αυτούς τους δύο λαούς, αλλά και με άλλους μικρότερους, οδήγησαν στην ανάμιξη των θρησκευτικών στοιχείων. Από το σουμερικό και το ακκαδικό Πάνθεο, συμπληρωμένο και από τις προσθήκες μεταγενέστερων εποχών, αναδείχτηκε και το ασσυρο-βαβυλωνιακό Πάνθεο, των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων, που ουσιαστικά υπήρξαν οι διάδοχοι των δύο πρώτων μεγάλων πολιτισμών.
Οι πρώτοι θεοί της Μεσοποταμίας ξεπρόβαλλαν από το νερό. Το βαβυλωνιακό Έπος της Δημιουργίας, ένα από τα σημαντικότερα έργα της περιοχής, περιγράφει το σχετικό μύθο της δημιουργίας των θεών και του κόσμου, με πρωταγωνιστές τον Απσού, την Τιαμάτ και το Μουμμού, που εκπροσωπούν αντίστοιχα τον αρχέγονο Ωκεανό, την πολυτάραχη Θάλασσα και το θόρυβο των Υδάτων. Ο Απσού είναι το γλυκό νερό, η υδάτινη άβυσσος από την οποία τροφοδοτούνται όλες οι πηγές της Γης, η Τιαμάτ το αλμυρό νερό, η θάλασσα, το θηλυκό στοιχείο που γεννάει τον κόσμο. Η ανάμιξη αυτών των υδάτων φέρνει στη ζωή τους θεούς και έπειτα όλα τα όντα. Πιο μεγάλοι θεοί θεωρούνται ο Άνου (στους Σουμέριους ονομαζόταν Αν), ο Έα και ο Μαρδούκ.
Στο Έπος της Δημιουργίας περιγράφεται η σύγκρουση ανάμεσα στην Τιαμάτ, που εκπροσωπεί τις τυφλές δυνάμεις του αρχέγονου Χάους, και τους θεούς, που διαθέτουν νόηση, οργάνωση και τάξη. Τελικά η Τιαμάτ σκοτώνεται και διαμελίζεται από το Μαρδούκ, τον κύριο θεό του βαβυλωνιακού πολιτισμού, που δημιουργεί από την ουσία της τον ουράνιο και γήινο κόσμο, αναλαμβάνοντας αμέσως μετά την οργάνωσή τους. Στον ουρανό κατασκευάζει το ανάκτορο των μεγάλων θεών. Εκεί εγκαθιστά τα αστέρια - που είναι τα ομοιώματα των θεών - ρυθμίζει την κίνηση και την πορεία τους και καθορίζει το έτος. Τέλος δημιουργεί την ανθρωπότητα, πλάθοντας το σώμα του πρώτου ανθρώπου από το δικό του αίμα.
Ο βασιλιάς Ur-Nammu προσφέρει σπονδές στο Δέντρο της Ζωής προς το Nannar, το θεό-φεγγάρι
«Σε αρχαία κείμενα των Σουμερίων για τη Δημιουργία, που χρονολογούνται από την τρίτη και τέταρτη χιλιετία π.Χ., πρώτα υπήρξε ο αρχέγονος ωκεανός, αυτός γέννησε το κοσμικό βουνό, που το αποτελούσαν η γη και ο ουρανός ενωμένοι μεταξύ τους - ο Αν (ο Πατέρας Ουρανός) και η Κι (η Μητέρα Γη). Αυτοί δημιούργησαν τον Ενλίλ (θεός του Αέρα), ο οποίος αμέσως χώρισε τον Αν από την Κι και στη συνέχεια ενώθηκε με τη μητέρα του. Από την ένωσή τους προήλθε το ανθρώπινο γένος» [1].
«Στη βαβυλωνιακή απόδοση, ο ήρωας είναι ο Μαρδούκ, ο ηλιακός θεός και το θύμα η Τιαμάτ τρομερή και δρακόμορφη, που τη φύλαγαν πλήθη δαιμόνων - μια θηλυκή προσωποποίηση της ίδιας της αρχικής αβύσσου: το χάος σαν μήτρα των θεών, αλλά τώρα σαν απειλή για τον κόσμο» [2].
Οι θεοί που ξεπήδησαν μέσα από τον απέραντο Ωκεανό και την πολυτάραχη Θάλασσα έγιναν, είτε στην πρωταρχική τους μορφή, είτε στις διάφορες παραλλαγές τους, μέρος της καθημερινής ζωής στη Μεσοποταμία, στη Γη της Απαγγελίας, στον Επίγειο Παράδεισο ανάμεσα στα δύο ποτάμια, που είχαν και αυτά θεοποιηθεί και έδιναν ζωή σε ολόκληρη την περιοχή.
Είναι γνωστό άλλωστε ότι στις αρχαιότερες μορφές λατρείας των λαών της Μεσοποταμίας οι θεοί ταυτίζονταν με τα φυσικά φαινόμενα και οι δυνάμεις τους με τις δυνάμεις της φύσης. Θεοί όπως ο Ισκούρ/Αντάντ, θεός του κεραυνού, ο Αμαουσουμγκάλνα, που έκανε τις χουρμαδιές να βλασταίνουν, και η Ινάννα, θεά των γεμάτων καρπούς αποθηκών, προκαλούσαν και ταυτόχρονα αντιπροσώπευαν τις οργιώδεις δυνάμεις της φύσης.
Η θεά της γονιμότητας Ινάννα ή Ιστάρ
Ωστόσο, ο αριθμός των σπουδαιότερων θεών ήταν περιορισμένος. Πρόκειται για εκείνους τους παλαιότερους θεούς που συνδέονταν με τον ουρανό, τον αέρα, τη γη, το νερό, τον ήλιο, το φεγγάρι και άλλες σημαντικές επικράτειες του κόσμου. Στους Σουμέριους ξεχώριζαν ο Αν, ο Ενλίλ, ο Ενκί και η Μεγάλη Μητέρα-Θεά.
Ο Αν βρισκόταν στην κορυφή. Ήταν ο θεός του ουρανού και πατέρας των θεών. Ρύθμιζε την ιεραρχία ανάμεσα στους θεούς και είχε την εξουσία να απονέμει αξιώματα σε θεούς και ανθρώπους. Οι Σουμέριοι βασιλιάδες ελάμβαναν την εξουσία τους από αυτό το θεό.
Ο Ενλίλ ήταν γιος του και στη συνέλευση των θεών είχε τον πλέον ενεργό αρχηγικό ρόλο. Αναφέρεται ως θεός των καταιγίδων, της γης και του αέρα. Θεωρούταν θεός της ευμάρειας και της αφθονίας, και οι Σουμέριοι τον χαρακτήριζαν σοφό και καλοκάγαθο. Ωστόσο, στους περισσότερους μύθους που διηγούνται πλημμύρες ή καταστροφές παρουσιάζεται ως εκείνος που επιθυμεί να καταστρέψει την ανθρωπότητα.
Ο Ένκι ήταν ο κατ' εξοχήν θεός της σοφίας και της ευστροφίας, των επαγγελμάτων, των τεχνών και της μαγείας. Ήταν ο πανούργος θεός που είχε βοηθήσει τους ανθρώπους να αναπτύξουν τις τέχνες και να επιβιώσουν μετά το μεγάλο κατακλυσμό που στάλθηκε για να τους εξοντώσει. Υπήρξε ο θεός των αρδευτικών υδάτων που δίνουν γονιμότητα στη γη, ενώ αργότερα ταυτίστηκε με τον Έα, θεό των Ακκάδων και των Ασσυροβαβυλωνίων .
Η Μεγάλη Θεά της Μεσοποταμίας παρουσιάζεται με το όνομα Ινάννα (Inanna) στους Σουμέριους, Ιστάρ (Ishtar) στους Ακκάδιους και τους Ασσυροβαβυλώνιους, Εστάρτη στους Φοίνικες, Αστορέχ στους Ιουδαίους. Παρουσιάζει ομοιότητες με την Ίσιδα της Αιγύπτου και είναι το πρωτότυπο της ελληνικής Αφροδίτης και της Ρωμαϊκής Venus.
Είχε σπουδαίο ρόλο σε πολλούς μύθους και αντιπροσώπευε τον πλανήτη Αφροδίτη. Οι ρόλοι της υπήρξαν πολλαπλοί και αντιφατικοί. Ήταν θεά του πολέμου, του κάλλους και του έρωτα, των ιερόδουλων και των μητέρων, άλλα και θεότητα στην οποία οφειλόταν η γονιμότητα του εδάφους και η δημιουργία όλων των όντων.
Άλλοι σημαντικοί θεοί των Σουμερίων ήταν ο Ντουμούζι (Ταμμούζ), ο νεαρός αδελφός της Ιστάρ (κατά την βαβυλωνιακή άποψη υπήρξε άλλοτε εραστής και άλλοτε γιος της), θεός της γονιμότητας και της βλάστησης, που διαδραμάτιζε τον τραγικό ρόλο εκείνου που πεθαίνει νέος και ανασταίνεται, καθώς και ο Ουτού (Utu), θεός του Ήλιου και άρχοντας της αλήθειας και της δικαιοσύνης. Στους μύθους για τη μεταθανάτια ζωή κυριαρχούσε ο Νεργκάλ και η Ερεσχιγκάλ, θεότητες του κάτω κόσμου.
Προοδευτικά, οι αρχικές πρωτόγονες θεότητες έδωσαν τη θέση τους σε ανθρωπόμορφους θεούς, με κοινωνικούς ρόλους, που οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας φαντάζονταν κατ' εικόνα και ομοίωσή τους. Ήταν αθάνατοι, παντοδύναμοι και η συμπεριφορά τους ήταν ανάλογη με των ανθρώπων, καθώς γλεντούσαν, θύμωναν, ήταν εκδικητικοί και ευερέθιστοι. Οι άνθρωποι τους λάτρευαν για να κερδίζουν την καθημερινή τους εύνοια.
Πίστη και Λατρεία
Η ζωή των αρχαίων Μεσοποτάμιων και η ανάπτυξη του πολιτισμού ήταν στενά συνδεμένα με την παρουσία των θεών, αλλά και των πνευμάτων. Οι θεοί καθόριζαν την αφθονία του νερού, την ευφορία της γης, τη γονιμότητα των κοπαδιών και τόσα άλλα. Οι θεοί είχαν ενεργό συμμετοχή στην ιστορία της περιοχής, αλλά και στις μεταβαλλόμενες σχέσεις μεταξύ των διαφόρων πόλεων-κρατών αργότερα. Μπορούσαν να καταστρέψουν ή να σώσουν τον κόσμο, και οι άνθρωποι, νιώθοντας δέος απέναντι στις δυνάμεις τους, τους τιμούσαν με τελετουργίες, προσφορές, προσευχές και καθαρμούς, για να τους κατευνάζουν.
Στην πόλη Ουρούκ, από την πρώιμη εποχή της γραφής, είχε καθιερωθεί η ιεροτελεστία του «Ιερού Γάμου», που τελούνταν τη μέρα της Πρωτοχρονιάς μεταξύ του βασιλιά και της αρχιέρειας, η οποία αντιπροσώπευε τη θεά Ιστάρ και συμβόλιζε τη γονιμότητα της γης. Τότε ο βασιλιάς-ιερέας παντρευόταν ουσία μια θεότητα. Υπήρχε η αντίληψη πως με αυτό τον τρόπο εξασφαλιζόταν γονιμότητα και αφθονία για όλους τους ανθρώπους.
Εξάλλου, ο βασιλιάς θεωρούταν αντιπρόσωπος του θεού, με μαγικές δυνάμεις, που στο πρόσωπό του συγχωνευόταν ο διπλός ρόλος του ιερέα και του κυβερνήτη. Ο θρόνος περιβαλλόταν από την ακτινοβολία του υπερφυσικού. Ο ίδιος ο πανίσχυρος βασιλιάς Χαμουραμπί έλεγαν ότι παρέλαβε τους Νόμους του από τα χέρια του θεού (Κώδικας του Χαμουραμπί).
Πίστευαν μάλιστα ότι οι δυνάμεις των βασιλιάδων-ιερέων, ακόμη και μετά το θάνατο τους, εξακολουθούσαν να ενεργούν από τον Κάτω Κόσμο στη γη, από όπου πηγάζουν οι δυνάμεις που κάνουν τα δέντρα και τα φυτά να μεγαλώνουν. Γι’ αυτό συνέχιζαν να τους λατρεύουν με νεκρικές προσφορές.
Οι αρχαίοι Μεσοποτάμιοι κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τελετουργίες και εορτές, που το θέμα τους καθοριζόταν από έξι σημαντικούς παράγοντες: α) τη φάση της Σελήνης (η γέμιση της Σελήνης σήμαινε αφθονία και ανάπτυξη, ενώ η χάση της συσχετιζόταν με ύφεση, διατήρηση και γιορτές του Κάτω Κόσμου), β) τη φάση του ετήσιου γεωργικού κύκλου, γ) τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια, δ) τον τοπικό μύθο και τους θείους προστάτες του, ε) την επιτυχία του βασιλεύοντος μονάρχη, στ) τις επετείους συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων (ίδρυση, στρατιωτικές νίκες, αργίες του ναού, κλπ.)
Ur, Ziggurat, c.2500 BC
Ο ταξιδιώτης που πλησίαζε την πόλη της Βαβυλώνας μπορούσε να διακρίνει ένα πελώριο ζιγκουράτ από λαμπερό σμάλτο, ύψους 200 μέτρων, ψηλότερο από τις πυραμίδες, που πιθανόν ταυτίζεται με τον «Πύργο της Βαβέλ» των μύθων. Νότια του ζιγκουράτ υπήρχε ο γιγάντιος ναός του Μαρδούκ, του πολιούχου θεού της Βαβυλώνας.
Ωστόσο, τα ζιγκουράτ χρησίμευαν και ως παρατηρητήρια στους αστρονόμους και τους ιερείς, που μπορούσαν από εκεί να παρακολουθούν την πορεία των άστρων. Η διάταξη του ουρανού σαγήνευε πάντοτε τους Μεσοποτάμιους. Ο ουρανός ήταν ένας ολόκληρος κόσμος τον οποίο μελετούσαν συστηματικά.
Τα ουράνια σώματα ήταν ζωντανά θεία όντα, που ενδιαφέρονταν για τις ανθρώπινες υποθέσεις και έπαιζαν σπουδαίο ρόλο σε αυτές. Κάθε κίνηση ενός ουράνιου σώματος καθόριζε ή προανήγγειλε κάποιο επίγειο γεγονός. Ο πλανήτης Δίας ήταν ο Μαρδούκ, ο Ερμής ο Ναμπού, ο Άρης ο Νεργκάλ, ο Ήλιος ήταν ο Σαμάς, η Σελήνη ο Σίν, ο Κρόνος ο Νινίμπ και η Αφροδίτη ήταν η Ιστάρ. Ο Γαλαξίας ήταν ποταμός, πρότυπο του Τίγρη και του Ευφράτη.
Η Επιστήμη και οι Τέχνες
Ο πολιτισμός της Μεσοποταμίας, υλικός, πνευματικός και κοινωνικός, υπήρξε μοναδικός, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου, γεγονός που γίνεται αντιληπτό σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, από τη μελέτη και έρευνα των άστρων - την κατ’ εξοχήν επιστήμη των Βαβυλωνίων, που τους έκανε διάσημους σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο - έως τους τρόπους θεραπείας, τη μουσική, το τραγούδι, το χορό και τη λογοτεχνία, και αυτά είναι μόνο ενδεικτικά!
Εκείνη την εποχή, λοιπόν, πίστευαν πως καθετί στην επαφή με τα άστρα είχε κάποιο σκοπό, που συνήθως συνδεόταν με τη θρησκεία και τους οιωνούς. Οι ακριβείς παρατηρήσεις προειδοποιούσαν για τα αισθήματα των θεών και πρόλεγαν την ξηρασία, τον πόλεμο, τα διάφορα προσωπικά ζητήματα του βασιλιά. Οι Βαβυλώνιοι αναζήτησαν μέσα από τη μελέτη του ουρανού την ιδανική φύση της πρωταρχικής δημιουργίας και ανέπτυξαν έναν τρόπο προσέγγισης των άστρων που συνδυαζόταν με τη φιλοσοφία.
Υπήρξαν ιδιαίτερα έμπειροι στα μαθηματικά και μπορούσαν να προβλέψουν εκλείψεις και ηλιοστάσια. Η ανάπτυξη μεθόδων για την πρόβλεψη των κινήσεων των πλανητών θεωρείται ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της αστρονομίας. Οι Μεσοποτάμιοι εφάρμοζαν ένα 12-μήνο ημερολόγιο βασισμένο στους κύκλους της Σελήνης και είχαν χωρίσει το έτος σε δύο εποχές: καλοκαίρι και χειμώνα.
Σύμφωνα με παραδόσεις που διατηρήθηκαν από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, οι Βαβυλώνιοι διεξήγαν παρατηρήσεις των ουράνιων σωμάτων για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Ο Κικέρωνας αναφέρει ότι οι Χαλδαίοι, οι ξακουστοί σοφοί μάγοι και αστρολόγοι της Βαβυλώνας, τηρούσαν αρχεία άστρων για ένα διάστημα 370.000 ετών [3].
Ο ιερέας Βηρώσος αναφέρεται ως ο πρώτος και ο σπουδαιότερος από τους Χαλδαίους αστρολόγους και ιστοριογράφους. Ήταν άνθρωπος με πλατύ πνεύμα και βαθιά μόρφωση, που εγκαταστάθηκε στο νησί Κως και εκεί ίδρυσε μια σχολή «μυστικών επιστημών». Ο Βιτρούβιος τον περιγράφει ως πρόδρομο μιας μεγάλης σειράς αστρολόγων «μεγαλοφυών και με μεγάλη οξυδέρκεια, που ξεπήδησαν από τα έθνη των Χαλδαίων».
Όλη αυτή η γνώση των άστρων χρησίμευσε ως βάση για ένα μεγάλο μέρος της αντίστοιχης γνώσης και έρευνας των Ελλήνων, των Ινδών, των Σασσανιδών, των Βυζαντινών, των Σύριων, του μεσαιωνικού Ισλάμ, της Κεντρικής Ασίας και της Δυτικής Ευρώπης.
Αλλά και οι θεραπείες υπήρξαν έντονα επηρεασμένες από τις θρησκευτικές αντιλήψεις. Οι γιατροί, οι χειρουργοί, οι εξορκιστές και οι μάντεις που τις εφάρμοζαν ανήκαν γενικότερα στην τάξη των ιερέων. Η εξομολόγηση, η θυσία και οι προσευχές ήταν απαραίτητα για να εξευμενιστούν οι πολυάριθμοι θεοί και οι θεές που έλεγχαν την υγεία και την αρρώστια, ενώ φυλαχτά χρησιμοποιούνταν επίσης ως μέτρα προφύλαξης. Μαγικά ξόρκια, κάποιες φορές ποιητικά, μπορούσαν να διώχνουν τα δαιμόνια που θεωρούνταν υπεύθυνα για την ασθένεια.
Εξίσου αποκαλυπτική για το γιατρό-ιερέα, ήταν η συμπεριφορά των ζώων, της φωτιάς, των ποταμών, των φυτών, και του λαδιού πάνω στην επιφάνεια του νερού. Ο αριθμός των μεθόδων μαντείας που χρησιμοποιούσαν ήταν σχεδόν απεριόριστος και ήταν δυνατό όλες να χρησιμοποιηθούν για τη διάγνωση μιας ασθένειας. Εξάλλου, η ενασχόληση με τη μαντεία για προβλέψεις αποτελούσε μια εμμονή, που σχεδόν κανείς άλλος πολιτισμός δεν φαίνεται να κατεχόταν από αυτήν όσο οι λαοί της Μεσοποταμίας. Η κίνηση των ποταμών, η θέα των άστρων, τα όνειρα, αλλά και κάθε ασυνήθιστη ενέργεια των ανθρώπων ή των ζώων, αποκάλυπτε στους Βαβυλώνιους το μέλλον.
Στην πορεία, οι Βαβυλώνιοι εισήγαγαν στην ιατρική τους τις έννοιες της διάγνωσης, της πρόγνωσης, της ιατρικής εξέτασης και των συνταγών. Οι ασθενείς υποβάλλονταν σε θεραπεία με διάφορα θεραπευτικά μέσα, όπως επιδέσμους, κρέμες και χάπια. Ωστόσο, αν ο ασθενής δεν μπορούσε να θεραπευτεί με υλικά μέσα, οι Βαβυλώνιοι γιατροί συχνά βασίζονταν στις μαγικο-θρησκευτικές μεθόδους.
Η μουσική, ο χορός και το τραγούδι διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή των αρχαίων Μεσοποτάμιων. Ήταν μέρος των καθημερινών εορτασμών, αλλά και των τελετουργιών στα διάφορα ιερά και τους ναούς. Η μουσική χρησιμοποιούταν επίσης για να υποστηρίζεται η απαγγελία της ποίησης.
Πριν τη διάδοση της γραφής, τα τραγούδια αποτελούσαν μέρος μιας προφορικής παράδοσης, που μεταβιβαζόταν από γενεά σε γενεά. Μέσω των τραγουδιών διασώθηκαν στο πέρασμα των αιώνων πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με ιστορικά γεγονότα. Τραγούδια γράφονταν για τους θεούς, πολλά από αυτά για τη θεά Ιννάνα, ενώ άλλα περιέγραφαν σημαντικά γεγονότα. Η μουσική έκφραση ήταν τόσο ξεχωριστό γεγονός που πριν παίξουν ένα έγχορδο όργανο έπλεναν τα χέρια τους για να τα εξαγνίσουν.
Το παλαιότερο εικονογραφικό αρχείο που έχει βρεθεί σχετικά με μουσικό όργανο χρονολογείται πάνω από 5000 χρόνια πριν, στην περίοδο Ουρούκ στη νότια Μεσοποταμία. Πρόκειται για το «Oud», ένα μικρό έγχορδο που εμφανίζεται εκατοντάδες φορές σε ολόκληρη την ιστορία της Μεσοποταμίας, αλλά και στην αρχαία Αίγυπτο, και θεωρείται ο πρόδρομος του ευρωπαϊκού λαούτου. Γενικότερα, τα μουσικά όργανα της αρχαίας Μεσοποταμίας περιλάμβαναν άρπες, λύρες, λαγούτα, καλαμένιους αυλούς και τύμπανα. Πολλά από αυτά ήταν κοινά με γειτονικούς πολιτισμούς.
Τέλος, μαζί με τους μύθους, τα λογοτεχνικά έργα της Μεσοποταμίας περιλαμβάνουν έπη, παραμύθια, προσευχές, ύμνους, παροιμίες, προσωπικές επιστολές και θρύλους. Χιλιάδες σφραγιδοκύλινδροι ξεθάφτηκαν στα αρχαία μνημεία της ευρύτερης περιοχής, σε πολλούς από τους οποίους απεικονίζονται μυθικές παραδόσεις που ήταν μέρος της λογοτεχνικής κληρονομιάς αυτού του μεγάλου πολιτισμού.
Ωστόσο, το καλύτερο λογοτεχνικό έργο από την αρχαία Μεσοποταμία είναι το έπος του Γκιλγκαμές. Πρόκειται για ένα μεγάλο αφηγηματικό ποίημα που περιγράφει τα κατορθώματα του ήρωα, στην αναζήτηση της ταυτότητας και του νοήματος της ζωής. Εν μέρει άνθρωπος, εν μέρη θεός, ο Γκιλγκαμές καταπιάνεται με καθολικά ζητήματα όπως η έννοια της φιλίας, ο φόβος της ασθένειας και του θανάτου, οι δυνάμεις του κακού, η αναζήτηση για την αθανασία. Ενώ αρχικά απαγγελλόταν μεγαλόφωνα, αυτό το αξεπέραστο έργο πιθανώς καταγράφτηκε σε πήλινες πινακίδες γύρω στο 2000 π.Χ., πάνω από χίλια χρόνια πριν από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Επίλογος
Καθώς διαβάζουμε όλα αυτά είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι στις έρημες σήμερα εκτάσεις, όπου άλλοτε ήταν χτισμένη η Βαβυλώνα, άνθισε κάποτε ένας πολιτισμός που δημιούργησε την αστρονομία, σημείωσε μεγάλες προόδους στην ιατρική, ίδρυσε την επιστήμη της γλώσσας, επεξεργάστηκε τους πρώτους μεγάλους κώδικες, δίδαξε στους Έλληνες τα στοιχεία των μαθηματικών, της φυσικής και της φιλοσοφίας, μεταβίβασε στους Ιουδαίους τη θεολογία, την οποία εκείνοι μετέδωσαν σε ολόκληρο τον κόσμο, και κληροδότησε στους Άραβες επιστημονικές και καλλιτεχνικές γνώσεις, με τα οποία εκείνοι συνέβαλλαν αργότερα στην αφύπνιση της κοιμισμένης ψυχής της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Σίγουρα η δυτική κοινωνία δεν θα είχε φτάσει σε αυτό το βαθμό εξέλιξης χωρίς τις βαθιές πολιτιστικές επιρροές που τα έθνη και οι πολιτισμοί της Μεσοποταμίας προκάλεσαν στους Αιγυπτίους, στους Εβραίους, στους Φοίνικες και ειδικά στους Έλληνες και τους Ρωμαίους.
Οι ποταμοί Τίγρης και Ευφράτης είναι εκείνοι που άλλοτε πότιζαν τα εδάφη της Σουμερίας και του Ακκάδ και συντηρούσαν τους κρεμαστούς κήπους της Βαβυλώνας. Ο αρχαίος μυθολογικός κόσμος των Σουμερίων, των Ακκάδων, των Βαβυλωνίων, των Ασσυρίων, των Χαλδαίων, αλλά και όλων των άλλων λαών που έζησαν στην περιοχή παρέμεινε μέχρι σήμερα ριζωμένος από τα βάθη της γης στο στερέωμα του ουρανού. Ο μύθος είναι ακόμα ζωντανός. Ακόμη και σήμερα συναντάμε στη Μεσοποταμία τους τραγουδιστές «ράουι», που τραγουδούν για μυθικούς ήρωες, πρωταγωνιστές σε υπεράνθρωπα κατορθώματα.