ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Loading...

Ο Αδάμ των πτηνών

Ενας μικροσκοπικός δεινόσαυρος που ανακαλύφθηκε πρόσφατα στην Κίνα ανατρέπει, σύμφωνα με τους ειδικούς που τον μελετούν, τις κρατούσες απόψεις για την εξέλιξη των πτηνών...
Ο Eosinopteryx είχε μήκος μόλις 30 εκατοστά και διέθετε ένα ζευγάρι φτερών χωρίς ωστόσο να μπορεί πετάξει. Οπως αναφέρουν οι επιστήμονες, ο Eisonpteryx αλλάζει άρδην την εξελικτική ιστορία του μηχανισμού της πτήσης που αποδεικνύεται χρονολογικά παλαιότερη αλλά και πολύ πιο σύνθετη διαδικασία από όσο πιστεύαμε μέχρι σήμερα.

Πότε και πώς;

Μέχρι πρόσφατα οι περισσότερες θεωρίες συνέκλιναν στο ότι τα πτηνά εξελίχθηκαν από κάποια είδη δεινοσαύρων της πρώιμης Κρητιδικής Περιόδου που ζούσαν πριν από 120-130 εκατομμύρια έτη. Η ανακάλυψη και μελέτη του Αρχαιοπτέρυγα, ενός ενδιάμεσου είδους δεινοσαύρου και πτηνού, άλλαξε τα δεδομένα. Ο Αρχαιοπτέρυξ που ζούσε στα τέλη του Ιουράσιου πριν από περίπου 150 εκατομμύρια έτη εθεωρείτο - τουλάχιστον μέχρι σήμερα - όχι μόνο ο πρώτος αλλά και ο πιο καθοριστικός κρίκος στην εξέλιξη των πτηνών.

Ερευνητές στη Βρετανία μελέτησαν τα απολιθώματα του Eosinopteryx και υποστηρίζουν ότι η ύπαρξή του φέρνει νέα δεδομένα στην εξέλιξη των πτηνών. Οπως λένε, οEosinopteryx έκανε την εμφάνισή του στη Γη πριν την έλευση του Αρχαιοπτέρυγα αλλά και γενικότερα των δεινοσαύρων που είχαν χαρακτηριστικά πτηνού και από τους οποίους πιστεύεται ότι προήλθαν τα πτηνά.

Ο Eosinopteryxδιέθετε φτερά αλλά η ανατομία του δεν του επέτρεπε να πετάξει. Σύμφωνα με τους ερευνητές, το ζευγάρι των φτερών έδινε τη δυνατότητα στον μικροσκοπικό δεινόσαυρο να κινείται πολύ γρήγορα στο έδαφος - πιθανώς τα φτερά να τον διευκόλυναν ακόμη και να τρέχει.

«Η νέα ανακάλυψη προκαλεί τριγμούς στη θεωρία ότι ο Αρχαιοπτέρυξ έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη των πτηνών. Τα ευρήματα της μελέτης μας δείχνουν ότι η πτήση ήταν μια πολύ πιο σύνθετη διεργασία από όσο πιστεύαμε μέχρι πρόσφατα»αναφέρει ο Γκάρεθ Ντάικ, του τμήματος Παλαιοντολογίας Σπονδυλωτών του Πανεπιστημίου του Σαουθάμπτον, μέλος της ερευνητικής ομάδας. Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature Communications».
Πηγή