ΟΙ ΘΟΛΩΤΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (Μέρος 1ο)
Κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ εποχή (1600-1400 π.Χ.), στο μυκηναϊκό κόσμο εμφανίζονται δύο νέοι τύποι τάφων, οι θαλαμωτοί (θαλαμοειδείς ή λαξευτοί) και οι θολωτοί και για ένα διάστημα χρησιμοποιούνται συγχρόνως με τους λακκοειδείς.
Οι νέες μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές ταφικές κατασκευές αντικατοπτρίζουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή όμοια με την επίγεια κατοικία του.
Κοντά στην πύλη των Λεόντων στα νοτιοανατολικά βρίσκεται ο ταφικός περίβολος Α, το νεκροταφείο των ηγεμόνων των Μυκηνών.
Η ταφική αρχιτεκτονική των μυκηναϊκών θολωτών τάφων ακολουθεί τη μινωικό.
Ο τάφος στο Καμιλάρι
Οι παλαιότεροι όμως θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας, που βρίσκονται στη Μεσσηνία και χρονολογούνται γύρω στο 1600 π.Χ. όταν δηλαδή ήταν ακόμη σε χρήση οι τάφοι της Μεσσαράς, παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με τους κρητικούς: είναι υπέργειοι, οικογενειακοί, χτισμένοι απλά χωρίς βασιλικό χαρακτήρα.
Στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέα (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1) και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β2). Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική (1300-1200 π.Χ.) περίοδο.
Οι τάφοι των Μυκηναίων παρουσιάζονται όπως αναφέραμε με τρεις διαφορετικούς τύπους: τους λακκοειδείς, τους θαλαμωτούς και τους θολωτούς.
Πρόκειται για υπόγεια κυκλικά κτίσματα με ισόδομους λίθους και σχήμα κωνικό. Διαθέτουν και αυτοί δρόμο, θύρα και στόμιο. Ο μακρύς δρόμος είναι σκαμμένος οριζόντια στη πλαγιά λόφου (όχι επικλινής), που μέσω του στομίου οδηγεί σ’ ένα θάλαμο κυκλικής κάτοψης, στεγασμένο με θόλο.
Η θόλος είναι κατασκευασμένη από πάνω σαν πηγάδι και οι πλευρές της χτίζονταν με ογκόλιθους τοποθετημένους κατά στρώσεις με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε στρώση να εξέχει λίγο περισσότερο προς το εσωτερικό της θόλου από την αμέσως κατώτερή της (εκφορικό σύστημα), έτσι ώστε το άνοιγμα να στενεύει προς τα πάνω, έως ότου έμενε μόνο μια οπή. Ο μεγάλος λίθος της κορυφής του θόλου, που έκλεινε την οπή, λέγεται «κλειδί», επειδή εξασφαλίζει τη συνοχή σ’ ολόκληρο το οικοδόμημα.
Θησαυρός του Ατρέα, εσωτερικό ο τελειότερος και αρχιτεκτονικά άρτια σχεδιασμένος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.
ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ
Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, όπως το συμπαγές υπέρθυρο του Ατρέα που ζυγίζει 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο κορυφαία παραδείγματα τέτοιων τάφων της μυκηναϊκής εποχής, ο λεγόμενος «θησαυρός του Ατρέα» στις Μυκήνες και ο «θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση. Ορισμένοι θολωτοί τάφοι αποκαλούνται θησαυροί πιθανώς να χρησιμεύονταν προς αποταμίευση χρυσού, σιτηρών και άλλων αναγκαίων του βίου, όπως ο θησαυρός του Μινύα στον Ορχομενό. Οι θολωτοί τάφοι είναι συνήθως υπόγειοι, με εξαίρεση το θησαυρό του Μινύα που είναι υπέργειος.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΜΝΗΜΕΙΩΝ
Ο τάφος της «Κλυταιμνήστρας» βρίσκεται έξω από την Ακρόπολη των Μυκηνών και χτίστηκε γύρω στα 1220 π. Χ. . Ο δρόμος του τάφου έχει μήκος 37 μέτρα και πλάτος 6. Ελάχιστα στοιχεία σώζονται από τον γλυπτό διάκοσμο της πρόσοψης. Η διάμετρος του θαλάμου του τάφου είναι 13,5 μέτρα.
Τάφος της Κλυταιμνήστρας, λεπτομέρεια. Ο τάφος που είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα "τάφος της Κλυταιμνήστρας" είναι ο νεότερος από τους τάφους των Μυκηνών και ο δεύτερος σε μέγεθος μετά τον τάφο του Ατρέα.
Η πρόσβαση στον τάφο γινόταν μέσω του δρόμου, μήκους 36 μ. και πλάτους 6 μ, που είναι λαξευμένος στο βράχο και επενδυμένος με λείους επιμήκεις λίθους από αμυγδαλόπετρα, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις, κατά το ψευδοϊσόδομο σύστημα. Στο ανατολικό του άκρο εδράζεται σε άνδηρο και ορίζεται από τοίχο κτισμένο με πώρινους λίθους. Ο δρόμος οδηγεί στο στόμιο του τάφου, που έχει μήκος 5,40 μ.
Ο κυκλικός θάλαμος του τάφου, διαμέτρου 14,60 μ. και ύψους 13,40 μ., καλύπτεται με κυψελοειδή θόλο και είναι κτισμένος με 33 αλλεπάλληλες σειρές από λείους επιμήκεις αμυγδαλόλιθους, τέλεια συναρμολογημένους, ώστε ο καθένας να εξέχει ελάχιστα από τον κατώτερο. Ο τελευταίος λίθος, το «κλειδί», φράζει την οπή στην κορυφή της θόλου εξασφαλίζοντας την ισορροπία και τη συνοχή της και είναι το μόνο στοιχείο όλης της κατασκευής που έχει αντικατασταθεί στη σύγχρονη εποχή. Το εσωτερικό της θόλου διακοσμούσαν χάλκινοι ρόδακες στους αρμούς των λίθων, από τους οποίους έχουν παραμείνει στη θέση τους μόνο τα καρφιά από την τρίτη σειρά και επάνω.
ΑΧΑΡΝΩΝ - ΑΤΤΙΚΗ
Οι νέες μεγαλοπρεπείς και επιβλητικές ταφικές κατασκευές αντικατοπτρίζουν την επιθυμία των ανθρώπων να τοποθετούν το νεκρό σε μια μνημειώδη κατασκευή όμοια με την επίγεια κατοικία του.
Ό,τι εκπροσωπούν για την Αίγυπτο οι πυραμίδες (μνημειώδεις διαστάσεις, αντοχή στο χρόνο, προηγμένη τεχνολογία, την αγωνία του ανθρώπου να χτίσει μια άφθαρτη αιώνια κατοικία και να προβάλει ένα σύμβολο επίγειας ισχύος και γοήτρου) αντιπροσωπεύουν για την Ελλάδα οι θολωτοί τάφοι της μυκηναϊκής εποχής, που συγκαταλέγονται χωρίς αμφιβολία στα πιο λαμπρά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του Μυκηναϊκού Πολιτισμού.
Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Θολωτοί τάφοι συναντώνται όχι μόνο στις Μυκήνες, αλλά και στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική, μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα, τη Ρόδο.
Πρόκειται για τάφους βασιλέων, ευγενών και αρχόντων, που είναι χτισμένοι σε ειδυλλιακές, περίοπτες θέσεις, κοντά σε μεγάλους προϊστορικούς οικισμούς που συχνά δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί.
Είναι τα μεγαλύτερα θολωτά μνημεία του αρχαίου κόσμου, που το ύψος τους ξεπεράστηκε μόνο με την κατασκευή του Πάνθεον στη Ρώμη. Θολωτοί τάφοι συναντώνται όχι μόνο στις Μυκήνες, αλλά και στη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αττική, μερικά νησιά των Κυκλάδων, τα Επτάνησα, τη Ρόδο.
Πρόκειται για τάφους βασιλέων, ευγενών και αρχόντων, που είναι χτισμένοι σε ειδυλλιακές, περίοπτες θέσεις, κοντά σε μεγάλους προϊστορικούς οικισμούς που συχνά δεν έχουν ακόμα ανασκαφεί.
Πολλοί από αυτούς έχουν κηρυχθεί ως προστατευόμενοι αρχαιολογικοί χώροι, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουν όμως απαλλοτριωθεί και κινδυνεύουν από την εγκατάλειψη, τη βλάστηση και την υγρασία. Όλοι οι θολωτοί τάφοι της ηπειρωτικής Ελλάδας βρέθηκαν συλημένοι ολοκληρωτικά ή μερικώς, γι’ αυτό ίσως δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ακριβώς τα έθιμα ταφής, αλλά αρκετά για να βγουν σημαντικά συμπεράσματα.
Από το Έπος αντλούμε πολλές πληροφορίες όπως ότι οι Βασιλικοί σωροί έμεναν πολλές ημέρες και εβδομάδες θρηνούμενες σε λαϊκό προσκύνημα πριν ταφούν, αυτό σημαίνει ότι οι νεκροί υφίσταντο κάποιου είδους ταρίχευση αλλά και η ερευνήτρια Emily Vermeule, o ακαδημαϊκός Ιακωβίδης και ο καθ. Χρ.Τσούντας υπήρξαν ερευνητές των εθίμων και μάλιστα αναπαρέστησαν την τελετή της ταφής. Έχουμε λοιπόν πολλές πληροφορίες από αυτούς ,αλλά και από τον καθ Μυλωνά και τον Μαρινάτο.
Στο τέλος της δημοσίευσης αυτής ακολουθεί πόνημα με τα ταφικά μυκηναϊκά έθιμα .
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Η καταγωγή των θολωτών τάφων αποτελεί ως σήμερα ένα κεφάλαιο ανοιχτό στην αρχαιολογική έρευνα. Κατά την Vermeule αλλά και άλλων ,πρόκειται για την αυτόχθονα τάση των μυκηναίων προς τα ταφικά κυκλικά οικοδομήματα και τον μεγαλιθισμό με αναφορές στην Κρήτη ,αλλά και σε συνδυασμό με μια νέα αίσθηση πολιτικού ανταγωνισμού των μυκηναίων βασιλέων όλα αυτά σε συνδυασμό παραγόντων.
ΚΑΤΑΓΩΓΗ
Η καταγωγή των θολωτών τάφων αποτελεί ως σήμερα ένα κεφάλαιο ανοιχτό στην αρχαιολογική έρευνα. Κατά την Vermeule αλλά και άλλων ,πρόκειται για την αυτόχθονα τάση των μυκηναίων προς τα ταφικά κυκλικά οικοδομήματα και τον μεγαλιθισμό με αναφορές στην Κρήτη ,αλλά και σε συνδυασμό με μια νέα αίσθηση πολιτικού ανταγωνισμού των μυκηναίων βασιλέων όλα αυτά σε συνδυασμό παραγόντων.
Κάποιοι ελάχιστοι μελετητές θεωρούν ότι οι τάφοι προέρχονται από το Βορρά, ενώ άλλοι τους βλέπουν σαν απλή εξέλιξη των θαλαμωτών.
Το πιθανότερο όμως ίσως είναι ότι κατάγονται από τους κυκλικούς τάφους της Μεσσαράς στην Κρήτη.
Οι τάφοι της Μεσσαράς, που χρονολογούνται στην Πρωτομινωική περίοδο και χρησιμοποιήθηκαν για πολλές γενιές, ήταν μάλλον θολωτοί, όπως δείχνουν το μεγάλο πάχος των τοίχων και η κλίση τους προς τα μέσα.
Ήταν υπέργειοι χωρίς δρόμο και τύμβο και ήταν τάφοι γενών.
Η ταφική αρχιτεκτονική των μυκηναϊκών θολωτών τάφων ακολουθεί τη μινωικό.
Ο τάφος στο Καμιλάρι της Μεσσαράς θεωρείται πρόδρομος των μεγαλόπρεπων μυκηναϊκών τάφων. Αντίθετα όμως με τους μινωικούς, που είναι υπέργειοι και δεν καλύπτονται με τύμβο, οι μυκηναϊκοί θολωτοί τάφοι της Αργολίδας είναι υπόγειοι, διαθέτουν δρόμο και καλύπτονται με τεχνητή επίχωση, τον τύμβο.
Ανήκουν σε μια μόνο οικογένεια και μπορούν να θεωρηθούν τάφοι ατομικοί, προορισμένοι για τον ηγεμόνα και τα μέλη της οικογένειας του. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για τάφους βασιλικούς ή για τάφους υψηλών αξιωματούχων και αποτελούν ένδειξη εξέχουσας θέσης στην κοινωνική ιεραρχία.
Η απόδοσή τους από τον Σλήμαν σε συγκεκριμένα μέλη των μυθολογικών δυναστειών είναι εντελώς φανταστική.
Οι θολωτοί τάφοι συνδυάζουν τη μεγαλοπρέπεια του μνημειώδους ταφικού οικοδομήματος το στοιχείο του τύμβου, που απαντά ήδη από τη Μεσοελλαδική περίοδο σε λακκοειδείς τάφους.
Εξάλλου η επαφές με τη μινωική Κρήτη, όπως και οι επιρροές από τη μινωική τέχνη φαίνονται στην Περιστεριά, τόσο σε επίπεδο κινητών ευρημάτων όσο και αρχιτεκτονικής των τάφων, ειδικά του θολωτού τάφου 1.
Τα ταφικά μνημεία του λόφου της Περιστεριάς, έχουν ιδιαίτερη σημασία, καθώς η μορφή τους αποδεικνύει ότι οι Μεσσήνιοι, προηγούνταν έναντι των υπόλοιπων επαρχιών του μυκηναϊκού κόσμου στην κατασκευή του θολωτού ταφικού μνημείου της Εποχής του Χαλκού, διότι ενώ ο τύπος αυτός χρησιμοποιείτο ευρύτατα στη Μεσσηνία, στις Μυκήνες ήταν ακόμη σε χρήση οι λακκοειδείς τάφοι.
Νιχώρια -θολωτός τάφος
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ
Οι περισσότεροι τάφοι ιδρύθηκαν σε Πρωτοελλαδικό ΙΙ περιβάλλον. Χρονολογικά ανήκουν στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ Α-Β περίοδο, και στους πιο πολλούς παρατηρήθηκε μεταγενέστερη χρήση ή και λατρεία (ευρήματα πρωτογεωμετρικών, κλασικών και ρωμαϊκών χρόνων).
Θολωτοί τάφοι απαντούν ήδη στην κεντρική Κρήτη κατά την Πρωτομινωική Περίοδο και στη Μεσσηνία κατά τη Μεσοελλαδική ΙΙΙ. Στην Αργολίδα εμφανίζονται κατά την Υστεροελλαδική ΙΙ περίοδο. Στην Υστεροελλαδική ΙΙ χρονολογούνται και οι θολωτοί τάφοι στο Βαφειό, στο Μυρσινοχώρι (θέση Ρούτσι) και στα Δενδρά.
Πλήρη σειρά θολωτών τάφων από διάφορες περιόδους γνωρίζουμε στις Μυκήνες. Εκεί οι πιο πρώιμοι χρονολογούνται επίσης στην Υστεροελλαδική ΙΙ (Τάφος του Αιγίσθου, Τάφος Επάνω Φούρνου, Τάφος των Κυκλώπων). Μια δεύτερη ομάδα χρονολογείται στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Α (Τάφος Παναγιάς, Τάφος Κάτω Φούρνων, Τάφος των Λεόντων).
Στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β ανήκουν ο Τάφος των Δαιμόνων, ο Θησαυρός του Ατρέα (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β1) και ο Τάφος της Κλυταιμνήστρας (Υστεροελλαδική ΙΙΙ-Β2). Η χρήση των θολωτών τάφων σταματάει κατά την Υστεροελλαδική (1300-1200 π.Χ.) περίοδο.
Από το διάστημα αυτό και μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής περιόδου επικρατούν οι θαλαμοειδείς τάφοι μαζί με επιβιώσεις παλαιότερων ταφικών τύπων, μάλλον επειδή οι νέες οικονομικές συνθήκες δεν επέτρεπαν την κατασκευή τόσο περίπλοκων ταφικών μνημείων.
Οι πρώτοι, οι απλούστεροι, αποτελούνται από ένα μακρόστενο κάθετο άνοιγμα που σκεπαζόταν με ακατέργαστες λίθινες πλάκες.
Οι θαλαμωτοί λαξεύονται στο μαλακό πέτρωμα στις πλαγιές υψωμάτων και αποτελούνται από δύο τμήματα, τον δρόμο και τον κυρίως θάλαμο και καμιά φορά και από πλευρικό ταφικό δωμάτιο. Στους θαλάμους έφθανε κανείς μέσα από έναν κατηφορικό δρόμο που κατέληγε στη θύρα με το υπέρθυρο που οδηγούσε μέσα στο θάλαμο.
Μετά την ταφή έφραζαν το στόμιο με ξερολιθιά. Τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα αποτελούν οι θολωτοί τάφοι.
Ο δρόμος ήταν διαμορφωμένος ανάλογα με το μέγεθος και την ποιότητα της κατασκευής των τάφων, ως μια μικρή δίοδος λαξεμένη στο βράχο ή μια επιμελημένη λιθόκτιστη κατασκευή.
Τα τοιχώματά του είναι κάθετα, ενώ η είσοδος και ο θάλαμος είναι οικοδομημένος με ογκόλιθους, άλλοτε πάνω από την επιφάνεια του εδάφους (σκεπαζόταν με χώμα δίνοντας την όψη τύμβου) και άλλοτε σε βαθύ κυκλικό σκάμμα ανοιγμένο στην πλαγιά ενός λόφου.
Η διάμετρος ποικίλλει από τα 3,50 μ. έως τα 14,50 μ. του θησαυρού του Ατρέως.
Οι θόλοι είναι κυκλικοί στην κάτοψη κι επειδή θυμίζουν εσωτερικά κυψέλη, συχνά αναφέρονται και ως κυψελόσχημοι. Εξαίρεση αποτελεί ο θολωτός τάφος του Θορικού με σχήμα ελλειψοειδές. Γύρω από τη θόλο συσσωρεύονταν χώματα και πέτρες για να είναι ανθεκτική στις πιέσεις και ενδιαμέσως έμπαινε μια επίστρωση πηλού για στεγανοποίηση. Οι λάκκοι που βρέθηκαν στο δάπεδό τους χρησίμευαν ως τάφοι ή ως τελετουργικές εγκαταστάσεις για την υποδοχή νεκρικών σπονδών και προσφορών. Στην περίμετρο των θόλων προστίθενται μερικές φορές ορθογώνιοι θάλαμοι. Οι χώροι αυτοί χρησιμοποιούνταν ως νεκρικοί θάλαμοι.
Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό.
Μετά από κάθε ταφή έφραζαν την εξωτερική άκρη (στόμιο) του δρόμου με πέτρες και γέμιζαν το εσωτερικό του με χώμα. Η είσοδος των θόλων σφραγιζόταν συνήθως με τοίχο και πολύ σπάνια με θύρα. Ιδιαίτερη επιμέλεια έδιναν στην κατασκευή της πρόσοψης, παρόλο που η είσοδος ήταν μόνο για ένα μικρό διάστημα ορατή, από τη στιγμή της αποπεράτωσης του τάφου μέχρι τον πρώτο ενταφιασμό.
Ο πολυτελής διάκοσμος της πρόσοψης του θησαυρού του Ατρέα αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα. Η θύρα είναι μνημειακή, με χτιστές παραστάδες, μονολιθικά ανώφλια και υπέρθυρα με ανακουφιστικό τρίγωνο που χρησίμευε για την εξουδετέρωση των πιέσεων. Το υπέρθυρο έφτανε σχεδόν πάντα στο ύψος της πλαγιάς, πράγμα που σημαίνει ότι η θόλος προεξείχε κάπως από το έδαφος. Οι τάφοι καλύπτονταν από ένα τεχνητό λοφίσκο από χώμα και πέτρες, σαν τύμβο, που προστάτευε την κατασκευή από τη φυσική φθορά. Το επιβλητικό αυτό χωμάτινο έξαρμα, μαζί με τη στήλη που τοποθετούσαν στη συνέχεια, λειτουργούσε και ως ταφικό σήμα.
ΜΥΚΗΝΕΣ ΘΟΛΩΤΟΣ ΤΑΦΟΣ ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΟΛΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΝΑΣΚΑΦΗΚΑΝ ΣΤΙΣ ΜΥΚΗΝΕΣ.
Συνολικά, οι θολωτοί τάφοι που έχουν βρεθεί στην ηπειρωτική Ελλάδα είναι 120. Από αυτούς, οι 14 μεγαλύτεροι θεωρούνται σημαντικά αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, καθώς οι θολωτές κατασκευές αντιμετώπιζαν σοβαρά στατικά προβλήματα, όταν η διάμετρός τους ξεπερνούσε τα 6 μ. Συγκεκριμένα το στόμιό τους κινδύνευε να καταρρεύσει από το υπερβολικό βάρος του υπέρθυρου, όπως το συμπαγές υπέρθυρο του Ατρέα που ζυγίζει 120 τόνους. Μια προστατευτική τεχνική που εφαρμόστηκε για να αποφευχθεί αυτό το πρόβλημα ήταν η επινόηση του ανακουφιστικού τριγώνου που μετέφερε το βάρος του υπέρθυρου στις παραστάδες και τις πλευρές της θόλου.
Στην ηπειρωτική Ελλάδα έχουν βρεθεί δύο κορυφαία παραδείγματα τέτοιων τάφων της μυκηναϊκής εποχής, ο λεγόμενος «θησαυρός του Ατρέα» στις Μυκήνες και ο «θησαυρός του Μινύα» στον Ορχομενό. Στο δεύτερο από αυτούς τους τάφους, η οροφή του πλευρικού θαλάμου είναι επενδυμένη με μια ασβεστολιθική πλάκα με ανάγλυφη διακόσμηση. Ορισμένοι θολωτοί τάφοι αποκαλούνται θησαυροί πιθανώς να χρησιμεύονταν προς αποταμίευση χρυσού, σιτηρών και άλλων αναγκαίων του βίου, όπως ο θησαυρός του Μινύα στον Ορχομενό. Οι θολωτοί τάφοι είναι συνήθως υπόγειοι, με εξαίρεση το θησαυρό του Μινύα που είναι υπέργειος.
Ο θολωτός τάφος του Ατρέως δέσποζε στη δυτική πλαγιά της ράχης της Παναγίτσας, στα ΝΔ της ακρόπολης των Μυκηνών και επάνω στον οδικό άξονα, που συνέδεε τις Μυκήνες με το Ηραίο του Άργους. Πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους και τελειότερους μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους και τον πιο εντυπωσιακό από τους 9, που συνολικά έχουν βρεθεί στις Μυκήνες.
Χρονολογείται μεταξύ 1350-1250 π.Χ. και θεωρείται σαν ένα από τα ωριμότερα δείγματα του τύπου. Είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιήθηκε για την ταφή κάποιου σημαντικού μέλους της βασιλικής οικογένειας των Μυκηνών.
Ήδη από την εποχή του περιηγητή Παυσανία (2ος αιώνας μ.Χ.), οι κάτοικοι της περιοχής γνώριζαν το μνημείο ως «θησαυρό», δηλαδή ως θησαυροφυλάκιο του ιδρυτή της μυθικής μυκηναϊκής ακρόπολης, του Ατρέα. Μέχρι σήμερα ο τάφος είναι γνωστός και ως «Θησαυρός του Ατρέως» ή «τάφος του Αγαμέμνονα».
Ήταν φραγμένο με συσσωρευμένες μικρές πέτρες έως την ξύλινη, δίφυλλη και πιθανόν επενδυμένη με χαλκό θύρα, ύψους 5,40 μ. και πλάτους 2,40 μ. Το υπέρθυρο της εισόδου αποτελούν δύο εξαιρετικά μεγάλοι λίθοι, από τους οποίους ο εσωτερικός έχει μήκος 8 μ., πλάτος 5 μ. και βάρος περίπου 120 τόνων.
Η πρόσοψη του τάφου, ύψους 10,50 μ. και πλάτους 6 μ., ήταν διακοσμημένη με ημικίονες σε δύο επίπεδα, κατασκευασμένους από πράσινο λίθο με ανάγλυφα στοιχεία. Από αυτούς σήμερα σώζονται στην αρχική τους θέση μόνο οι τετράγωνες βάσεις δεξιά και αριστερά από την είσοδο. Αλλεπάλληλες ταινίες από πράσινο και ερυθρό λίθο, επίσης με ανάγλυφη διακόσμηση από σπείρες και ρόδακες, κάλυπταν το ανακουφιστικό τρίγωνο.
Τμήματα αυτής της διακόσμησης βρίσκονται σήμερα διάσπαρτα σε διάφορα μουσεία, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Αθηνών, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στο Μόναχο και στην Καρλσρούη.
Τομή τάφου του θησαυρού του Ατρέως
Στη βόρεια πλευρά της θόλου ανοίγεται μικρός, ορθογώνιος, πλευρικός θάλαμος, λαξευμένος στο βράχο (6,50Χ6 μ. και 5 μ. ύψος), όπου έμπαινε κανείς από στενή είσοδο με ανακουφιστικό τρίγωνο στο υπέρθυρο. Στο δάπεδό του ήταν λαξευμένοι δύο λάκκοι, ενώ δύο λίθινες βάσεις δείχνουν ότι και εδώ υπήρχαν κίονες. Πιθανόν από εδώ να προέρχονται οι «ελγίνειες πλάκες» του Βρετανικού Μουσείου, κατασκευασμένες από γύψο και διακοσμημένες με ανάγλυφους ταύρους. Παρόμοιο πλευρικό δωμάτιο υπάρχει μόνο σε δύο ακόμη βασιλικούς θολωτούς τάφους, σ’ αυτόν του Μινύα στον Ορχομενό και στο θολωτό τάφο Α στις Αρχάνες. Η όλη κατασκευή πάνω από τη θόλο καλυπτόταν με τύμβο, που δημιουργήθηκε με τη συσσώρευση χωμάτων και στηριζόταν στη βάση του περιμετρικά με τοίχο κτισμένο στην πρόσοψη με ορθογώνιους πωρόλιθους.
Μετά τη μυκηναϊκή εποχή, το μνημείο δεν χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Αγγεία αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκαν απέναντι από τον τοίχο που στήριζε τον τύμβο, αποτελούν πιθανόν ίχνη προγονολατρείας. Ο τάφος είχε ήδη λεηλατηθεί το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας και ήταν εν μέρει καταχωμένος, όταν στους περασμένους αιώνες βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο, αφαιρώντας το «κλειδί», προκειμένου να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.
Μετά τη μυκηναϊκή εποχή, το μνημείο δεν χρησιμοποιήθηκε πια ως τάφος. Αγγεία αρχαϊκής εποχής, που βρέθηκαν απέναντι από τον τοίχο που στήριζε τον τύμβο, αποτελούν πιθανόν ίχνη προγονολατρείας. Ο τάφος είχε ήδη λεηλατηθεί το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν τον επισκέφθηκε ο Παυσανίας και ήταν εν μέρει καταχωμένος, όταν στους περασμένους αιώνες βοσκοί τον χρησιμοποιούσαν ως καταφύγιο, αφαιρώντας το «κλειδί», προκειμένου να έχει διέξοδο ο καπνός από τις φωτιές τους, που άφησε τα ίχνη του στις παρειές της θόλου.
Ο τάφος του Αιγίσθου ΥΕΙΙ περίοδος- Μυκήνες.
Στις Αχαρνές βρίσκεται ο επιβλητικότερος και ο καλύτερα διατηρημένος μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Αττικής. Ο τάφος των Αχαρνών ανασκάφηκε στα 1879 από Γερμανούς αρχαιολόγους, στην πλαγιά τεχνητού λόφου.
Ο τάφος χρονολογείται στην Υστεροελλαδική III εποχή (14ος-13ος αιώνας π.Χ.). Αποτελείται από το δρόμο, δηλαδή το διάδρομο που οδηγούσε στον τάφο, το στόμιο και το θάλαμο. Είναι υπόγειος, κτισμένος µε σχετικά μικρές πέτρες ακανόνιστου σχήματος. Ο δρόμος έχει μήκος 27 μ. και πλάτος 3 μ. Το σχήμα του θαλάμου είναι κωνικό και θυμίζει τεράστια κυψέλη.
Η διάμετρος της θόλου είναι 8,35 µ. και το ύψος της 8,74 µ. Εξωτερικά η θόλος καλύπτεται µε χώμα σχηματίζοντας ένα είδος τύμβου. Το βάθος του στοµίου είναι 3,35 µ. και το πλάτος του 1,55 µ. Το υπέρθυρο είναι από ογκώδη επιµήκη λίθο.
Πάνω από το υπέρθυρο σε αντίθεση µε άλλους θολωτούς, όπου υπάρχει το ανακουφιστικό τρίγωνο (ένα κενό δηλ. τριγωνικό τµήµα ), χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις μικρότεροι, αδούλευτοι ογκόλιθοι, παράλληλοι μεταξύ τους και µε μικρά κενά ενδιάμεσα. Ο δρόμος έχει μήκος 27 μ. και πλάτος 3 μ. και τα τοιχώματά του είναι κτισμένα µε αργές (ακατέργαστες) πέτρες.
Ο ΤΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΧΑΡΝΩΝ
Πρόκειται για τον τάφο σημαντικού προσώπου της περιοχής, όπως πιστοποιούν το είδος του τάφου και τα πολυάριθμα κοσμήματα άριστης καλλιτεχνικής ποιότητας. Ιδιαίτερα πλούσιος, ο τάφος περιείχε πήλινα και λίθινα αγγεία, χάλκινα όπλα, ελεφάντινα αντικείμενα, σφραγιδόλιθους, κοσμήματα από χρυσό, άργυρο, χαλκό, υαλόμαζα και φαγεντιανή.
Τα μοτίβα των κοσμημάτων και των αγγείων είναι γνωστά μυκηναϊκά-μινωικά σχέδια. Από τα πιο σημαντικά ευρήματα είναι μία ελεφάντινη λύρα µε ανάγλυφες σφίγγες στη βάση της, που βρέθηκε σπασμένη στον ταφικό θάλαμο. Η λύρα αυτή, από τις πρωιμότερες του είδους, είχε πιθανότατα 7 ή 8 χορδές και αποτελεί σπάνιο εύρημα για τη γνώση της μουσικής στην αρχαιότητα.
ΜΟΥΣΙΚΟ ΟΡΙΓΑΝΟ ΛΥΡΑ ΜΕ 7 ή 8 ΧΟΡΔΕΣ - ΕΥΡΗΜΑ ΤΑΦ. 1 ΑΧΑΡΝΕΣ ΑΤΤΙΚΗΣ
Άλλο αξιόλογο εύρημα είναι μια ελεφάντινη κυλινδρική πυξίδα µε πώμα. Η πυξίδα είναι διακοσμημένη µε ανάγλυφα κριάρια σε δύο ζώνες, ενώ το πώμα µε τέσσερα κριάρια σε ακτινωτή διάταξη. Τα ευρήματα δείχνουν την οικονομική ευρωστία των κατόχων του τάφου, το επίπεδο πολιτισμού και την υψηλή κοινωνική τους θέση. Στην επίχωση του δρόμου του τάφου, μπροστά από την είσοδο, βρέθηκαν ευρήματα που μαρτυρούν λατρεία αφηρωισµένων νεκρών έως την Κλασική Εποχή (5ος αιώνας π.Χ.), εποχή κατά την οποία σταματά απότομα η χρήση του χώρου, πιθανότατα εξαιτίας του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τα ευρήματα του θολωτού τάφου βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
ΕΥΡΗΜΑ ΤΑΦ. ΑΧΑΡΝΩΝ 2