Η ατμοσφαιρική ρύπανση απειλεί τη διατροφή μας
Τα αυξημένα επίπεδα διοξειδίου του άνθρακα (CO2), που εκτιμούν οι ειδικοί ότι θα σημειωθούν γύρω στο 2050, αναμένεται να επηρεάσουν αρνητικά την θρεπτική αξία καλλιεργειών, οι οποίες καλύπτουν τις διατροφικές ανάγκες μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού σε διαιτητικό ψευδάργυρο και σίδηρο.
Για παράδειγμα, αποτελέσματα μετρήσεων έδειξαν ότι το σιτάρι, που καλλιεργούνταν σε περιοχές με τεχνητά αυξημένα επίπεδα CO2, παρουσίασε μείωση στις συγκεντρώσεις ψευδαργύρου, σιδήρου και πρωτεΐνης κατά 9,3%, 5,1% και 6,3%, αντίστοιχα. Επίσης, βρέθηκε ότι ο ψευδάργυρος και ο σίδηρος ήταν μειωμένοι και στα όσπρια.
Με δεδομένο ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από έλλειψη ψευδαργύρου και σιδήρου, γεγονός που οδηγεί στην απώλεια 63 εκατομμυρίων ετών ζωής το χρόνο εξαιτίας υποσιτισμού, η μείωση αυτών των ουσιών αποτελεί σημαντική απειλή για την υγεία.
«Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που ασχολείται με το ερώτημα αν η αύξηση των συγκεντρώσεων CO2 απειλεί την ανθρώπινη διατροφή», δήλωσε ο Samuel Myers, ερευνητής στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας στο Χάρβαρντ και βασικός συγγραφέας της μελέτης.
Της συγκεκριμένης μελέτης ηγήθηκε η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ (HSPH) και τα αποτελέσματά της δημοσιεύονται το επιστημονικό περιοδικό Nature.
Για παράδειγμα, αποτελέσματα μετρήσεων έδειξαν ότι το σιτάρι, που καλλιεργούνταν σε περιοχές με τεχνητά αυξημένα επίπεδα CO2, παρουσίασε μείωση στις συγκεντρώσεις ψευδαργύρου, σιδήρου και πρωτεΐνης κατά 9,3%, 5,1% και 6,3%, αντίστοιχα. Επίσης, βρέθηκε ότι ο ψευδάργυρος και ο σίδηρος ήταν μειωμένοι και στα όσπρια.
Με δεδομένο ότι περίπου 2 δισεκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από έλλειψη ψευδαργύρου και σιδήρου, γεγονός που οδηγεί στην απώλεια 63 εκατομμυρίων ετών ζωής το χρόνο εξαιτίας υποσιτισμού, η μείωση αυτών των ουσιών αποτελεί σημαντική απειλή για την υγεία.
«Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που ασχολείται με το ερώτημα αν η αύξηση των συγκεντρώσεων CO2 απειλεί την ανθρώπινη διατροφή», δήλωσε ο Samuel Myers, ερευνητής στο Τμήμα Περιβαλλοντικής Υγείας στο Χάρβαρντ και βασικός συγγραφέας της μελέτης.
Της συγκεκριμένης μελέτης ηγήθηκε η Σχολή Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ (HSPH) και τα αποτελέσματά της δημοσιεύονται το επιστημονικό περιοδικό Nature.